Θεωρητικά ζητήματα

Ερρίκο Μαλατέστα: Αναρχία

220px-ErricoMalatesta
Η αναρχία είναι μια λέξη που προέρχεται απ’ τα Ελληνικά και σημαίνει, αυστηρά μιλώντας, δίχως κυβέρνηση: την κατάσταση ενός λαού δίχως οποιαδήποτε συγκροτημένη εξουσία.
Πρωτού ν’ αρχίσει να θεωρείται σα δυνατή κι επιθυμητή, από μια ολόκληρη τάξη διανοητών, μια τέτοια οργάνωση, έτσι ώστε να θεωρηθεί σα σκοπός ενός κινήματος (που έχει γίνει τώρα ένας απ’ τους πιο σημαντικούς παράγοντες στο σύγχρονο κοινωνικό πόλεμο), η λέξη αναρχία χρησιμοποιείται γενικά με την έννοια της αταξίας και της σύγχυσης κι εξακολουθεί να υιοθετείται μ’ αυτή την έννοια απ’ τον αδαή κι από αντιπάλους που ενδιαφέρονται να διαστρεβλώσουν την αλήθεια.
Δε θα υπεισέλθουμε σε φιλοσοφικές συζητήσεις, γιατί το πρόβλημα δεν είναι φιλοσοφικό αλλά ιστορικό. Η κοινή ερμηνεία της λέξης δεν παρανοεί την πραγματική της ετυμολογική έννοια, αλλά αποτελεί παράγωγό της, που οφείλεται στην προκατάληψη ότι η κυβέρνηση πρέπει ν’ αποτελεί μια αναγκαιότητα της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής κι ότι συνακόλουθα μια κοινωνία δίχως κυβέρνηση είναι μοιραίο να παραδοθεί στην αταξία και να ταλαντεύεται ανάμεσα στην αχαλίνωτη κυριαρχία μερικών και στην τυφλή εκδίκηση άλλων.
Η ύπαρξη αυτής της προκατάληψης κι η επίδρασή της πάνω στο νόημα που το κοινό έχει δώσει στη λέξη, εξηγείται εύκολα.
Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζωντανά όντα, προσαρμόζεται στις συνθήκες μέσα στις οποίες ζει και μεταβιβάζει κληρονομικά τις αποκτημένες του συνήθειες. Έτσι, έχοντας γεννηθεί και ζήσει μέσα στην υποδούλωση, όντας ο απόγονος μιας μακράς αλυσίδας σκλάβων, ο άνθρωπος, όταν άρχισε να σκέπτεται, πίστεψε ότι η υποδούλωση αποτελούσε μια βασική προϋπόθεση της ζωής κι η ελευθερία φαινόταν σ’ αυτόν αδύνατη. Ο εργάτης, παρόμοια, αναγκασμένος για αιώνες να εξαρτάται για  να εργαστεί, δηλαδή, για να φάει, απ’ την καλή θέληση του αφεντικού του και συνηθισμένος να βλέπει την ίδια του τη ζωή στη διάθεση εκείνων που κατέχουν τη γη και το κεφάλαιο, έχει καταλήξει να πιστεύει, πως το αφεντικό του είναι που του δίνει τροφή και ρωτάει με αφέλεια πώς θα ‘ταν δυνατό να ζήσει, αν δεν είχε από πάνω του κανένα αφεντικό;
Με τον ίδιο τρόπο, ένας άνθρωπος του οποίου τα άκρα είναι ενωμένα απ’ τη γέννα, αλλά που μολοντούτο έχει ανακαλύψει πώς να βαδίζει κουτσά στραβά, μπορεί ν’ αποδώσει στα ίδια ακριβώς αυτά τα δεσμά που τον παραλύουν, την ικανότητά του να κινείται, ενώ, αντίθετα, αυτά εκμηδένιζαν και παρέλυαν την μυϊκή ενέργεια των άκρων του.
Αν ύστερα προσθέσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα της συνήθειας, την εκπαίδευση που παίρνει απ’ το αφεντικό του, τον παπά, το δάσκαλο κλπ. που έχουν όλοι συμφέρον να διδάσκουν ότι ο εργοδότης κι η κυβέρνηση είναι απαραίτητοι, αν προσθέσουμε το δικαστή και τον αστυνομικό, για ν’ αναγκάσουν εκείνους που σκέπτονται διαφορετικά – και που προσπαθούν ίσως να διαδώσουν τις απόψεις τους – να το βουλώσουν, θα καταλάβουμε πώς εδραιώθηκε η προκατάληψη αναφορικά με την χρησιμότητα και την αναγκαιότητα των αφεντικών και των κυβερνήσεων. Φανταστείτε ένα γιατρό να παρουσιάζει μια πλήρη θεωρία με χίλια-δυο έξυπνα επινοημένα παραδείγματα, για να πείσει τον άνθρωπο με τα ενωμένα άκρα πως, αν ελευθερωνόταν τα άκρα του, δε θα μπορούσε να περπατήσει, ή ακόμα και να ζήσει. Ο άνθρωπος θα υπεράσπιζε τα δεσμά του με σθένος και θα θεωρούσε σαν εχθρό του οποιονδήποτε θα προσπαθούσε να του τα κόψει.
Επομένως, αν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση είναι απαραίτητη κι ότι δίχως κυβέρνηση θα υπάρξει αταξία και σύγχυση, είναι φυσικό και λογικό να υποθέτουμε ότι η αναρχία, η οποία σημαίνει απουσία κυβέρνησης, πρέπει επίσης να σημαίνει την απουσία τάξης.
Ούτε αυτό το γεγονός είναι απαράμιλλο μέσα στην ιστορία των λέξεων. Σ’ εκείνες τις εποχές και χώρες, όπου οι άνθρωποι θεωρούσαν απαραίτητη την κυβέρνηση από έναν άνθρωπο (μοναρχία), η λέξη δημοκρατία, (δηλαδή, η κυβέρνηση που ασκείται από πολλούς) χρησιμοποιήθηκε ακριβώς όπως κι η Αναρχία, για να υποδηλώσει την αταξία και τη σύγχυση. Ίχνη αυτού του νοήματος της λέξης μπορούν να βρεθούν ακόμα και στις λαϊκές διαλέκτους όλων σχεδόν των χωρών.
Όταν αλλάξει αυτή η γνώμη και το κοινό πειστεί πως η κυβέρνηση δεν είναι απαραίτητη, αλλά εξαιρετικά βλαβερή, η λέξη αναρχία, επειδή ακριβώς σημαίνει δίχως κυβέρνηση, θα γίνει ισοδύναμη με τη φυσική τάξη, την αρμονία των αναγκών και των συμφερόντων όλων, την πλήρη ελευθερία με πλήρη αλληλεγγύη.
Επομένως, δεν έχουν δίκιο εκείνοι που λένε ότι οι Αναρχικοί έχουν διαλέξει άσχημα το όνομά τους, επειδή είναι λαθεμένα κατανοημένο απ’ τις μάζες κι οδηγεί σε μια λαθεμένη ερμηνεία. Το λάθος δεν προέρχεται από τη λέξη αλλά απ’ το όλο πράγμα. Η δυσκολία που συναντούν οι Αναρχικοί, διαδίδοντας τις ιδέες τους, δεν εξαρτάται από το όνομα που έχουν δώσει στον εαυτό τους, αλλά απ’ το γεγονός ότι οι ιδέες τους πλήττουν ολοκληρωτικά τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις τις οποίες έχουν οι άνθρωποι για τη λειτουργία της κυβέρνησης, ή του κράτους, όπως λέγεται.
Πρωτού να προχωρήσουμε παραπέρα, θα ‘ναι καλό να εξηγήσουμε αυτή την τελευταία λέξη (το Κράτος) που, κατά τη γνώμη μας, αποτελεί την αληθινή αιτία πολλής παρανόησης.
Οι αναρχικοί γενικά χρησιμοποιούν τη λέξη Κράτος για να υποδηλώσουν όλο εκείνο το σύνολο θεσμών, πολιτικών, νομοθετικών, δικαστικών, στρατιωτικών, οικονομικών κλπ. με τους οποίους η διαχείριση των δικών τους υποθέσεων, η καθοδήγηση της προσωπικής τους πορείας κι η φροντίδα περιφρούρησης της ίδιας τους της ασφάλειας, αφαιρούνται απ’ τους ανθρώπους και ανατίθενται σε ορισμένα άτομα κι αυτά, είτε με σφετερισμό είτε με εκλογή, προικίζονται με το δικαίωμα να κάνουν νόμους, που να ισχύουν για όλους και να αναγκάζουν το κοινό να τους σέβεται, κάνοντας, γι’ αυτό το σκοπό, χρήση της συλλογικής δύναμης της κοινότητας.
Σ’ αυτή την περίπτωση η λέξη Κράτος σημαίνει κυβέρνηση, ή αν προτιμάτε, αποτελεί την αφηρημένη έκφραση της οποίας η προσωποποίηση είναι η κυβέρνηση. Συνακόλουθα, τέτοιες εκφράσεις όπως Κατάργηση του Κράτους, ή Κοινωνία δίχως το Κράτος, συμφωνούν τέλεια με την αντίληψη με την οποία οι Αναρχικοί θέλουν να εκφράσουν την καταστροφή κάθε πολιτικού θεσμού, που βασίζεται στην εξουσία και τη συγκρότηση μιας ελεύθερης κι εξισωτικής κοινωνίας, που βασίζεται στην αρμονία των συμφερόντων και στην εθελοντική συνεισφορά όλων για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Όμως η λέξη Κράτος έχει πολλά άλλα νοήματα κι ανάμεσα σ’ αυτά είναι μερικά που προσφέρονται για παρερμηνεία, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται μεταξύ ανθρώπων των οποίων η θλιβερή κοινωνική κατάσταση δεν τους έχει προσφέρει την άνεση να συνηθίσουν τις λεπτές διακρίσεις της επιστημονικής γλώσσας, ή, χειρότερα, όταν υιοθετούνται δόλια από εχθρούς, που ενδιαφέρονται να προκαλέσουν σύγχυση στην έννοια ή δεν επιθυμούν να την καταλάβουν. Έτσι η λέξη Κράτος χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει οποιαδήποτε δοσμένη κοινωνία, ή συνάθροιση ανθρώπινων όντων, ενωμένων σε μια δοσμένη εδαφική περιοχή και που αποτελεί εκείνο που ονομάζουμε κοινωνική ομάδα, ανεξάρτητα απ’ τον τρόπο με τον οποίο ομαδοποιούνται τα μέλη του παραπάνω σώματος ή απ’ τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσά τους. Η λέξη Κράτος χρησιμοποιείται επίσης απλά σαν ένα συνώνυμο της κοινωνίας. Εξαιτίας αυτών των νοημάτων της λέξης, οι εχθροί μας πιστεύουν, ή μάλλον υποκρίνονται ότι πιστεύουν, ότι οι Αναρχικοί θέλουν να καταργήσουν κάθε κοινωνική σχέση και κάθε συλλογική δουλειά και να υποβιβάσουν τον άνθρωπο σε μια κατάσταση απομόνωσης, δηλαδή, σε μια κατάσταση χειρότερη απ’ τη βαρβαρότητα.
Με τη λέξη Κράτος, ξανά, εννοείται μόνο η ανώτατη διοίκηση μιας χώρας, η κεντρική εξουσία, σε αντίθεση με την περιφερειακή ή κοινοτική εξουσία κι επομένως ορισμένοι άλλοι νομίζουν ότι οι Αναρχικοί επιθυμούν απλά μια περιφερειακή αποκέντρωση, αφήνοντας άθικτη την αρχή της κυβέρνησης και συγχέουν έτσι την Αναρχία με την κοινοτική κυβέρνηση ή την κυβέρνηση των καντονιών.
Τέλος το Κράτος σημαίνει κατάσταση, τρόπο ζωής, την τάξη της κοινωνικής ζωής κλπ., κι επομένως λέμε, λογουχάρη, ότι είναι απαραίτητο ν’ αλλάξουμε την οικονομική κατάσταση των εργαζόμενων τάξεων ή ότι το Κράτος της Αναρχίας είναι το μόνο Κράτος που οικοδομείται πάνω στις αρχές της αλληλεγγύης κι άλλες παρόμοιες φράσεις. Έτσι, αν επίσης πούμε, με μια άλλη έννοια, ότι επιθυμούμε να καταργήσουμε το Κράτος, μπορεί να εμφανιστούμε αμέσως σαν παράλογοι κι αντιφατικοί.
Γι’ αυτούς τους λόγους, πιστεύουμε ότι θα  ’ταν καλύτερα να χρησιμοποιούμε την έκφραση κατάργηση του Κράτους όσο πιο λίγο μπορούμε και να την αντικαταστήσουμε με μια άλλη, πιο ξεκάθαρη και πιο συγκεκριμένη – την κατάργηση της κυβέρνησης.
Η τελευταία θα είναι η έκφραση που θα χρησιμοποιηθεί στην πορεία αυτού του δοκίμιου.
Έχουμε πει ότι Αναρχία σημαίνει κοινωνία δίχως κυβέρνηση. Αλλά είναι η συντριβή της κυβέρνησης δυνατή, επιθυμητή ή σοφή; Ας δούμε.
Τι είναι κυβέρνηση; Υπάρχει μια αρρώστια του ανθρώπινου μυαλού που ονομάζεται μεταφυσική τάση, η οποία κάνει τον άνθρωπο, αφού αφαιρέσει την ποιότητα από ένα αντικείμενο με λογική διαδικασία, να υπόκειται σ’ ένα είδος παραίσθησης που τον κάνει να συγχέει την αφαίρεση με το πραγματικό πράγμα. Αυτή η μεταφυσική τάση, παρά τα πλήγματα που έχει δεχθεί απ’ τη θετική επιστήμη, είναι ακόμα γερά ριζωμένη στο μυαλό της πλειονότητας των σημερινών συνανθρώπων μας. Έχει τέτοια επιρροή, που πολλοί θεωρούν την κυβέρνηση σαν πραγματική οντότητα, με ορισμένες δοσμένες ιδιότητες λογικής, δικαιοσύνης, ανεξάρτητα απ’ τους ανθρώπους που συγκροτούν την κυβέρνηση.
Για κείνους που σκέπτονται μ’ αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση, ή το Κράτος, είναι η αφηρημένη κοινωνική εξουσία κι εκπροσωπεί, πάντοτε αφηρημένα, το γενικό συμφέρον. Αποτελεί την έκφραση των δικαιωμάτων όλων και θεωρείται ότι περιορίζεται απ’ τα δικαιώματα του καθένα. Αυτός ο τρόπος κατανόησης της κυβέρνησης υποστηρίζεται από εκείνους που έχουν συμφέρον, για τους οποίους η διατήρηση της αρχής της εξουσίας αποτελεί μια επιτακτική αναγκαιότητα και πρέπει πάντοτε να επιβιώνει, παρά τα λάθη και τις πλάνες των προσώπων που εξασκούν την εξουσία.
Για μας, η κυβέρνηση αποτελεί το σύνολο των κυβερνώντων κι οι κυβερνώντες – βασιλιάδες, πρόεδροι, υπουργοί, μέλη του κοινοβουλίου – είναι εκείνοι που έχουν τη δύναμη να κάνουν νόμους που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και να επιβάλουν την υπακοή σ’ αυτούς τους νόμους. Είναι εκείνοι που καθορίζουν κι απαιτούν τους φόρους, επιβάλουν την στρατιωτική θητεία, δικάζουν και τιμωρούν τους παραβάτες του νόμου. Υποβάλουν τους ανθρώπους σε κανονισμούς και επιβλέπουν και επικυρώνουν τα ιδιωτικά συμβόλαια. Μονοπωλούν ορισμένους κλάδους της παραγωγής και των δημοσίων υπηρεσιών ή, αν θέλουν, όλη την παραγωγή και τις δημόσιες υπηρεσίες. Προωθούν ή εμποδίζουν την ανταλλαγή των αγαθών. Κάνουν πόλεμο ή ειρήνη με τις κυβερνήσεις των άλλων χωρών. Επιτρέπουν ή αναστέλλουν το ελεύθερο εμπόριο και πολλά άλλα πράγματα. Κοντολογίς, οι κυβερνήτες είναι εκείνοι που έχουν τη δύναμη, σ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, να χρησιμοποιούν τη συλλογική δύναμη της κοινωνίας, δηλαδή, τη φυσική, πνευματική κι οικονομική δύναμη όλων, να υποχρεώνουν τον καθένα σύμφωνα με τη θέλησή τους. Κι αυτή η εξουσία αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, την ίδια ακριβώς την αρχή της κυβέρνησης και της εξουσίας.
Αλλά για ποιο λόγο υπάρχει η κυβέρνηση;
Γιατί να περιορίζει την ελευθερία και την πρωτοβουλία του καθένα για χάρη των άλλων ατόμων; Γιατί τους δίνει τη δύναμη να είναι τ’ αφεντικά, με ή χωρίς τη συγκατάθεση του καθένα; Μήπως οι κυβερνώντες είναι τόσο εξαιρετικά προικισμένοι άνθρωποι που να μπορούν ν’ αντιπροσωπεύουν τις μάζες και να ενεργούν για χάρη των συμφερόντων όλων των ανθρώπων, καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσαν οι τελευταίοι να ενεργήσουν για λογαριασμό τους; Μήπως είναι τόσο αλάνθαστοι κι αδιάφθοροι ώστε να μπορεί κανείς να τους εμπιστευτεί, τη μοίρα του καθένα κι όλων, στηριζόμενος  στη γνώση και την τιμιότητά τους;
Ακόμα κι αν υπήρχαν άνθρωποι με άπειρη τιμιότητα και γνώση, ακόμα κι αν υποθέσουμε ό,τι δεν έχει ποτέ συμβεί στην ιστορία κι ό,τι πιστεύουμε ότι δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί, δηλαδή, ότι η κυβέρνηση μπορεί να περιέλθει στους ικανότερους και τους καλύτερους, μήπως η κατοχή της κυβερνητικής εξουσίας θα προσέθετε τίποτα στην ευεργετική τους επίδραση; Δε θα την παρέλυε μάλλον ή θα την κατέστρεφε; Γιατί εκείνοι που κυβερνούν θεωρούν απαραίτητο να ασχολούνται με πράγματα που δεν καταλαβαίνουν και, πάνω απ’ όλα, να χάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ενεργητικότητάς τους για να κρατηθούν στην εξουσία, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τους φίλους τους, να κρατήσουν κάτω από έλεγχο τους δυσαρεστημένους και να υποτάξουν τους εξεγερμένους;
Ξανά, έστω κι αν οι κυβερνήτες είναι καλοί ή κακοί, σοφοί ή αδαείς, πώς κερδίζουν την εξουσία; Επιβάλλονται με το δίκαιο του πολέμου της κατάκτησης ή της επανάστασης; Κι αν συμβαίνει αυτό, τί εγγυήσεις έχει το κοινό ότι οι νόμοι τους έγιναν με γνώμονα το κοινό καλό; Σ’ αυτή την περίπτωση είναι απλώς θέμα σφετερισμού κι αν η υπήκοοι είναι δυσαρεστημένοι δεν τους απομένει τίποτα άλλο παρά ν’ αποτινάξουν το ζυγό με τα όπλα. Μήπως οι κυβερνήτες εκλέγονται από μια ορισμένη τάξη ή κόμμα; Τότε θα θριαμβεύσουν αναπόφευκτα οι ιδέες αυτής της τάξης, ή του κόμματος και θα θυσιαστούν οι επιθυμίες και τα συμφέροντα των άλλων. Μήπως εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία; Τώρα οι αριθμοί αποτελούν το μόνο κριτήριο κι οι τελευταίοι είναι φανερό ότι δεν αποτελούν απόδειξη λογικής, δικαιοσύνης ή ικανότητας. Στην καθολική ψηφοφορία, αυτοί που εκλέγονται είναι εκείνοι που γνωρίζουν καλύτερα πώς να κερδίσουν τις μάζες. Η μειοψηφία, που μπορεί να συμβαίνει να είναι η μισή δύναμη των εκλογέων μείον ένα, θυσιάζεται. Επιπλέον, η εμπειρία έχει δείξει ότι είναι αδύνατο να βρεθεί ένα εκλογικό σύστημα που να εξασφαλίζει την πραγματικά την εκλογή της πραγματικής πλειοψηφίας.
Πολλές και διάφορες είναι οι θεωρίες με τις οποίες ορισμένοι άνθρωποι έχουν επιδιώξει να δικαιολογήσουν την ύπαρξη της κυβέρνησης. Βασίζονται, όμως, όλες, παραδεδεγμένα ή όχι, στην υπόθεση ότι τα άτομα μιας κοινωνίας έχουν αντίθετα συμφέροντα κι ότι μια εξωτερική ανώτερη δύναμη είναι απαραίτητη για να υποχρεώσει μερικούς να σέβονται τα συμφέροντα των άλλων, καθορίζοντας κι επιβάλλοντας έναν κανόνα ρύθμισης, σύμφωνα με τον οποίο τα αντιμαχόμενα συμφέροντα πρέπει να εναρμονίζονται όσο το δυνατό περισσότερο και σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας πρέπει ν’ απολαμβάνει τη μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση με τη μικρότερη δυνατή θυσία. Αν, λένε οι θεωρητικοί της εξουσιαστικής σχολής, τα συμφέροντα, οι τάσεις κι οι επιθυμίες ενός ατόμου βρίσκονται σε αντίθεση μ’ εκείνες ενός άλλου ατόμου ή ίσως όλης της κοινωνίας, ποιός θα ‘χει το δικαίωμα και τη δύναμη να υποχρεώσει το ένα να σεβαστεί τα συμφέροντα του άλλου ή των άλλων; Ποιός θα μπορεί να εμποδίσει το συγκεκριμένο πολίτη να προσβάλει το γενικό καλό; Η ελευθερία του καθένα, λένε, έχει σαν όριό της την ελευθερία των άλλων. Αλλά ποιός θα καθορίσει αυτά τα όρια και ποιός θα επιβάλει το σεβασμό τους; Ο φυσικός ανταγωνισμός των συμφερόντων και των παθών δημιουργεί την αναγκαιότητα της κυβέρνησης και δικαιολογεί την εξουσία. Η εξουσία επεμβαίνει σα διαιτητής στον κοινωνικό ανταγωνισμό και καθορίζει τα όρια των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του καθένα.
Αυτή είναι η θεωρία• αλλά για να είναι βάσιμη η θεωρία, πρέπει να βασίζεται σε μια εξήγηση των γεγονότων. Ξέρουμε καλά πως στην κοινωνική οικονομία επινοούνται πολύ συχνά διάφορες θεωρίες για να δικαιολογήσουν τα γεγονότα, δηλαδή, για να υπερασπίσουν τα προνόμια και να προκαλέσουν την ομαλή αποδοχή τους από εκείνους οι οποίοι αποτελούν τα θύματά τους. Ας εξετάσουμε εδώ αυτά καθεαυτά τα γεγονότα.
Σ’ ολόκληρη την ιστορική πορεία, όπως και στη σημερινή εποχή, η κυβέρνηση εμφανίζεται είτε σαν ωμή, βίαιη, αυθαίρετη κυριαρχία των πολλών απ’ τους λίγους ή αποτελεί ένα όργανο που επινοήθηκε για να εξασφαλίζει την κυριαρχία και το προνόμιο σ’ εκείνους που, με τη βία, την απάτη ή την κληρονομιά, έχουν οικειοποιηθεί όλα τα μέσα της ζωής και κύρια και πρωταρχικά τη γη, διαμέσου των οποίων κρατάνε υπόδουλους τους ανθρώπους, κάνοντάς τους να δουλεύουν για κείνους.
Οι κυβερνήσεις καταπιέζουν τους ανθρώπους με δυο τρόπους, είτε άμεσα, με ωμή βία, δηλαδή, φυσική βία, ή έμμεσα, απογυμνώνοντάς τους απ’ τα μέσα συντήρησης κι υποβιβάζοντάς τους έτσι στην αδυναμία. Η πολιτική εξουσία γεννήθηκε με την πρώτη μέθοδο• το οικονομικό προνόμιο προήλθε από τη δεύτερη. Οι κυβερνήσεις μπορούν επίσης να καταπιέσουν τον άνθρωπο επενεργώντας πάνω στη συναισθηματική του φύση και μ’ αυτό τον τρόπο συνιστούν τη θρησκευτική εξουσία. Κανένας άλλος λόγος δεν κρύβεται πίσω απ’ τη διάδοση των θρησκευτικών προλήψεων, εκτός απ’ το ότι υπερασπίζουν κι εδραιώνουν τα πολιτικά κι οικονομικά προνόμια.
Στην πρωτόγονη κοινωνία, όταν ο κόσμος δεν ήταν τόσο πυκνοκατοικημένος όσο είναι τώρα κι οι κοινωνικές σχέσεις ήταν λιγότερο πολύπλοκες, αν οποιαδήποτε περίσταση εμπόδιζε τη δημιουργία συνηθειών κι εθίμων αλληλεγγύης, ή κατέστρεφε τα ήδη υπάρχοντα κι εγκαθίδρυε την κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, οι δύο εξουσίες, η πολιτική κι η θρησκευτική, βρίσκονταν ενωμένες στα ίδια χέρια – συχνά στα χέρια ενός μόνο ατόμου. Εκείνοι που είχαν κατακτήσει και απομυζήσει τους άλλους, τους υποχρέωσαν να γίνουν υπηρέτες τους και να κάνουν τα πάντα γι’ αυτούς, σύμφωνα με τα καπρίτσια τους. Οι νικητές ήταν κάποτε ιδιοκτήτες, νομοθέτες, βασιλιάδες, δικαστές και δήμιοι.
Αλλά με την αύξηση του πληθυσμού, με την ανάπτυξη των αναγκών, με την πολυπλοκοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, η παρατεινόμενη συνέχιση ενός τέτοιου δεσποτισμού έγινε αδύνατη. Για την ίδια τους την ασφάλεια, οι εξουσιαστές, συχνά παρά τη θέλησή τους, αναγκάστηκαν να στηριχτούν πάνω σε μια προνομιούχα τάξη, δηλαδή, σ’ ένα ορισμένο αριθμό ατόμων με κοινά συμφέροντα κι υποχρεώθηκαν επίσης να επιτρέψουν σε καθένα απ’ αυτά τα άτομα να φροντίσει τη συντήρησή του. Μολοντούτο επιφύλαξαν για τον εαυτό τους τον ανώτερο ή τελικό έλεγχο. Με άλλα λόγια, οι εξουσιαστές επιφύλαξαν στον εαυτό τους το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται όλους, όπως τους βολεύει και έτσι να ικανοποιούν τη βασιλική τους ματαιοδοξία. Έτσι ο ιδιωτικός πλούτος αναπτύχθηκε κάτω απ’ τη σκιά της άρχουσας εξουσίας, για την προστασία της και – συχνά ασυνείδητα – σα συνεργός της. Η ιδιοκτητική τάξη εμφανίστηκε και, συγκεντρώνοντας λίγο-λίγο στα χέρια της όλα τα μέσα παραγωγής, τις ίδιες ακριβώς πηγές της ζωής – τη γεωργία, τη βιομηχανία και την ανταλλαγή – κατέληξε να γίνει εξουσία κι η ίδια. Αυτή η εξουσία, με την ανωτερότητα των μέσων δράσης της και τη μεγάλη μάζα των συμφερόντων που αγκαλιάζει, καταλήγει πάντα να υποτάσσει, περισσότερο ή λιγότερο φανερά, την πολιτική εξουσία, δηλαδή, την κυβέρνηση, την οποία κάνει χωροφύλακά της.
Αυτό το φαινόμενο έχει επαναληφθεί συχνά μέσα στην ιστορία. Κάθε φορά που, η φυσική ωμή βία, έχει επικρατήσει στην κοινωνία με στρατιωτική επιχείρηση, οι κατακτητές έχουν δείξει την τάση να συγκεντρώνουν στα χέρια τους την κυβέρνηση και την ιδιοκτησία. Επειδή όμως η κυβέρνηση δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να παρακολουθεί την παραγωγή του πλούτου και να ελέγχει και να διευθύνει τα πάντα, το βρίσκει απαραίτητο να συμβιβαστεί με μια ισχυρή τάξη κι έτσι καθιερώνεται ξανά η ατομική ιδιοκτησία. Μαζί μ’ αυτή εμφανίζεται κι η διάκριση των δυο ειδών εξουσίας, της εξουσίας των προσώπων που ελέγχουν τη συλλογική δύναμη της κοινωνίας κι εκείνης των ιδιοκτητών, απ’ τους οποίους εξαρτώνται βασικά οι κυβερνώντες, επειδή οι ιδιοκτήτες ελέγχουν τις πηγές της συλλογικής δύναμης που αναφέραμε παραπάνω.
Αυτή η κατάσταση πραγμάτων δεν έχει ποτέ οξυνθεί τόσο πολύ όσο στη σημερινή εποχή. Η ανάπτυξη της παραγωγής, η τεράστια επέκταση του εμπορίου, η φοβερή δύναμη που έχει αποκτήσει το χρήμα κι όλες οι οικονομικές συνέπειες που πηγάζουν απ’ την ανακάλυψη της Αμερικής, η εφεύρεση των μηχανών κλπ. έχουν εξασφαλίσει τέτοια υπεροχή στην καπιταλιστική τάξη, που δεν ικανοποιείται πια με το να ποντάρει στην υποστήριξη της κυβέρνησης κι έχει καταλήξει να επιθυμεί το σχηματισμό της κυβέρνησης μέσα από τους κόλπους της• μια κυβέρνηση, που ν’ αποτελείται από μέλη της τάξης της, να βρίσκεται συνεχώς κάτω απ’ τον έλεγχό της και να είναι ειδικά οργανωμένη για να την υπερασπίζει ενάντια στην πιθανή εκδίκηση των απόκληρων. Απ’ αυτό το γεγονός αντλεί την καταγωγή του το σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστημα.
Η κυβέρνηση σήμερα αποτελείται από ιδιοκτήτες ή από ανθρώπους της τάξης τους, που βρίσκονται τόσο ολοκληρωτικά κάτω από’ την επιρροή τους, ώστε οι πιο πλούσιοι να μην το θεωρούν απαραίτητο να πάρουν ένα ενεργό μέρος οι ίδιοι. Ο Ρότσιλντ, λογουχάρη, δε χρειάζεται να γίνει βουλευτής ή υπουργός, του αρκεί να κρατάει εξαρτημένους απ’ αυτόν βουλευτές και υπουργούς.
Σε πολλές χώρες, το προλεταριάτο συμμετέχει εικονικά στην εκλογή της κυβέρνησης• αυτή είναι μια παραχώρηση που έχει κάνει η μπουρζουαζία (δηλαδή, η ιδιοκτητική τάξη), είτε για να εξασφαλίσει με το μέρος της την λαϊκή υποστήριξη, στη διαμάχη της με τη βασιλική ή την αριστοκρατική εξουσία, ή για ν’ αποπροσανατολίσει την προσοχή του λαού απ’ την ίδια του την χειραφέτηση, δίνοντάς του ένα φαινομενικό μερίδιο στην πολιτική εξουσία. Ανεξάρτητα όμως απ’ το αν το πρόβλεψε η μπουρζουαζία ή όχι, όταν παραχώρησε για πρώτη φορά στο λαό το δικαίωμα της ψήφου, το γεγονός είναι ότι το δικαίωμα αυτό έχει αποδειχθεί στην πραγματικότητα μια απάτη, που χρησιμεύει μόνο για την εδραίωση της εξουσίας της αστικής τάξης, ενώ δίνει στα πιο ενεργητικά στοιχεία του προλεταριάτου μόνο τη χιμαιρική ελπίδα της προσέγγισης στην εξουσία.
Το ίδιο συμβαίνει και με την καθολική ψηφοφορία – θα μπορούσαμε να πούμε, ιδιαίτερα στην καθολική ψηφοφορία – η κυβέρνηση έχει παραμείνει ο υπηρέτης κι ο χωροφύλακας της αστικής τάξης. Πώς θα μπορούσε να ’ναι διαφορετικά; Αν η κυβέρνηση μπορούσε να φτάσει στο σημείο να γίνει αντιπαθητική, αν η ελπίδα της δημοκρατίας δεν μπορούσε να είναι ποτέ τίποτα παραπάνω από μια αυταπάτη που εξαπατούσε το λαό, η ιδιοκτητική τάξη, νοιώθοντας ότι απειλούνται τα συμφέροντά της, θα επαναστατούσε αμέσως και θα χρησιμοποιούσε όλη τη δύναμη και την επιρροή, που προέρχεται απ’ την κατοχή του πλούτου, για να υποβιβάσει την κυβέρνηση στην απλή λειτουργία να ενεργεί σα χωροφύλακας.
Σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, όποιο όνομα κι αν παίρνει η κυβέρνηση, όποια κι αν είναι η καταγωγή της, ή, η οργάνωσή της, η βασική της λειτουργία είναι πάντα να καταπιέζει και να εκμεταλλεύεται τις μάζες και να υπερασπίζει τους καταπιεστές και τους εκμεταλλευτές. Τα βασικά της χαρακτηριστικά κι αναπόσπαστα όργανα είναι ο χωροφύλακας κι ο φοροεισπράκτορας, ο στρατιώτης κι η φυλακή. Και σ’ αυτά προσθέτονται αναγκαστικά ο παπάς ή ο δάσκαλος, που προστατεύονται κι υποστηρίζονται απ’ την κυβέρνηση, για να καταστήσουν το πνεύμα των ανθρώπων δουλικό και να τους κάνουν πειθήνιους κάτω απ’ το ζυγό.
Βέβαια, πρόσθετα σ’ αυτή την πρωταρχική δουλειά, σ’ αυτό το βασικό τομέα της κυβερνητικής δράσης, έχουν προστεθεί με τον καιρό και άλλοι τομείς. Παραδεχόμαστε ακόμα ότι ποτέ ή σχεδόν ποτέ, δεν μπόρεσε να υπάρξει μια κυβέρνηση σε μια χώρα, που να ήταν εντελώς πολιτισμένη, δίχως να προσθέσει στις καταπιεστικές κι εκμεταλλευτικές της λειτουργίες κι άλλες χρήσιμες και αναπόσπαστες απ’ την κοινωνική ζωή. Αλλ’ αυτό το γεγονός δεν κάνει λιγότερο αληθινό το ότι η κυβέρνηση είναι, απ’ τη φύση της, ένα μέσο εκμετάλλευσης κι ότι η καταγωγή κι η θέση της την οδηγούν μοιραία στο να γίνει υπερασπιστής μιας άρχουσας τάξης, επιβεβαιώνοντας έτσι κι αυξάνοντας τα κακά της κυριαρχίας.
Η κυβέρνηση αναλαμβάνει το καθήκον να προστατεύσει, περισσότερο ή λιγότερο άγρυπνα, τη ζωή των πολιτών ενάντια σε άμεσες κι ωμές επιθέσεις, αναγνωρίζει και νομιμοποιεί έναν ορισμένο αριθμό δικαιωμάτων και πρωτόγονων συνηθειών κι εθίμων, δίχως τα οποία είναι αδύνατο να ζήσεις μέσα στην κοινωνία. Οργανώνει και διευθύνει ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες, όπως το ταχυδρομείο, η συντήρηση κι η κατασκευή δρόμων, η φροντίδα της δημόσιας υγείας, φιλανθρωπικά ιδρύματα, εργατικές κατοικίες κλπ. και ποζάρει σαν προστάτης και ευεργέτης των φτωχών και των αδύνατων. Αλλά για ν’ αποδείξουμε την άποψή μας είναι αρκετό να παρατηρήσουμε πώς και γιατί εκπληρώνει αυτά τα καθήκοντα. Το γεγονός είναι πως ό,τι αναλαμβάνει η κυβέρνηση, εμπνέεται πάντα απ’ το πνεύμα της κυριαρχίας κι έχει την πρόθεση να υπερασπίσει, να επεκτείνει και να διαιωνίσει τα προνόμια της ιδιοκτησίας κι εκείνων των τάξεων, των οποίων η κυβέρνηση είναι ο αντιπρόσωπος κι ο υπερασπιστής.
Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να κυβερνήσει για ένα οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, δίχως να κρύψει την αληθινή της φύση πίσω απ’ το πρόσχημα της γενικής ωφέλειας. Δεν μπορεί να σεβαστεί τη ζωή των προνομιούχων, δίχως να προσποιηθεί ότι επιθυμεί να σεβαστεί τη ζωή όλων. Δεν μπορεί να κάνει να γίνουν ανεκτά τα προνόμια μερικών, δίχως να εμφανιστεί σαν υπερασπιστής των δικαιωμάτων όλων. «Ο νόμος» (και, φυσικά, αυτοί που έχουν κάνει το νόμο, δηλαδή, η κυβέρνηση) «έχει εκμεταλλευτεί», λέει ο Κροπότκιν, «τα κοινωνικά αισθήματα του ανθρώπου, ενσωματώνοντας σ’ αυτά εκείνες τις επιταγές της ηθικής, που έχει αποδεχτεί ο άνθρωπος, μαζί με ρυθμίσεις που είναι ωφέλιμες για τη μειονότητα – τους εκμεταλλευτές – κι αντίθετες με τα συμφέροντα εκείνων που μπορεί να εξεγέρθηκαν, γι’ αυτό δεν αποτελεί δείγμα ηθικής θεμελίωσης».
Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να επιθυμεί την καταστροφή της κοινότητας, γιατί τότε αυτή και η άρχουσα τάξη δεν θα μπορέσουν να διεκδικήσουν τον πλούτο τους, που προέρχεται απ’ την εκμετάλλευση• ούτε θα μπορούσε ν’ αφήσει την κοινότητα να διευθύνει μόνη της τις δικές της υποθέσεις, γιατί τότε οι άνθρωποι θ’ ανακάλυπταν σύντομα πως αυτή (η κυβέρνηση) δεν χρειαζόταν για κανένα άλλο σκοπό, παρά μόνο για να υπερασπίζει την ιδιοκτητική τάξη που τους απομυζάει και δε θα δίσταζαν ν’ απαλλαγούν τόσο απ’ την κυβέρνηση όσο κι απ’ την ιδιοκτητική τάξη.
Σήμερα, μπροστά στα επίμονα κι απειλητικά αιτήματα του προλεταριάτου, οι κυβερνήσεις δείχνουν μια τάση επέμβασης στις σχέσεις ανάμεσα σε εργοδότες κι εργαζόμενους. Έτσι προσπαθούν να εγκλωβίσουν το εργατικό κίνημα και να αναχαιτίσουν με απατηλές μεταρρυθμίσεις τις απόπειρες των φτωχών να πάρουν ό,τι τους ανήκει, δηλαδή, ένα ίσο μερίδιο των ωραίων πραγμάτων της ζωής, που απολαμβάνουν άλλοι.
Θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι απ’ τη μια μεριά οι αστοί, δηλαδή, η ιδιοκτητική τάξη, πολεμούν μεταξύ τους και καταστρέφουν συνεχώς ο ένας τον άλλο κι απ’ την άλλη, ότι η κυβέρνηση, παρόλο που αποτελείται από αστούς κι ενεργεί σαν υπερασπιστής κι υπηρέτης τους, εξακολουθεί να προσπαθεί, όπως κάθε υπηρέτης κι υπερασπιστής, να χειραφετηθεί και να κυριαρχήσει πάνω στους υπηκόους της. Έτσι αυτό το παλινδρομικό παιχνίδι, αυτή η ταλάντευση ανάμεσα στην παραχώρηση και την αποχώρηση, αυτή η αναζήτηση συμμάχων ανάμεσα στο λαό κι ενάντια στις τάξεις κι ανάμεσα στις τάξεις κι ενάντια στις μάζες, συνθέτει την επιστήμη των κυβερνώντων και τυφλώνει τους αφελείς και τους φλεγματικούς, που περιμένουν πάντα να τους έρθει η σωτηρία από πάνω.
Μ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση δε αλλάζει τη φύση της. Αν ενεργεί σα ρυθμιστής ή εγγυητής των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του καθένα, διαστρέφει το αίσθημα δικαιοσύνης. Δικαιώνει το άδικο και τιμωρεί κάθε ενέργεια που προσβάλει ή απειλεί τα συμφέροντα των κυβερνώντων και των ιδιοκτητών. Κηρύσσει δίκαιη και νόμιμη, την πιο απάνθρωπη εκμετάλλευση των εξαθλιωμένων, πράγμα που σημαίνει ένα αργό και συνεχές υλικό και ηθικό έγκλημα, το οποίο διαπράττεται από κείνους που έχουν πάνω σε κείνους που δεν έχουν. Ξανά, αν διευθύνει τις δημόσιες υπηρεσίες, προασπίζει πάντα τα συμφέροντα των κυβερνώντων και των ιδιοκτητών, χωρίς να ασχολείται με τα συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών, παρά μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο για να κάνουν τις μάζες να επωμιστούν πρόθυμα τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Αν διαφωτίζει, εμποδίζει και ευνουχίζει την αλήθεια και έχει την τάση να προετοιμάζει τα μυαλά και τις καρδιές των νέων για να γίνουν, είτε σκληροί τύραννοι, ή πειθήνιοι δούλοι, σύμφωνα με την τάξη στην οποία ανήκουν. Στα χέρια της κυβέρνησης γίνονται όλα ένα μέσο εκμετάλλευσης, όλα χρησιμεύουν σαν ένα αστυνομικό μέτρο, που είναι χρήσιμο για να κρατάει τους ανθρώπους κάτω από έλεγχο. Κι έτσι πρέπει να ’ναι. Αν η ζωή των ανθρώπων συνίσταται σε μια διαμάχη μεταξύ τους, είναι φυσικό ότι πρέπει να υπάρχουν κατακτητές και κατακτημένοι κι η κυβέρνηση, που αποτελεί το μέσο εξασφάλισης στους νικητές των αποτελεσμάτων της νίκης τους και διαιώνισης αυτών των αποτελεσμάτων, είναι βέβαιο ότι δε θα πέσει ποτέ στα χέρια εκείνων που έχουν ηττηθεί, είτε πρόκειται για μάχη που διεξήχθηκε στο πεδίο της φυσικής ή πνευματικής δύναμης, ή στο πεδίο της οικονομίας. Κι εκείνοι που πολέμησαν για να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους καλύτερες συνθήκες απ’ ό,τι μπορούν να έχουν οι άλλοι, για να κερδίζουν προνόμια και να προσθέσουν κυριαρχία στην εξουσία κι έχουν κερδίσει τη νίκη, είναι βέβαιο πως δε θα τη χρησιμοποιήσουν για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των νικημένων και να βάλουν όρια στη δική τους εξουσία και σ’ εκείνη των φίλων και των οπαδών τους.
Η κυβέρνηση – ή το Κράτος, αν θέλετε – σα δικαστής, διαιτητής του κοινωνικού ανταγωνισμού, αμερόληπτος διαχειριστής των δημοσίων συμφερόντων, αποτελεί ένα ψέμα, μια αυταπάτη, μια Ουτοπία, που ποτέ δεν υλοποιήθηκε και δεν μπορεί ποτέ να υλοποιηθεί. Αν στην πραγματικότητα τα συμφέροντα των ανθρώπων πρέπει να είναι πάντα ανταγωνιστικά, αν, όντως η διαμάχη μεταξύ των ανθρώπων έχει κάνει τους νόμους απαραίτητους για την ανθρώπινη κοινωνία κι η ελευθερία του ατόμου πρέπει να περιορίζεται απ’ την ελευθερία άλλων ατόμων, τότε ο καθένας θα επιδίωκε πάντα να κάνει τα συμφέροντά του να θριαμβεύσουν πάνω στα συμφέροντα των άλλων. Ο καθένας θα προσπαθούσε να επεκτείνει την ελευθερία του σε βάρος της ελευθερίας των άλλων και θα δημιουργούνταν μια κυβέρνηση. Όχι απλώς, επειδή θα ήταν περισσότερο ή λιγότερο ωφέλιμο για το σύνολο των μελών της κοινωνίας να έχουν μια κυβέρνηση, αλλά επειδή οι κατακτητές θα επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους τούς καρπούς της νίκης. Θα επιθυμούσαν ουσιαστικά να υποτάξουν τους νικημένους και ν’ απαλλαγούν απ’ τη σκοτούρα να βρίσκονται πάντα σε αμυντική θέση και θα διόριζαν ανθρώπους, ειδικά προσαρμοσμένους σ’ αυτή τη δουλειά, να ενεργούν σαν αστυνομία. Αν πραγματικά συνέβαινε αυτό, τότε η ανθρωπότητα θα ’ταν καταδικασμένη να εξαφανιστεί, ανάμεσα σε περιοδικούς αγώνες μεταξύ της τυραννίας των εξουσιαστών και της εξέγερσης των υπόδουλων.
Αλλά ευτυχώς το μέλλον της ανθρωπότητας είναι πιο ρόδινο, γιατί ο νόμος που την κυβερνάει είναι πιο ήπιος.
Ο άνθρωπος έχει δυο θεμελιακά χαρακτηριστικά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του, δίχως το οποίο δε θα μπορούσε να υπάρξει κανένα ον και το ένστικτο της διατήρησης του είδους του, δίχως το οποίο δε θα είχε εξελιχθεί ή συνεχίσει να ζει κανένα είδος. Ο άνθρωπος ωθείται απ’ τη φύση του να υπερασπίσει από κάθε κίνδυνο την ίδια του την ύπαρξη κι ευημερία καθώς κι εκείνη των παιδιών του. Τα ζωντανά όντα βρίσκουν στη φύση δυο τρόπους για να εξασφαλίσουν την ύπαρξή τους και να την κάνουν πιο ευχάριστη. Ο ένας βρίσκεται στην πάλη του ατόμου με τα φυσικά στοιχεία και με άλλα άτομα του ίδιου ή διαφορετικού είδους• ο άλλος βρίσκεται στην αμοιβαία υποστήριξη, ή συνεργασία, που μπορεί ίσως επίσης να περιγραφεί σαν ένωση για αγώνα ενάντια σ’ όλους τους φυσικούς παράγοντες, που είναι καταστροφικοί για την ύπαρξη, ή για την ανάπτυξη και την ευημερία των μελών.
Δεν χρειάζεται να ερευνήσουμε ποιούς αντίστοιχους ρόλους, στην ανάπτυξη του οργανικού κόσμου, παίρνουν αυτές οι δυο αρχές του ανταγωνισμού και της συνεργασίας.
Είναι αρκετό να παρατηρήσουμε πως η συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων (είτε είναι επιβεβλημένη, είτε εθελοντική) έχει γίνει το μόνο μέσο προόδου, βελτίωσης ή εγγύησης της ασφάλειας και πως ο ανταγωνισμός – κατάλοιπο μιας προηγούμενης φάσης της ζωής – έχει γίνει ολότελα ακατάλληλος σα μέσο εξασφάλισης της ευημερίας των ατόμων και δημιουργεί, αντίθετα, πληγές σε όλους, τόσο στους κατακτητές όσο και στους κατακτημένους.
Η συσσωρευμένη και μεταβιβασμένη εμπειρία διαδοχικών γενιών, έχει διδάξει τον άνθρωπο ότι αν ενωθεί με άλλους ανθρώπους εξασφαλίζεται καλύτερα η συντήρηση κι αυξάνεται η ευημερία του. Έτσι μέσα απ’ τον αγώνα για την επιβίωση, που διεξάγεται ενάντια στη φύση που τους περιβάλει κι ενάντια σε άτομα του δικού τους είδους, έχει αναπτυχθεί στους ανθρώπους το κοινωνικό ένστικτο κι έχει μεταμορφώσει ολοκληρωτικά τις συνθήκες της ζωής τους. Διαμέσου της συνεργασίας, ο άνθρωπος μπόρεσε να βγει απ’ τη ζωικότητα, έχει αποκτήσει μεγάλη δύναμη κι έχει ξεπεράσει τόσο πολύ τα άλλα ζώα, ώστε οι μεταφυσικοί φιλόσοφοι να πιστέψουν πως ήταν απαραίτητο να εφεύρουν γι’ αυτόν μια άυλη κι αθάνατη ψυχή.
Πολλές συνακόλουθες αιτίες έχουν συνεισφέρει στο σχηματισμό αυτού του κοινωνικού ενστίκτου που, ξεκινώντας απ’ τη ζωική βάση του ενστίκτου για τη διατήρηση του είδους, έχει τώρα γίνει τόσο διαδομένο και τόσο έντονο, ώστε συνιστά το βασικό στοιχείο της ηθικής φύσης του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος, όμως, που έχει εξελιχθεί από κατώτερους ζωικούς τύπους, ήταν ένα σωματικά αδύναμο ον, δίχως όπλα για να παλέψει ενάντια στα σαρκοβόρα θηρία. Αλλά διέθετε έναν εγκέφαλο, που μπορούσε ν’ αναπτυχθεί πολύ κι ένα φωνητικό όργανο, ικανό να εκφράσει τις διάφορες εγκεφαλικές δονήσεις, διαμέσου διαφόρων ήχων και χέρια προσαρμοσμένα ώστε να δώσουν στην ύλη την επιθυμητή μορφή. Θα πρέπει να αισθάνθηκε πολύ σύντομα την ανάγκη και τα πλεονεκτήματα της ένωσης με τους συνανθρώπους του. Όντως, μπορεί ακόμα και να ειπωθεί ότι μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τη ζωικότητα, μόνον όταν έγινε κοινωνικός κι απόκτησε τη χρήση της γλώσσας, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια και δυνητικό παράγοντα της κοινωνικοποίησης.
Ο σχετικά μικρός αριθμός των ανθρώπινων ειδών έκανε τον αγώνα για την επιβίωση ανάμεσα σε ανθρώπους, ακόμα και πέρα απ’ τα όρια της ένωσης, λιγότερο οξύ, λιγότερο συνεχή και λιγότερο απαραίτητο. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να έχει ευνοήσει πολύ την ανάπτυξη αισθημάτων συμπάθειας κι έχει προσφέρει τα χρονικά περιθώρια για την ανακάλυψη και αξιολόγηση της ωφελιμότητας της αμοιβαίας υποστήριξης. Κοντολογίς, η κοινωνική ζωή έγινε η απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξης του ανθρώπου, σα συνέπεια της ικανότητάς του να τροποποιεί το εξωτερικό του περιβάλλον και να το προσαρμόζει σύμφωνα με τις ανάγκες του, με την εξάσκηση των αρχέγονων δυνάμεών του, σε συνεργασία μ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό συνεργατών. Οι επιθυμίες του έχουν γίνει ανάγκες. Κι ο καταμερισμός της εργασίας γεννήθηκε απ’ τη μεθοδική χρησιμοποίηση της φύσης απ’ τον άνθρωπο, για λογαριασμό του. Επομένως, όπως εξελίχτηκε τώρα, ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να ζήσει χωριστά απ’ τους συνανθρώπους του, δίχως να ξαναπέσει σε μια ζωώδη κατάσταση. Διαμέσου των εκλεπτυσμού της αισθαντικότητας, με τον πολλαπλασιασμό των κοινωνικών σχέσεων και διαμέσου της συνήθειας, που επισφράγισε το είδος με κληρονομική μεταβίβαση χιλιάδων χρόνων, αυτή η ανάγκη για κοινωνική ζωή, αυτή η ανταλλαγή σκέψεων και στοργής ανάμεσα στους ανθρώπους, έγινε απαραίτητη για τον οργανισμό μας. Μεταμορφώθηκε σε συμπάθεια, φιλία κι αγάπη κι επιβιώνει ανεξάρτητα απ’ τα υλικά πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει η ένωση. Τόσο πολύ ισχύει αυτό, ώστε ο άνθρωπος αντιμετωπίζει συχνά κάθε λογής βάσανα κι ακόμα και το θάνατο, για την ικανοποίηση αυτών των αισθημάτων.
Το γεγονός είναι ότι στον αγώνα για την επιβίωση ανάμεσα στους ανθρώπους, αποδόθηκε ένας ολότελα διαφορετικός χαρακτήρας, από εκείνον που έχει η διαμάχη μεταξύ των κατώτερων ζώων, εξαιτίας των τεράστιων πλεονεκτημάτων που προσφέρει στον άνθρωπο η ένωση, των δυνατοτήτων του να ενωθεί μ’ ένα ολοένα αυξανόμενο αριθμό ατόμων και να υπεισέρθει σε ολοένα πιο στενές και πολύπλοκες σχέσεις, ως ότου φθάσει στην ένωση με όλη την ανθρωπότητα και τέλος, πιο πολύ απ’ όλα ίσως, απ’ την ικανότητά του να παράγει, εργαζόμενος σε συνεργασία με άλλους, περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται για να ζήσει. Είναι φανερό ότι αυτές οι αιτίες, μαζί με τα αισθήματα στοργής που πηγάζουν απ’ αυτές, θα πρέπει να δίνουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πάλη για την επιβίωση ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα.
Παρόλο που οι ερευνητές σύγχρονων φυσιογνωστών μας φέρνουν καθημερινά νέες αποδείξεις, πως η συνεργασία έχει παίξει κι εξακολουθεί να παίζει, τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στην ανάπτυξη του οργανικού κόσμου, η διαφορά ανάμεσα στην ανθρώπινη πάλη για επιβίωση και σ’ εκείνη των κατώτερων ζωών είναι τρομακτική. Στην πραγματικότητα είναι ανάλογη με την απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο απ’ τα άλλα ζώα. Κι αυτό επαληθεύτηκε παρόλα αυτά απ’ αυτή τη θεωρία του Χάξλεϋ, που η αστική τάξη έχει εξαντλήσει ολότελα, μη υποπτευόμενη το βαθμό στον οποίο η αμοιβαία συνεργασία έχει βοηθήσει την ανάπτυξη των κατώτερων ζωών.
Τα κατώτερα ζώα πολεμούν είτε ατομικά, ή, πιο συχνά, σε μικρές μόνιμες ή προσωρινές ομάδες ενάντια σ’ ολόκληρη τη φύση, συμπεριλαμβανομένων σ’ αυτή κι άλλων ζώων του δικού τους είδους. Μερικά απ’ τα πιο κοινωνικά ζώα, όπως τα μυρμήγκια, οι μέλισσες κλπ. ενώνονται μαζί στην ίδια μυρμηγκοφωλιά ή κυψέλη, αλλά βρίσκονται σε πόλεμο ή παραμένουν αδιάφορα, απέναντι σε άλλες κοινότητες του δικού τους είδους. Η ανθρώπινη πάλη με τη φύση, αντίθετα, τείνει πάντα να διευρύνει την ένωση των ανθρώπων, να ενοποιεί τα συμφέροντά τους και ν’ αναπτύσσει τα αισθήματα στοργής κάθε ατόμου προς όλα τα άλλα, έτσι ώστε ενωμένα να μπορούν να κυριαρχήσουν πάνω στους κινδύνους της εξωτερικής φύσης, με την ανθρωπότητα και υπέρ αυτής.
Κάθε αγώνας που κατευθύνεται προς την απόκτηση πλεονεκτημάτων, ανεξάρτητα απ’ τους άλλους ανθρώπους και σε αντίθεση μ’ αυτούς, έρχεται σε αντίφαση με την κοινωνική φύση του σύγχρονου ανθρώπου και τείνει να την οδηγήσεις πίσω σε μια πιο ζωώδη κατάσταση.
Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ  δηλαδή, η αρμονία των συμφερόντων και των αισθημάτων, η συμμετοχή του καθένα στο καλό όλων, κι όλων στο καλό του καθένα, είναι η μόνη κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να ’ναι πιστός απέναντι στη φύση του και να φθάνει στην ανώτερη ανάπτυξη και ευτυχία. Αυτός είναι ο σκοπός προς τον οποίο τείνει η ανθρώπινη ανάπτυξη. Είναι ο μόνος μεγάλος κανόνας, που είναι ικανός να συμβιβάσει όλους τους τωρινούς ανταγωνισμούς στην κοινωνία, που θα ήταν διαφορετικά ασυμβίβαστοι. Κάνει την ελευθερία του καθένα να βρει όχι τα όριά της, αλλά το συμπλήρωμά της, την απαραίτητη προϋπόθεση της συνεχούς ύπαρξής της – στην ελευθερία όλων.
«Κανένας άνθρωπος», λέει ο Μιχαήλ Μπακούνιν, «δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει τη δική του ανθρώπινη αξία ή να πραγματοποιήσει συνακόλουθα την πλήρη του ανάπτυξη, αν δεν αναγνωρίσει την αξία των συνανθρώπων του και, σε συνεργασία μ’ αυτούς, δεν πραγματοποιήσει τη δική του ανάπτυξη διαμέσου αυτών. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να χειραφετηθεί, αν δεν χειραφετεί ταυτόχρονα εκείνους που βρίσκονται γύρω του. Η ελευθερία μου είναι η ελευθερία όλων, γιατί δεν είμαι πραγματικά ελεύθερος – ελεύθερος όχι μόνο στη σκέψη αλλά και στην πράξη – αν η ελευθερία μου και το δικαίωμά μου δε βρίσκουν την επιβεβαίωση και την επικύρωσή τους στην ελευθερία και το δικαίωμα όλων των ανθρώπων, που είναι ίσοι με μένα. Μ’ ενδιαφέρει πολύ τί είναι οι άλλοι άνθρωποι, γιατί όσο ανεξάρτητος κι αν μπορεί να φαίνομαι, ή μπορεί να πιστεύω πως είμαι, χάρη στην κοινωνική μου θέση, είτε είμαι Πάπας, Τσάρος, Αυτοκράτορας ή Πρωθυπουργός, είμαι πάντα το προϊόν εκείνων που είναι οι κατώτεροι ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν αυτοί είναι αδαείς, εξαθλιωμένοι ή υποδουλωμένοι, η ύπαρξή μου περιορίζεται απ’ την άγνοια, την εξαθλίωση ή την υποδούλωσή τους. Εγώ, παρόλο που είμαι έξυπνος και φωτισμένος άνθρωπος, αποβλακώνομαι απ’ την ηλιθιότητά τους• παρόλο που είμαι γενναίος, υποδουλώνομαι απ’ την υποδούλωσή τους• παρόλο που είμαι πλούσιος, τρέμω μπροστά στην φτώχεια τους• παρόλο που είμαι προνομιούχος, χλωμιάζω στη σκέψη της πιθανής δικαιοσύνης γι’ αυτούς. Εγώ, που επιθυμώ να είμαι ελεύθερος, δεν μπορώ να είμαι, γιατί υπάρχουν γύρω μου άνθρωποι που δεν επιθυμούν ακόμα την ελευθερία και το ότι δεν την επιθυμούν, γίνεται, παρά τη θέλησή μου, το όργανο της καταπίεσής μου».
Η αλληλεγγύη τότε αποτελεί την κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος πετυχαίνει τον ανώτερο βαθμό ασφάλειας κι ευημερίας. Επομένως, ο ίδιος ο εγωισμός, η αποκλειστική επιδίωξη των ατομικών συμφερόντων, ωθεί τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία προς την κατεύθυνση της αλληλεγγύης. Ή μάλλον ο εγωισμός κι ο αλτρουισμός (η επιδίωξη των συμφερόντων των άλλων) ενώνονται σ’ αυτό το αίσθημα, καθώς το συμφέρον του ατόμου ταυτίζεται με τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Ο άνθρωπος, όμως, δεν μπορούσε να περάσει αμέσως απ’ τη ζωώδη κατάσταση στην ανθρωπότητα• απ’ την ωμή διαμάχη μεταξύ ανθρώπων, στο συλλογικό αγώνα όλων των ανθρώπων, ενωμένων σε μια αδελφότητα αλληλοβοήθειας ενάντια στην εξωτερική φύση.
Οδηγούμενος απ’ τα πλεονεκτήματα που προσφέρουν η ένωση κι ο συνακόλουθος καταμερισμός της εργασίας, ο άνθρωπος εξελίχθηκε προς την κατεύθυνση της αλληλεγγύης, αλλά η εξέλιξή του αντιμετώπισε ένα εμπόδιο που τον οδήγησε κι εξακολουθεί να τον οδηγεί, μακριά απ’ το σκοπό του. Ανακάλυψε ότι μπορούσε να υλοποιήσει τα πλεονεκτήματα της ένωσης, τουλάχιστον ως ένα ορισμένο σημείο και για τις υλικές και πρωτόγονες ανάγκες που αποτελούσαν τότε όλες του τις ανάγκες, υποτάσσοντας σ’ αυτόν άλλους ανθρώπους, αντί να ενωθεί μαζί τους κάτω από ίσους όρους. Έτσι τα θηριώδη κι αντικοινωνικά ένστικτα, που κληρονομήθηκαν απ’ την κτηνώδη του καταγωγή, κατέβαλαν ξανά την πρωτοκαθεδρία. Ανάγκασε τον πιο αδύναμο να δουλεύει γι’ αυτόν, προτιμώντας να εξουσιάζει μάλλον τους συνανθρώπους του παρά α ενώνεται αδελφικά μαζί τους. Επίσης, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι πιθανό ότι ο άνθρωπος έμαθε για πρώτη φορά τα πλεονεκτήματα της ένωσης και τη βοήθεια που μπορεί να παρασχεθεί απ’ την αμοιβαία υποστήριξη, εκμεταλλευόμενος τους κατακτημένους.
Έτσι έχει προκύψει το ότι η επιβεβαίωση της ωφελιμότητας της συνεργασίας, που έπρεπε να οδηγήσει στο θρίαμβο της αλληλεγγύης σ’ όλα τα ανθρώπινα μελήματα, χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος της ατομικής ιδιοκτησίας και της κυβέρνησης• με άλλα λόγια, στην εκμετάλλευση της εργασίας των πολλών, για χάρη της προνομιούχας μειοψηφίας.
Πάντοτε υπήρχε ένωση και συνεργασία, δίχως τις οποίες θα ’ταν αδύνατη η ανθρώπινη ζωή• αλλά υπήρξε συνεργασία που επιβλήθηκε και ρυθμίστηκε από τους λίγους για το δικό τους ιδιαίτερο συμφέρον.
Απ’ αυτό το γεγονός προκύπτει μια μεγάλη αντίφαση, απ’ την οποία είναι γεμάτη η ιστορία της ανθρωπότητας. Απ’ τη μια μεριά, ανακαλύπτουμε την τάση για ένωση κι αδελφοποίηση, με σκοπό την κατάκτηση και την προσαρμογή του εξωτερικού κόσμου στις ανθρώπινες ανάγκες και για την ικανοποίηση των ανθρώπινων συναισθημάτων• απ’ την άλλη μεριά, ανακαλύπτουμε την τάση για διαίρεση σε τόσες πολλές ξεχωριστές κι εχθρικές φατρίες, όσο διαφορετικές είναι οι συνθήκες ζωής. Αυτές οι φατρίες καθορίζονται, λογουχάρη, απ’ τις γεωγραφικές κι εθνολογικές συνθήκες, από διαφορές της οικονομικής τους θέσης, από προνόμια που αποκτήθηκαν από μερικούς και επιδιώκονταν από άλλους, ή απ’ την αντοχή στη δυστυχία, με την πάντα ξαναεμφανιζόμενη επιθυμία για εξέγερση.
Η αρχή του ο καθένας για τον εαυτό του, δηλαδή, του πολέμου όλων ενάντια σε όλους, κατέληξε με την πορεία του χρόνου να κάνει πιο περίπλοκο, να παρασύρει και να παραλύσει, τον πόλεμο όλων ενάντια στη φύση, για το κοινό όφελος της ανθρώπινης φυλής, ο οποίος μπορούσε να ’ναι απόλυτα πετυχημένος μόνον αν η δράση διεξαγόταν με βάση την αρχή του όλοι για τον καθένα κι ο καθένας για όλους.
Μεγάλα υπήρξαν τα κακά που υπόφερε η ανθρωπότητα απ’ αυτή την ανάμιξη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης με την ανθρώπινη ένωση. Αλλά παρά την βάναυση καταπίεση στην οποία υποτάχθηκαν οι μάζες, τη μιζέρια, τη φαυλότητα, το έγκλημα και τον εξευτελισμό που γεννάνε η καταπίεση και η υποδούλωση ανάμεσα στους δούλους και τ’ αφεντικά τους και παρά τα μίση, τους εξοντωτικούς πολέμους και τους ανταγωνισμούς των τεχνητά δημιουργημένων συμφερόντων, το κοινωνικό ένστικτο επιβίωσε κι ακόμα αναπτύχθηκε. Η συνεργασία, όντας πάντα η απαραίτητη προϋπόθεση για μια πετυχημένη μάχη ενάντια στην εξωτερική φύση, υπήρξε γι’ αυτό το λόγο η μόνιμη αιτία της συνένωσης των ανθρώπων και συνακόλουθα της ανάπτυξης των αισθημάτων συμπαθείας. Ακόμα κι η καταπίεση των μαζών έχει προκαλέσει την αδελφοποίηση των καταπιεζομένων. Πραγματικά, αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτό το αίσθημα αλληλεγγύης, που είναι περισσότερο ή λιγότερο συνειδητό και περισσότερο ή λιγότερο διάχυτο ανάμεσα στους καταπιεζόμενους, οφείλεται το ότι οι τελευταίοι μπόρεσαν να υπομείνουν την καταπίεση και ν’ αντισταθούν στις αιτίες του θανάτου μέσα στους κόλπους τους.
Στη σημερινή εποχή, η τεράστια ανάπτυξη της παραγωγής, η αύξηση των ανθρώπινων αναγκών, που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο με τις ενωμένες προσπάθειες ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε όλες τις χώρες, η επέκταση τω μέσων επικοινωνίας, των ταξιδιωτικών συνηθειών, της επιστήμης, της λογοτεχνίας, του εμπορίου, ακόμα και το ίδιου του πολέμου – όλα αυτά έχουν μετατρέψει την ανθρωπότητα κι εξακολουθούν να τη μετατρέπουν σ’ ένα σύνθετο σώμα, κάθε τμήμα του οποίου είναι στενά συνυφασμένο με τα άλλα και μπορεί να βρει την ικανοποίηση και την ελευθερία του μόνον με την ανάπτυξη κι υγεία όλων των άλλων τμημάτων που σχηματίζουν το σύνολο.
Ο κάτοικος της Νεάπολης ενδιαφέρεται εξίσου για την βελτίωση των συνθηκών υγιεινής των ανθρώπων που ζούνε στις όχθες του Γάγκη, απ’ όπου τού έρχεται η χολέρα, όσο και για τη βελτίωση του αποχετευτικού συστήματος της ίδιας του της πόλης. Η ευημερία, η ελευθερία ή η τύχη του βουνήσιου, που ζει χαμένος ανάμεσα στους κατακόρυφους γκρεμούς των Απεννίνων, δεν εξαρτάται μόνο απ’ την κατάσταση της ευημερίας ή ακόμα κι απ’ την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούνε οι κάτοικοι του χωριού του ή ακόμα απ’ τη γενικότερη κατάσταση του Ιταλικού λαού, αλλά επίσης κι απ’ την κατάσταση των εργατών στην Αμερική ή στη Αυστραλία, απ’ την ανακάλυψη ενός Σουηδού επιστήμονα, απ’ τις ηθικές κι υλικές συνθήκες των Κινέζων, απ’ τον πόλεμο ή την ειρήνη στην Αφρική, κοντολογίς, εξαρτάται απ’ όλες τις μεγάλες και μικρές περιστάσεις που επηρεάζουν την ανθρώπινη ζωή σ’ οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.
Στη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας, η μεγάλη αλληλεγγύη, που ενώνει όλους τους ανθρώπους, είναι σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητη, αφού ξεπροβάλει αυθόρμητα μέσα απ’ την διένεξη ιδιαίτερων συμφερόντων, ενώ οι άνθρωποι ασχολούνται λίγο ή καθόλου με τα γενικά συμφέροντα. Κι αυτό αποτελεί την πιο κατάφωρη απόδειξη πως η αλληλεγγύη είναι ο φυσικός νόμος της ανθρώπινης ζωής, που επιβάλλεται, παρά την ύπαρξη οποιουδήποτε εμποδίου, ακόμα κι εκείνων που δημιουργούνται τεχνητά απ’ την κοινωνία με τη σημερινή της σύνθεση.
Απ’ την άλλη μεριά, οι καταπιεζόμενες μάζες, που ποτέ δεν παραδόθηκαν ολοκληρωτικά στην καταπίεση και την εξαθλίωση και που καθημερινά, όλο και πιο πολύ, φαίνονται να κατέχονται από πάθος για τη δικαιοσύνη, ελευθερία κι ευημερία, αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι μπορούν να χειραφετηθούν μόνον αν ενωθούν αλληλέγγυα με όλους τους καταπιεζόμενους κι εκμεταλλευόμενους όλου του κόσμου. Και καταλαβαίνουν επίσης ότι η αναπόσπαστη προϋπόθεση της χειραφέτησής τους είναι η κατοχή των παραγωγικών μέσων, της γης και των εργαλείων της εργασίας, που συνεπάγεται την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Η επιστήμη και η παρατήρηση των κοινωνικών φαινομένων δείχνουν ότι αυτή η κατάργηση θα ήταν, τελικά, φοβερά ωφέλιμη ακόμα και για τις προνομιούχες τάξεις, αρκεί μόνο να μπορούσαν να κάνουν τον εαυτό τους ν’ απαρνηθεί το πνεύμα της κυριαρχίας και να συμφωνούσαν να εργαστούν μαζί με όλους τους συνανθρώπους τους για τον κοινό σκοπό.
Τώρα, μπορούν οι καταπιεζόμενες μάζες ν’ αρνηθούν να εργαστούν μια μέρα για τους καταπιεστές τους; Μπορούν να πάρουν την κατοχή της γης και των εργαλείων της εργασίας και να τα χρησιμοποιήσουν προς όφελος όλων όσων εργάζονται; Μπορούν να μην υποταχθούν πια στην κυριαρχία είτε της ωμής βίας, ή του οικονομικού προνόμιου; Μπορούν ν’ αναπτυχθούν ανάμεσα στους ανθρώπους και να δώσουν ένα τέλος στη διαμάχη ανάμεσα στα έθνη, τα πνεύμα της ανθρώπινης συντροφικότητας και το αίσθημα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, ενισχυμένα από κοινά συμφέροντα; Τι περιθώρια τότε θα έμεναν για την ύπαρξη μιας κυβέρνησης;
Όταν καταργείται η ατομική ιδιοκτησία, η κυβέρνηση, που αποτελεί τον υπερασπιστή της, πρέπει να εξαφανιστεί. Έτσι κι επιβιώσει, θα έτεινε συνεχώς ν’ ανοικοδομεί, κάτω απ’ τη μια μορφή ή την άλλη, μια προνομιούχα και καταπιεστική τάξη.
Αλλά η κατάργηση της κυβέρνησης δε σημαίνει το τέλος της ανθρώπινης ένωσης. Θα επέφερε το αντίθετο, γιατί η συνεργασία που σήμερα επιβάλεται και κατευθύνεται προς όφελος των λίγων, θα ’ταν ελεύθερη κι εθελοντική, κατευθυνόμενη προς όφελος των πολλών. Επομένως θα γινόταν πιο εντατική κι αποτελεσματική.
Το κοινωνικό ένστικτο και το αίσθημα αλληλεγγύης θ’ αναπτύσσονταν στον ανώτατο βαθμό και κάθε άτομο θα έκανε ό,τι μπορούσε για το καλό των άλλων, τόσο για την ικανοποίηση των δικών του καλά εννοουμένων συμφερόντων, όσο και για την ικανοποίησης των αισθημάτων συμπαθείας του.
Από την ελεύθερη ένωση όλων, θα γεννιόταν μια κοινωνική οργάνωση, διαμέσου της αυθόρμητης ομαδοποίησης των ανθρώπων, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις συμπάθειές τους, από το κατώτερο στο ανώτερο, απ’ το απλό στο σύνθετο, ξεκινώντας απ’ το πιο άμεσα για να καταλήξει στα πιο απώτερα και γενικότερα συμφέροντα. Η οργάνωση θα είχε σα σκοπό της το μεγαλύτερο καλό και την πιο πλήρη ελευθερία όλων• θα κάλυπτε όλη την ανθρωπότητα σε μια κοινή αδελφότητα και θα τροποποιούνταν και θα βελτιώνονταν, καθώς θα τροποποιούνταν και θα άλλαζαν οι συνθήκες, σύμφωνα με τα διδάγματα της εμπειρίας.
Αυτή η κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων, αυτή η κοινωνία των φίλων θα ήταν η Αναρχία.
Ως τώρα έχουμε εξετάσει την κυβέρνηση όπως είναι κι όπως αναγκαστικά πρέπει να είναι σε μια κοινωνία που θεμελιώνεται πάνω στο προνόμιο, στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο, πάνω στον ανταγωνισμός των συμφερόντων και στην κοινωνική διαμάχη, κοντολογίς, πάνω στην ατομική ιδιοκτησία.
Έχουμε δει πως αυτή η κατάσταση ανταγωνισμού, απέχοντας πολύ απ’ το ν’ αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση της ανθρώπινης ζωής, είναι αντίθετη με τα συμφέροντα του ατόμου και του ανθρώπινου είδους γενικότερα. Έχουμε παρατηρήσει πως η συνεργασία, η αλληλεγγύη των συμφερόντων, είναι ο νόμος της ανθρώπινης προόδου κι έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και τον τερματισμό κάθε κυριαρχίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, δε θα υπήρχε κανένας λόγος που να δικαιολογεί την ύπαρξη της κυβέρνησης – επομένως θα πρέπει να καταργηθεί.
Αλλά μπορεί να προβληθεί η αντίρρηση πως, αν επρόκειτο ν’ αλλάξει η αρχή πάνω στην οποία βασίζεται τώρα η κοινωνική οργάνωση κι η αλληλεγγύη ν’ αντικαταστήσει τον ανταγωνισμό, η συλλογική ιδιοκτησία την ατομική ιδιοκτησία, θα άλλαζε επίσης κι η φύση της κυβέρνησης. Αντί να είναι ο υπερασπιστής κι εκπρόσωπος των συμφερόντων μια τάξης, θα γινόταν, αν δεν υπήρχαν πια τάξεις, εκπρόσωπος όλης της κοινωνίας. Η αποστολή της θα ’ταν να εξασφαλίζει και να ρυθμίζει την κοινωνική συνεργασία για το συμφέρον όλων και να εκπληρώνει δημόσιες υπηρεσίες γενικής ωφέλειας. Θα υπεράσπιζε την κοινωνία ενάντια σε πιθανές απόπειρες επανεγκαθίδρυσης του προνόμιου και θα εμπόδιζε ή θα κατέπνιγε όλες τις επιθέσεις, οποιουδήποτε τυχόν απειλούσε τη ζωή, ευημερία ή ελευθερία του ατόμου.
Υπάρχουν στην κοινωνία ορισμένα πολύ σημαντικά ζητήματα, που απαιτούν πάρα πολύ, συνεχή, τακτική προσοχή για ν’ αφεθούν στην εθελοντική διαχείριση των ατόμων, δίχως να προκύψει ο κίνδυνος να βυθιστούν τα πάντα στην αταξία.
Αν δεν υπήρχε κυβέρνηση, ποιός θα οργάνωνε την συγκέντρωση και τη διανομή των προμηθειών; Ποιός θα ρύθμιζε τα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες κλπ; Ποιός θα διεύθυνε τη δημόσια εκπαίδευση; Ποιός θα αναλάμβανε αυτές τις μεγάλες εργασίες της εξερεύνησης, βελτίωσης σε μεγάλη κλίμακα, της επιστημονικής έρευνας κλπ. Που μεταμορφώνουν το πρόσωπο της γης και μεγαλώνουν στο εκατονταπλάσιο τη δύναμη του ανθρώπου;
Ποιός θα ενδιαφερόταν για τη συντήρηση και την αύξηση του κεφαλαίου, που θα μπορούσε να μεταβιβαστεί στους απογόνους εμπλουτισμένο και βελτιωμένο;
Ποιός θα εμπόδιζε την καταστροφή των δασών ή την παράλογη εκμετάλλευση κι απογύμνωση της γης;
Ποιός θα υπήρχε για να εμποδίσει και να καταστείλει τα εγκλήματα, δηλαδή, τις αντικοινωνικές πράξεις;
Τί θα γινόταν μ’ εκείνους που, παραβλέποντας το νόμο της αλληλεγγύης, δε θα δούλευαν; Ή εκείνους που πιθανόν να μετέδιδαν μια μολυσματική ασθένεια σε μια χώρα, αρνούμενοι να υπακούσουν στη ρύθμιση της υγιεινής απ’ την επιστήμη; Ή, ξανά, τί θα μπορούσε να γίνει μ’ εκείνους που, είτε ήταν παράφρονες είτε όχι, πιθανόν να πυρπολούσαν τη συγκομιδή, να πλήγωναν παιδιά ή να εκμεταλλεύονταν και να επωφελούνταν απ’ τους αδύναμους;
Το να καταστραφεί η ατομική ιδιοκτησία και να καταργηθεί η τωρινή κυβέρνηση, δίχως να επανασυσταθεί μια κυβέρνηση που θα οργάνωνε τη συλλογική ζωή και θα εξασφάλιζε την κοινωνική αλληλεγγύη, δε σημαίνει ότι καταστράφηκε το προνόμιο κι ότι ήρθε η ειρήνη κι η ευημερία πάνω στη γη. Σημαίνει την καταστροφή κάθε κοινωνικού δεσμού, την εγκατάλειψη της ανθρωπότητας ώστε να ξαναβυθιστεί στη βαρβαρότητα, την επανεμφάνιση της βασιλείας του «ο καθένας για τον εαυτό του», που θα κατοχύρωνε ξανά το θρίαμβο, πρώτα, της ωμής βίας και, ύστερα, του οικονομικού προνόμιου.
Τέτοιες είναι οι αντιρρήσεις που προβάλλονται απ’ τους εξουσιαστές, ακόμα κι από σοσιαλιστές, που επιθυμούν να καταργήσουν την ατομική ιδιοκτησία και την ταξική κυβέρνηση που θεμελιώθηκε πάνω στο σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας.
Απαντούμε:
Αρχικά, δεν είναι αλήθεια ότι με μια αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, θ’ άλλαζε επίσης κι η φύση της κυβέρνησης και των λειτουργιών της. Όργανα και λειτουργίες είναι αναπόσπαστοι όροι. Αφαίρεσε από ένα όργανο τη λειτουργία του κι είτε το όργανο θα πεθάνει ή η λειτουργία του θ’ αποκατασταθεί. Φτιάξε ένα στρατό σε μια χώρα, που να μη δικαιολογείται η ύπαρξή του ή που δεν υπάρχει φόβος για εξωτερικό πόλεμο κι αυτός ο στρατός θα προκαλέσει πόλεμο, ή αν δεν κατορθώσει να το κάνει θα διαλυθεί. Μια αστυνομική δύναμη, εκεί όπου δεν υπάρχουν εγκλήματα για ν’ ανακαλυφθούν κι εγκληματίες για να συλληφθούν, θα προκαλέσει ή θα επινοήσει εγκλήματα ή θα πάψει να υπάρχει.
Στη Γαλλία υπήρχε εδώ κι αιώνες ένα ίδρυμα, που υπάγεται τώρα στη διαχείριση των δασών, για την εξολόθρευση των λύκων κι άλλων άγριων ζώων. Κανείς δεν θα εκπλαγεί μαθαίνοντας ότι, χάρη ακριβώς σ’ αυτό το ίδρυμα, εξακολουθούν να υπάρχουν λύκοι στη Γαλλία κι ότι, σε ορισμένες εποχές, προκαλούν μεγάλη ζημιά. Το κοινό δίνει λίγη προσοχή στους λύκους, γιατί υπάρχουν διορισμένοι κυβερνητικοί υπάλληλοι, των οποίων το καθήκον είναι να σκέφτονται γι’ αυτούς. Κι οι υπάλληλοι αυτοί όντως τους κυνηγάνε, αλλά μ’ έναν έξυπνο τρόπο, αφήνοντας άθικτες τις φωλιές τους κι αφήνοντας χρόνο για την αναπαραγωγή, έτσι ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος να καταστραφεί ολότελα ένα τόσο ενδιαφέρον είδος. Οι Γάλλοι χωρικοί τρέφουν όντως πολύ λίγη εμπιστοσύνη σ’ αυτούς τους κυβερνητικούς κυνηγούς λύκων και τους θεωρούν μάλλον σαν υπερασπιστές των λύκων. Και, φυσικά, τί θα έκαναν αυτοί οι κυβερνητικοί υπάλληλοι αν δεν υπήρχαν πια λύκοι για να εξολοθρευτούν;
Μια κυβέρνηση, δηλαδή, ένας αριθμός προσώπων που είναι εντεταλμένος για να κάνει τους νόμους κι εξουσιοδοτημένος να εκμεταλλεύεται τις συλλογικές δυνάμεις της κοινωνίας για να κάνει κάθε άτομο να σέβεται αυτούς τους νόμους, συνθέτει ήδη μια τάξη προνομιούχα και διαχωρισμένη απ’ την υπόλοιπη κοινότητα. Μια τέτοια τάξη, όπως κάθε εκλεγμένο σώμα, θα επιδιώκει ενστικτώδικα να μεγαλώνει τη δύναμή της, να επιβάλει τις τάσεις της και να κάνει κυρίαρχα τα συμφέροντά της. Τοποθετημένη σε προνομιούχα θέση, η κυβέρνηση βρίσκεται πάντα σε ανταγωνισμό με τις μάζες, των οποίων καταβροχθίζει τη δύναμη.
Επιπλέον, μια κυβέρνηση, ακόμα κι αν είχε τις καλύτερες προθέσεις, δε θα μπορούσε ποτέ να ικανοποιήσει όλους, ακόμα κι αν κατόρθωνε να ικανοποιήσει μερικούς. Θα πρέπει επομένως να υπερασπίζει τον εαυτό της ενάντια στους δυσαρεστημένους και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να συμμαχεί με το ικανοποιημένο μέρος της κοινότητας, προκειμένου να έχει την απαραίτητη υποστήριξη. Και μ’ αυτό τον τρόπο θα εμφανιστεί ξανά μια προνομιούχα τάξη, που δεν μπορεί να βοηθήσει σε τίποτα αλλά μόνο ν’ αναπτυχθεί σε σύμπραξη με την κυβέρνηση. Αυτή η τάξη, ακόμα κι αν δεν μπορούσε να ξαναπάρει την κατοχή της γης, θα μονοπωλούσε οπωσδήποτε τις πιο ευνοϊκές καταστάσεις και τελικά δε θα ’ταν λιγότερο καταπιεστική, ή ένα μικρότερο όργανο εκμετάλλευσης απ’ ότι η καπιταλιστική τάξη.
Οι κυβερνήτες, συνηθισμένοι να διατάζουν, δε θα επιθυμούσαν ποτέ ν’ αναμιχθούν με το ανώνυμο πλήθος. Αν δεν μπορούσαν να διατηρήσουν στα χέρια τους την εξουσία, θα εξασφάλιζαν τουλάχιστον προνομιούχες θέσεις για την εποχή που θ’ αποσύρονταν απ’ το αξίωμά τους. Θα χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα που διέθεταν για να εκλεγούν οι φίλοι τους σα διάδοχοί τους, οι οποίοι, με τη σειρά τους θα υποστηρίζονταν και θα προστατεύονταν απ’ τους προκατόχους τους. Κι έτσι η κυβέρνηση θα περνούσε και θα ξαναπερνούσε στα ίδια χέρια κι η δημοκρατία, δηλαδή, η κυβέρνηση ολόκληρου του λαού, θα κατέληγε, όπως έχει γίνει πάντα, να γίνει μια ολιγαρχία, ή η κυβέρνηση των λίγων, η κυβέρνηση μιας τάξης.
Κι αυτή η πανίσχυρη, καταπιεστική, ολοκληρωτικά αφομοιωτική ολιγαρχία, θα είχε πάντα στη φροντίδα και στη διάθεσή της κάθε σταλιά του κοινωνικού κεφαλαίου, όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, απ’ την παραγωγή και τη διανομή των αγαθών ως τη βιομηχανική παραγωγή των σπίρτων, απ’ τον έλεγχο του πανεπιστημίου ως τον έλεγχο των μιούζικ χωλ.
Αλλά ας υποθέσουμε ακόμα ότι η κυβέρνηση δεν αποτελεί αναγκαστικά μια προνομιούχα τάξη κι ότι μπορούσε να υπάρξει, δίχως να σχηματίσει γύρω της μια νέα προνομιούχα τάξη. Ας φανταστούμε ότι μπορούσε να παραμείνει αληθινά αντιπροσωπευτική, ο υπηρέτης – αν θέλετε – ολόκληρης της κοινωνίας. Με τί ιδιαίτερα και με ποιό τρόπο θα μεγάλωνε αυτό τη δύναμη, την εξυπνάδα, το πνεύμα αλληλεγγύης, τη φροντίδα της γενικής ευημερίας, τωρινής και μελλοντικής, που υπήρχε σε οποιαδήποτε δοσμένη χρονική στιγμή σε μια δοσμένη κοινωνία;
Ισχύει πάντα η παλιά ιστορία του ανθρώπου με τα ενωμένα πόδια που, έχοντας καταφέρει να ζει παρόλα τα δεσμά του, πιστεύει ότι ζει χάρη σ’ αυτά. Είμαστε συνηθισμένοι να ζούμε κάτω από μια κυβέρνηση, που χρησιμοποιεί όλη την ενέργεια, την εξυπνάδα και τη θέληση, που μπορεί να τις κατευθύνει στους δικούς της στόχους, αλλά και που εγκλωβίζει, παραλύει και καταστέλλει εκείνους που είναι άχρηστοι ή εχθρικοί απέναντί της. Και φανταζόμαστε πως ό,τι γίνεται στην κοινωνία γίνεται χάρη στην κυβέρνηση κι ότι δίχως αυτή δε θα υπήρχε ούτε ενέργεια, κι εξυπνάδα, ούτε καλή θέληση στην κοινωνία. Έτσι συμβαίνει (όπως έχουμε ήδη πει, ο ιδιοκτήτης, που έχει ιδιοποιηθεί τη γη, να την καλλιεργήσει για λογαριασμό του, αφήνοντας στο δουλευτή τα αμέσως απαραίτητα για τη συντήρησή του και για τα οποία μπορεί και θα συνεχίσει να δουλεύει, ενώ πιστεύει ότι δε θα μπορούσε να ζήσει δίχως το αφεντικό του, λες κι ο τελευταίος ήταν εκείνος που δημιούργησε τον κόσμο και τις φυσικές δυνάμεις.
Τί μπορεί να προσθέσει η ίδια η κυβέρνηση στις ηθικές κι υλικές δυνάμεις που υπάρχουν σε μια κοινωνία, εκτός αν είναι ο Θεός της Βίβλου, που δημιούργησε τον κόσμο απ’ το μηδέν;
Όπως δε δημιουργείται τίποτα στο λεγόμενο υλικό κόσμο, έτσι δεν μπορεί να δημιουργηθεί τίποτα και σ’ αυτή την πιο πολύπλοκη μορφή του υλικού κόσμου, που αποτελεί τον κοινωνικό κόσμο. Επομένως οι κυβερνήτες δεν μπορούν να προσθέσουν καμιά άλλη δύναμη εκτός από κείνη που υπάρχει ήδη στην κοινωνία και πραγματικά αυτό δεν μπορεί να γίνει με κανένα μέσο, γιατί μεγάλο μέρος της δύναμης παραλύει αναγκαστικά και καταστρέφεται από τις κυβερνητικές μεθόδους δράσης, ενώ, ξανά, ακόμα μεγαλύτερο σπαταλιέται στη σύγκρουση με επαναστατικά στοιχεία, που είναι αναπόφευκτα μεγάλη σ’ ένα τέτοιο τεχνητό μηχανισμό. Όπου οι κυβερνήτες δημιουργούνε κάτι οι ίδιοι, το κάνουν αυτό σαν άτομα κι όχι σαν κυβερνήτες. Κι απ’ αυτό το ποσοστό δύναμης, τόσον υλικής όσο κι ηθικής, που παραμένει στη διάθεση της κυβέρνησης, μόνο ένα απειροελάχιστο μέρος πετυχαίνει ένα σκοπό, που είναι πραγματικά ωφέλιμος για την κοινωνία. Το υπόλοιπο, είτε αναλώνεται άμεσα στην ενεργητική καταστολή της επαναστατικής αντίθεσης, ή, διαφορετικά, παρεκκλίνει απ’ το σκοπό της γενικής ωφέλειας και υπηρετεί την ωφέλεια των λίγων και τη ζημιά των πολλών ανθρώπων.
Τόσες πολλές υπήρξαν οι συζητήσεις για το ρόλο που παίζουν η ατομική πρωτοβουλία κι η κοινωνική δράση στη ζωή και την πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας και τέτοια είναι η σύγχυση που προκαλεί η μεταφυσική γλώσσα, ώστε εκείνοι που επιβεβαιώνουν ότι η ατομική πρωτοβουλία αποτελεί την πηγή και το φορέα κάθε δράσης, φαίνονται να επιβεβαιώνουν κάτι ολότελα παράλογο. Στην πραγματικότητα αυτό αποτελεί μια κοινοτοπία, που γίνεται άμεσα κατάφωρη όταν αρχίζουμε να εξηγούμε τα πραγματικά γεγονότα που αντιπροσωπεύουν αυτές οι λέξεις.
Το πραγματικό ον είναι ο άνθρωπος, το άτομο• η κοινωνία ή το σύνολο και το Κράτος ή η κυβέρνηση, που ισχυρίζεται ότι την αντιπροσωπεύει, αν δεν είναι ρηχές αφαιρέσεις, δεν μπορούν να είναι τίποτα άλλο παρά σύνολα ατόμων. Απ’ το ατομικό όργανο είναι που αντλούν αναγκαστικά την καταγωγή τους όλες οι σκέψεις κι όλη η ανθρώπινη δράση. Αρχικά ατομικές, γίνονται ύστερα συλλογικές σκέψεις και ενέργειες, όταν υιοθετούνται από κοινού από πολλά άτομα. Η κοινωνική δράση, τότε, δεν αποτελεί την άρνηση, ούτε το συμπλήρωμα της ατομικής πρωτοβουλίας, αλλά αποτελεί το άθροισμα των πρωτοβουλιών, σκέψεων κι ενεργειών όλων των ατόμων που αποτελούν την κοινωνία: ένα αποτέλεσμα που, αν παραμείνουν τα πράγματα όπως έχουν, είναι περισσότερο ή λιγότερο σπουδαίο, ανάλογα με το αν οι ατομικές δυνάμεις τείνουν προς τον ίδιο σκοπό, ή αν αποκλίνουν και συγκρούονται. Αν, απ’ την άλλη μεριά, όπως συμβαίνει με τους εξουσιαστές, λέγοντας κοινωνική δράση εννοούμε την κυβερνητική δράση, τότε αυτό είναι ξανά αποτέλεσμα ατομικών μορφών, αλλά των ατόμων εκείνων μόνο που, είτε αποτελούν μέρος της κυβέρνησης, ή που, χάρη στη θέση τους, μπορούν να επηρεάσουν τη διεύθυνση της κυβέρνησης.
Έτσι, στις συγκρούσεις τόσων αιώνων ανάμεσα στην ελευθερία και την εξουσία, ή, με άλλα λόγια, ανάμεσα στη κοινωνική ισότητα και στις κοινωνικές κάστες, το επίμαχο ζήτημα δεν ήταν πραγματικά οι σχέσεις ανάμεσα στην κοινωνία και το άτομο ή η αύξηση της ανεξαρτησίας του ατόμου σε βάρος του κοινωνικού ελέγχου ή το αντίστροφο. Αφορούσε μάλλον την παρεμπόδιση οποιουδήποτε ατόμου απ’ το να καταπιέζει τα άλλα, την παροχή σε όλους των ίδιων δικαιωμάτων και των ίδιων μέσων δράσης. Αφορούσε την αντικατάσταση της πρωτοβουλίας των λίγων, που καταλήγει αναγκαστικά στην καταπίεση όλων των άλλων, με την πρωτοβουλία των πολλών, που καταλήγει, όπως είναι φυσικό, να ωφελεί όλους. Κοντολογίς, είναι πάντα το ζήτημα τού να δοθεί ένα τέλος στην κυριαρχία κι εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μ’ ένα τέτοιο τρόπο που να ενδιαφέρονται όλοι για την ευημερία του συνόλου και που η ατομική δύναμη του καθένα, αντί να καταπιέζει, να αντιμάχεται και να καταστέλει άλλους, ν’ ανακαλύψει τη δυνατότητα της πλήρους ανάπτυξης κι ο καθένας να επιδιώκει να ενωθεί με άλλους για τη μεγαλύτερη ωφέλεια όλων.
Απ’ όσα είπαμε παραπάνω προκύπτει ότι η ύπαρξη μιας κυβέρνησης, ακόμα κι αν υποθέσουμε πως θα ήταν δυνατή η ιδανική κυβέρνηση των εξουσιαστικών σοσιαλιστών, απέχοντας πολύ απ’ το να γεννάει μια αύξηση παραγωγικής δύναμης, θα την εξαφάνιζε σε μεγάλο βαθμό γιατί η κυβέρνηση θα περιόριζε την πρωτοβουλία σε μια μειοψηφία• θα έδινε σ’ αυτούς τους λίγους το δικαίωμα να κάνουν ό,τι θέλουν, δίχως να μπορεί, φυσικά, να τους προικίσει με τη γνώση ή την κατανόηση όλων των πραγμάτων.
Στην πραγματικότητα αν απογυμνώσεις τη νομοθεσία κι όλες τις λειτουργίες της κυβέρνησης απ’ ό,τι αποβλέπει στην προστασία των προνομιούχων κι ό,τι αντιπροσωπεύει τις επιθυμίες τις επιθυμίες μόνο των προνομιούχων τάξεων, δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το σύνολο των ατόμων που κυβερνάνε. «Το Κράτος», λέει ο Σισμόντι, «είναι πάντα μια συντηρητική δύναμη που ασκεί εξουσία, ρυθμίζει κι οργανώνει τις κατακτήσεις της προόδου (κι η ιστορία αποδείχνει ότι τις εφαρμόζει για λογαριασμό της και για λογαριασμό άλλων προνομιούχων τάξεων), αλλά ποτέ δεν τις εγκαινιάζει. Οι νέες ιδέες ξεφυτρώνουν πάντα από κάτω, συλλαμβάνονται στα θεμέλια μιας κοινωνίας κι ύστερα, όταν γίνουν γνωστές, μετατρέπονται σε γνώμη κι αναπτύσσονται. Αλλά θα πρέπει να συναντήσουν πάντα στο δρόμο τους και να πολεμήσουν, τις κατεστημένες δυνάμεις της παράδοσης, του εθίμου, του προνόμιου και της πλάνης».
Για να καταλάβουμε πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια κοινωνία δίχως κυβέρνηση, είναι αρκετό να στρέψουμε την προσοχή μας σε μια σύντομη εξέταση του τί πραγματικά συμβαίνει στην τωρινή μας κοινωνία. Θα δούμε ότι στην πραγματικότητα οι πιο σημαντικές κοινωνικές λειτουργίες εκπληρώνονται, ακόμα και σήμερα, έξω από την παρέμβαση της κυβέρνησης. Επίσης ότι η κυβέρνηση επεμβαίνει μόνο για να εκμεταλλευτεί τις μάζες ή να υπερασπίσει τους προνομιούχους ή, τέλος, για να υμνήσει, δίχως βασικά να χρειάζεται, όλα όσα έγιναν δίχως τη βοήθειά της, συχνά παρά την ύπαρξή της και σε αντίθεση μ’ αυτή. Οι άνθρωποι εργάζονται, ανταλλάσσουν, μελετάνε, ταξιδεύουν, ακολουθούν κατά προτίμηση τις τρέχουσες αρχές της ηθικής ή της υγιεινής• κερδίζουν απ’ την πρόοδο της επιστήμης και της τέχνης, έχουν αμέτρητα κοινά συμφέροντα δίχως ποτέ να αισθανθούν την ανάγκη κάποιου, που να τους δείχνει πώς να φέρονται σε σχέση μ’ αυτά τα θέματα. Αντίθετα, αυτά ακριβώς τα πράγματα, στα οποία δεν υπάρχει καμιά κρατική παρέμβαση, είναι εκείνα που ευνοούν το καλύτερο και γεννούν τη λιγότερη διαφωνία, όντας ασυνείδητα προσαρμοσμένα στην  επιθυμία όλων, με τον τρόπο που θεωρείται πιο ωφέλιμος κι αποδεκτός.
Ούτε είναι πιο απαραίτητη η κυβέρνηση για μεγάλα έργα, ή για κείνες τις δημόσιες υπηρεσίες που απαιτούν τη σταθερή συνεργασία πολλών ανθρώπων διαφόρων συνθηκών και χωρών. Χιλιάδες απ’ αυτά τα έργα αποτελούν ακόμα και τώρα το έργο εθελοντικά σχηματισμένων ενώσεων. Κι αυτά είναι, κατά κοινή αναγνώριση, τα έργα που πέτυχαν τα καλύτερα αποτελέσματα. Δεν αναφερόμαστε στις ενώσεις των καπιταλιστών, που οργανώνονται με εκμεταλλευτικά μέσα, παρόλο που ακόμα κι αυτές δείχνουν ικανότητες και δυνάμεις ελεύθερης ένωσης, που μπορεί να επεκταθεί μέχρι ν’ αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους όλων των χωρών και συμπεριλαμβάνει τα πιο πλατιά και πιο ποικίλα συμφέροντα. Μιλάμε μάλλον για κείνες τις ενώσεις που εμπνέονται απ’ την αγάπη για την ανθρωπότητα ή απ’ το πάθος για τη γνώση ή απλά ακόμα κι απ’ την επιθυμία για διασκέδαση και την αγάπη για επευφημία, καθώς αυτές αντιπροσωπεύουν καλύτερα τέτοιες ομαδοποιήσεις όπως εκείνες που θα υπάρχουν σε μια κοινωνία όπου, αφού καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία κι ο εσωτερικός ανταγωνισμός, ο καθένας θα βρίσκει ότι τα συμφέροντά του συμβιβάζονται με τα συμφέροντα όλων και τη μεγαλύτερη ικανοποίησή του στο να κάνει καλό και να ευχαριστεί τους άλλους. Επιστημονικές ενώσεις και συνέδρια, ενώσεις Ερυθρού Σταυρού και ναυαγοσωστικές, εργατικές ενώσεις, ειρηνιστικές, εθελοντές που δεν διστάζουν να τρέξουν σε βοήθεια, σε καιρούς μεγάλων κοινωνικών συμφορών, αποτελούν όλα παραδείγματα ανάμεσα σε χιλιάδες, αυτής της δύναμης του πνεύματος της ένωσης, που εμφανίζεται πάντα όταν ξεπροβάλει μια ανάγκη, ή όταν γεννιέται ένας ενθουσιασμός και τα μέσα δεν απογοητεύουν. Το ότι οι εθελοντικές ενώσεις δεν καλύπτουν τον κόσμο και δεν αγκαλιάζουν κάθε κλάδο υλικής και ηθικής δραστηριότητας, είναι αποτέλεσμα εμποδίων που βάζουν στο δρόμο τους οι κυβερνήσεις, των ανταγωνισμών που δημιουργούνται απ’ την κατοχή της ατομικής ιδιοκτησίας και της αδυναμίας και του εξευτελισμού, στις οποίες υποβιβάζει την πλειονότητα των ανθρώπων η μονοπώληση του πλούτου από μέρους των λίγων.
Η κυβέρνηση αναλαμβάνει τη διεύθυνση, λογουχάρη, των ταχυδρομικών και τηλεγραφικών υπηρεσιών. Αλλά με ποιό τρόπο πραγματικά τις βοηθάει; Όταν οι άνθρωποι είναι σε μια τέτοια κατάσταση, ώστε να μπορούν ν’ απολαμβάνουν και να αισθάνονται την ανάγκη τέτοιων υπηρεσιών, θα σκεφτούν να τις οργανώσουν κι ο άνθρωπος που διαθέτει την απαραίτητη τεχνική γνώση, δε θα χρειάζεται ένα κυβερνητικό δίπλωμα, που να τού δίνει τη δυνατότητα ν’ αρχίσει να δουλεύει. Όσο πιο γενική και επιτακτική είναι η ανάγκη, τόσο περισσότεροι εθελοντές θα προσφερθούν για να την ικανοποιήσουν. Θα είχαν οι άνθρωποι την απαραίτητη ικανότητα για να συγκεντρώσουν και να διανείμουν τ’ αγαθά; Ποτέ μην φοβηθείτε, δεν πρόκειται να πεθάνουν απ’ την πείνα, περιμένοντας από μια κυβέρνηση να θεσπίσει νόμους γι’ αυτό το ζήτημα. Όπου υπάρχει μια κυβέρνηση, θα πρέπει να περιμένει πρώτα μέχρις ότου να οργανώσουν τα πάντα οι άνθρωποι κι ύστερα να έρθει με τους νόμους της και να επικυρώσει και να εκμεταλλευτεί ό,τι έχει ήδη γίνει. Είναι φανερό ότι το ατομικό συμφέρον αποτελεί το σοβαρότερο κίνητρο κάθε δραστηριότητας. Αν ισχύει αυτό, τότε, αν το συμφέρον όλων γίνει συμφέρον του καθένα (και θα γίνει αναγκαστικά μόλις καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία), όλοι θα είναι ενεργητικοί. Αν εργάζονται τώρα για λογαριασμό των λίγων, για να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα όλων, θα εργαστούν πολύ περισσότερο και πολύ καλύτερα. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς μπορεί να πιστεύει κανείς ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, που είναι αναπόσπαστες απ’ την κοινωνική ζωή, μπορούν να εξασφαλιστούν καλύτερα με διαταγή μιας κυβέρνησης, παρά απ’ τους ίδιους τους εργάτες, οι οποίοι με τη δική τους εκλογή ή συμφωνία με άλλους, θα τις διευθύνουν κάτω απ’ τον έλεγχο όλων των ενδιαφερομένων.
Οπωσδήποτε, σε κάθε συλλογικό έργο που καλύπτει μεγάλη έκταση, χρειάζεται καταμερισμός της εργασίας, τεχνική διεύθυνση, διαχείριση κλπ. Αλλά οι εξουσιαστές παίζουν απλώς με τις λέξεις, όταν αντλούν μιαν αιτιολόγηση για την ύπαρξη της κυβέρνησης, απ’ την ίδια ακριβώς την πραγματική αναγκαιότητα για οργάνωση της εργασίας. Η κυβέρνηση, πρέπει να επαναλάβουμε, είναι το σύνολο των ατόμων που έχει αποδεχθεί ή πάρει το δικαίωμα ή τα μέσα να θεσπίζει νόμους και να επιβάλει στους ανθρώπους την υπακοή σ’ αυτούς. Οι διευθυντές, μηχανικοί κλπ. απ’ την άλλη μεριά, είναι άνθρωποι που αποδέχονται ή αναλαμβάνουν το καθήκον να εκτελέσουν μια ορισμένη εργασία. Η κυβέρνηση συμβολίζει την εξουσιοδότηση της εξουσίας, δηλαδή, την παράδοση της πρωτοβουλίας και της ανεξαρτησίας όλων στα χέρια λίγων. Η διαχείριση συμβολίζει την εξουσιοδότηση της εργασίας, δηλαδή, την ελεύθερη ανταλλαγή των υπηρεσιών, που βασίζεται στην ελεύθερη συμφωνία.
Ένας κυβερνήτης είναι ένα προνομιούχο πρόσωπο, γιατί έχει το δικαίωμα να διατάζει άλλους και να επωφελείται απ’ τη δύναμη των άλλων για να εκπληρώνει τις δικές του ιδέες κι επιθυμίες. Ένας διαχειριστής ή τεχνικός διευθυντής είναι ένας εργάτης σαν όλους τους άλλους, σε μια κοινωνία που όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης κι όπου όλοι μπορεί να είναι ταυτόχρονα πνευματικοί και χειρωνακτικοί εργάτες• εκεί όπου δεν υπάρχουν άλλες διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, παρά μόνον εκείνες που πηγάζουν απ’ το διαφορισμό των ταλέντων κι όλη η εργασία και κάθε κοινωνική λειτουργία δίνουν ένα ίσο δικαίωμα στην απόλαυση των κοινωνικών ωφελειών. Κοντολογίς, οι λειτουργίες της κυβέρνησης δεν πρέπει να συγχέονται με τις διοικητικές λειτουργίες, καθώς είναι βασικά διαφορετικές. Το ότι συγχέονται σήμερα τόσο συχνά οφείλεται αποκλειστικά στην ύπαρξη του οικονομικού και πολιτικού προνόμιου.
Αλλά ας βιαστούμε να περάσουμε σ’ εκείνες τις λειτουργίες για τις οποίες η κυβέρνηση θεωρείται σαν απαραίτητη από όλους όσους δεν είναι Αναρχικοί. Αυτές είναι η εσωτερική κι εξωτερική άμυνα της κοινωνίας, δηλαδή, ο Πόλεμος, η Αστυνομία κι η Δικαιοσύνη.
Αν καταργηθεί η κυβέρνηση και περάσει ο κοινωνικός πλούτος στη διάθεση του λαού, θα τερματιστεί σύντομα κάθε ανταγωνισμός ανάμεσα στα διάφορα έθνη και συνακόλουθα, δεν θα υπάρχει αιτία για πόλεμο. Αλλά αν υποθέσουμε ότι οι ηγέτες χωρών που δεν έχουν ακόμα χειραφετηθεί, μπορεί να επιχειρούσαν να υποτάξουν έναν ελεύθερο λαό, μήπως ο τελευταίος θα χρειαζόταν μια κυβέρνηση που να τον κάνει ικανό να υπερασπίσει τον εαυτό του; Για να κάνουμε ένα πόλεμο χρειαζόμαστε ανθρώπους που έχουν την απαραίτητη γεωγραφική και τεχνική γνώση και, πάνω απ’ όλα, ανθρώπους πρόθυμους να πολεμήσουν. Μια κυβέρνηση δεν έχει τα μέσα για να αυξήσει την ικανότητα των πρώτων ή τη θέληση ή το θάρρος των δεύτερων. Κι η ιστορική εμπειρία μάς διδάσκει ότι ένας λαός, που επιθυμεί πραγματικά να υπερασπίσει την πατρίδα του, είναι ανίκητος. Στην Ιταλία όλοι ξέρουν πώς κλονίζονται οι θρόνοι κι εξαφανίζονται τακτικοί μισθοφορικοί στρατοί, μπροστά στα στρατεύματα των εθελοντών, δηλαδή, σε στρατούς που σχηματίστηκαν αναρχικά.
Κι όσο για την αστυνομία και τη δικαιοσύνη, πολλοί φαντάζονται πως αν δεν υπήρχαν η αστυνομία κι οι δικαστές, ο καθένας θα ήταν ελεύθερος να σκοτώνει, να προσβάλει ή να πληγώνει τους άλλους όποτε έκανε κέφι, ότι οι αναρχικοί, αν είναι πιστοί στις αρχές τους, θα ’θελαν να γίνεται σεβαστό αυτό το περίεργο είδος «ελευθερίας» που προσβάλει ή καταστρέφει τη ζωή και την ελευθερία άλλων. Τέτοιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι εμείς, έχοντας ανατρέψει την κυβέρνηση και την ατομική ιδιοκτησία, θα επιτρέψουμε ύστερα σταδιακά την επανεγκαθίδρυση και των δυο, ορμώμενοι απ’ το σεβασμό για την «ελευθερία» εκείνων που μπορεί να αισθανθούν την ανάγκη να έχουν μια κυβέρνηση κι ατομική ιδιοκτησία. Ένας παράξενος τρόπος ερμηνείας των ιδεών μας! Στην πραγματικότητα μπορεί κανείς ν’ απαντήσει καλύτερα σε τέτοιες αντιλήψεις μ’ ένα σήκωμα των ωμών, παρά με το να υποστεί την ταλαιπωρία να τις αναιρέσει.
Η ελευθερία την οποία επιθυμούμε για τον εαυτό μας και για τους άλλους, δεν είναι μια απόλυτη, αφηρημένη, μεταφυσική ελευθερία, που ουσιαστικά δεν μπορεί παρά να ισοδυναμεί με την καταπίεση των αδυνάτων. Αλλά επιθυμούμε μια συγκεκριμένη ελευθερία, τη δυνατή ελευθερία, που αποτελεί τη συνειδητή κοινότητα των συμφερόντων, την εθελοντική ελευθερία. Διακηρύσσουμε το σύνθημα: Κάνε ό,τι θέλεις και στα λόγια αυτά περιέχεται σχεδόν αποκλειστικά το πρόγραμμά μας, γιατί, όπως μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό, υποστηρίζουμε ότι σε μια κοινωνία δίχως κυβέρνηση ή ιδιοκτησία, ο καθένας θα επιθυμεί εκείνο που πρέπει.
Αλλά αν σαν συνέπεια μιας ψεύτικης εκπαίδευσης, που παίρνεται στη σημερινή κοινωνία ή μιας μεταφυσικής αρρώστιας ή άλλης αιτίας, ένα άτομο μπορεί να επιθυμούσε να πληγώσει άλλους, να είστε βέβαιοι ότι θα υιοθετούσαμε όλα τα μέσα που διαθέτουμε, για να το εμποδίσουμε. Καθώς ξέρουμε ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου αποτελεί τη συνέπεια του φυσικού του οργανισμού και των κοσμικών και κοινωνικών επιδράσεων που τον περιβάλλουν, δε θα μπερδέψουμε βέβαια το ιερό δικαίωμα στην αυτοάμυνα με το παράλογα υποτιθέμενο δικαίωμα της επιβολής τιμωρίας. Επίσης, δε θα θεωρήσουμε τον εγκληματία, δηλαδή, τον άνθρωπο που κάνει αντικοινωνικές πράξεις, όπως φαίνεται σήμερα ο επαναστάτης στα χέρια των δικαστών. Θα τον θεωρήσουμε σαν έναν άρρωστο αδελφό που χρειάζεται θεραπεία. Επομένως δε θα ενεργήσουμε απέναντί του με μίσος, όταν τον απωθήσουμε, αλλά θα περιοριστούμε αποκλειστικά στην αυτοπροστασία. Δε θα επιδιώξουμε να εκδικηθούμε, αλλά μάλλον να σώσουμε τον άτυχο άνθρωπο με ό,τι μέσο προτείνει η επιστήμη. Θεωρητικά οι Αναρχικοί μπορεί να λοξοδρομήσουν σαν τους άλλους, χάνοντας την αίσθηση της πραγματικότητας, παρακινούμενοι από μια εικονική λογική• αλλά είναι εντελώς βέβαιο πως οι χειραφετημένοι άνθρωποι δεν θ’ αφήσουν την ακριβοπληρωμένη ελευθερία κι ευημερία τους να δεχθούν επιθέσεις ατιμώρητα. Αν ξεπρόβαλε η ανάγκη, θα φρόντιζαν για τη δική τους άμυνα ενάντια στις κοινωνικές τάσεις των λίγων. Αλλά πώς προστατεύουν την κοινωνία εκείνοι που έχουν σαν επάγγελμα τη θέσπιση των νόμων; Ή εκείνοι οι άλλοι που ζούνε αναζητώντας κι επινοώντας νέες παραβιάσεις των νόμων; Ακόμα και τώρα, που οι λαϊκές μάζες δεν εγκρίνουν πραγματικά τίποτα που το νομίζουν βλαβερό, βρίσκουν πάντα ένα τρόπο να το εμποδίσουν πολύ πιο αποτελεσματικό απ’ όλους τους επαγγελματίες νομοθέτες, χωροφύλακες ή δικαστές. Στη διάρκεια εξεγέρσεων οι άνθρωποι, αν και πολύ λαθεμένα, έχουν επιβάλει το σεβασμό για την ατομική ιδιοκτησία κι έχουν εξασφαλίσει αυτό το σεβασμό πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι θα μπορούσε να το κάνει ένας στρατός χωροφυλάκων.
Τα έθιμα ακολουθούν πάντα τις ανάγκες και τα αισθήματα της πλειοψηφίας κι όσο πιο σεβαστά είναι πάντα, τόσο λιγότερο υπόκεινται στην επικύρωση του νόμου. Αυτό συμβαίνει γιατί ο καθένας βλέπει και καταλαβαίνει την ωφελιμότητά τους κι επειδή τα ενδιαφερόμενα μέρη, που δεν αυταπατώνται με την ιδέα ότι η κυβέρνηση θα τα προστατέψει, ενδιαφέρονται να δουν το έθιμο να γίνεται σεβαστό. Η οικονομική χρήση του νερού έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για ένα καραβάνι που διασχίζει τις ερήμους της Αφρικής. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το νερό είναι ένα ιερό πράγμα και κανένας άνθρωπος δεν ονειρεύεται να το χάσει. Οι συνωμότες είναι υποχρεωμένοι να ενεργούν μυστικά, έτσι η μυστικότητα διατηρείται ανάμεσά τους κι η μομφή βαρύνει όποιον την παραβιάζει. Τα χρέη απ’ τα τυχερά παιχνίδια δεν κατοχυρώνονται απ’ το νόμο, αλλά μεταξύ των παικτών θεωρείται ανέντιμο να μην πληρώνονται κι ο παραβάτης αισθάνεται μειωμένος επειδή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του.
Μήπως οφείλεται στην αστυνομία το ότι δε δολοφονούνται περισσότεροι άνθρωποι; Το μεγαλύτερο μέλος του Ιταλικού λαού δε βλέπει ποτέ την αστυνομία παρά σε μικρά χρονικά διαστήματα. Εκατομμύρια άνθρωποι πηγαίνουν στα βουνά και διασχίζουν τη χώρα, μακριά απ’ το προστατευτικό μάτι της εξουσίας, όπου μπορεί να δεχθούν επίθεση δίχως οι επιτιθέμενοι να έχουν τον παραμικρό φόβο ότι θα εντοπιστούν τα ίχνη τους αλλά δε διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι εκείνοι που ζούνε στα πιο καλοφυλαγμένα μέρη. Οι στατιστικές δείχνουν ότι ο αριθμός των εγκλημάτων αυξάνεται σε αναλογία με την αύξηση των καταπιεστικών μέτρων, ενώ ποικίλει σύμφωνα με τις διακυμάνσεις των οικονομικών συνθηκών και την κατάσταση της κοινής γνώμης.
Όμως οι προληπτικοί νόμοι, αφορούν μόνο τις ασυνήθιστες, εξαιρετικές πράξεις. Η καθημερινή ζωή κυλάει πέρα απ’ τα όρια του ποινικού κώδικα και ρυθμίζεται σχεδόν ασυνείδητα με τη σιωπηρή και εθελοντική συγκατάθεση όλων, δια μέσου ενός αριθμού συνηθειών κι εθίμων, που είναι πολύ πιο σημαντικά για την κοινωνική ζωή απ’ ότι οι υπαγορεύσεις του νόμου. Και παρατηρούνται επίσης πολύ καλύτερα, παρόλο που απογυμνώνονται ολότελα από οποιαδήποτε επικύρωση πέραν απ’ τη φυσική απέχθεια που συγκεντρώνεται σ’ εκείνους που τα παραβιάζουν και αυτή τη βλάβη που φέρνει μαζί της αυτή η απέχθεια.
Όταν προκύπτει μια διαφωνία, η εθελοντικά αποδεκτή διαιτησία ή η πίεση της κοινής γνώμης, δεν είναι πολύ πιο πιθανό ότι θα επανέφεραν μια δίκαιη ρύθμιση των δυσκολιών, απ’ ότι ένας ανεύθυνος δικαστής, που έχει το δικαίωμα να κρίνει τον καθένα ή οτιδήποτε και που είναι αναγκαστικά ανίκανος κι επομένως άδικος;
Όπως κάθε μορφή κυβέρνησης δε χρησιμεύει παρά μόνο για να προστατεύει τις προνομιούχες τάξεις, έτσι κι η αστυνομία κι οι δικαστές αποβλέπουν μόνο στο να καταστείλουν αυτά τα εγκλήματα, που συχνά δε θεωρούνται εγκλήματα απ’ τις μάζες, τα οποία παραβιάζουν το προνόμιο των κανόνων ή των ιδιοκτητών. Για την πραγματική υπεράσπιση της κοινωνίας, την υπεράσπιση της ελευθερίας και της ευημερίας όλων, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα πιο ολέθριο απ’ ότι η διαμόρφωση αυτής της τάξης των εκτελεστικών οργάνων, που υπάρχουν με το πρόσχημα ότι υπερασπίζουν όλους κι επομένως θεωρούν από συνήθεια τον κάθε άνθρωπο σαν κυνηγετικό θήραμα, χτυπώντας συχνά με διαταγή ενός ανώτερου αξιωματούχου, δίχως να ξέρουν ακόμα κι ίδιοι το γιατί, σαν πληρωμένοι δολοφόνοι και μισθοφόροι.
Όλα όσα είπατε μπορεί να ’ναι αληθινά, λένε μερικοί• η Αναρχία μπορεί να ’ναι η τέλεια μορφή της κοινωνικής ζωής, αλλά εμείς δε θέλουμε να βαδίζουμε στο σκοτάδι. Επομένως, πέστε μας πώς θα οργανωθεί η κοινωνία σας. Ύστερα ακολουθεί μια μεγάλη σειρά ερωτήσεων, που θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, αν δουλειά μας ήταν η μελέτη των προβλημάτων που μπορεί να ξεπροβάλλουν σε μια χειραφετημένη κοινωνία, αλλά στα οποία είναι ανώφελο και παράλογο να φανταστούμε ότι θα μπορούσαμε να προσφέρουμε τώρα μια συγκεκριμένη λύση. Σύμφωνα με ποια μέθοδο θα διδάσκονται τα παιδιά, πώς θα οργανωθεί η παραγωγή κι η διανομή; Θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν μεγάλες πόλεις ή οι άνθρωποι θα εξαπλωθούν εξίσου πάνω σ’ ολόκληρη της επιφάνεια του πλανήτη; Θα μπορούν οι κάτοικοι της Σιβηρίας, να περάσουν το χειμώνα στη Νίκαια; Θα μπορεί ο καθένας να τρώει πέρδικες και να πίνει σαμπάνια; Ποιοι θα είναι εργάτες ορυχείων και ναυτικοί; Ποιος θα καθαρίζει τους υπονόμους; Οι φτωχοί θα νοσηλεύονται στο σπίτι ή σε νοσοκομεία; Ποιος θα ρυθμίζει τα δρομολόγια των τραίνων; Τί θα συμβεί αν ο οδηγός αρρωστήσει ενώ το τραίνο ακολουθεί την πορεία του; Και πάει λέγοντας, δίχως τέλος, λες και θα μπορούσαμε να προφητεύσουμε όλη τη γνώση κι εμπειρία του μελλοντικού χρόνου ή θα μπορούσαμε, στ’ όνομα της Αναρχίας, να προδιαγράψουμε για το μελλοντικό άνθρωπο τί ώρα θα πηγαίνει να κοιμηθεί και ποιά μέρα θα κόβει τα νύχια του!
Πραγματικά, αν οι αναγνώστες μας περιμένουν από μας μιαν απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα ή ακόμα σ’ εκείνα απ’ αυτά που είναι πραγματικά σοβαρά και σημαντικά, που δεν μπορεί να ’ναι τίποτα παραπάνω απ’ τη δική μας προσωπική γνώμη αυτής ακριβώς της στιγμής, θα πρέπει να έχουμε αποτύχει οικτρά στις προσπάθειές μας να εξηγήσουμε την Αναρχία.
Δεν είμαστε προφήτες περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλοι άνθρωποι κι αν προσποιούμαστε ότι προσφέρουμε μιαν επίσημη λύση σ’ όλα τα προβλήματα που θα εμφανιστούν στη ζωή της μελλοντικής κοινωνίας, θα πρέπει να έχουμε όντως μια περίεργη ιδέα για την κατάργηση της κυβέρνησης. Θα περιγράφαμε τότε μια κυβέρνηση, που θα υπαγόρευε, σαν τον κλήρο, έναν καθολικό κώδικα για τη σημερινή και για τη μελλοντική περίοδο. Βλέποντας ότι δεν έχουμε ούτε αστυνομία ούτε φυλακές για να επιβάλουμε το δόγμα μας, η ανθρωπότητα μπορεί να γέλαγε ατιμώρητα με μάς και με τις προθέσεις μας.
Μολοντούτο, εξετάζουμε σοβαρά όλα τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής που υποβάλλονται τώρα, με βάση το επιστημονικό τους ενδιαφέρον κι επειδή ελπίζουμε να δούμε την Αναρχία να υλοποιείται, επιθυμούμε να βοηθήσουμε στην οργάνωση της νέας κοινωνίας. Έχουμε επομένως τις δικές μας ιδέες πάνω σ’ αυτά τα θέματα, ιδέες που κατά τη γνώμη μας είναι πιθανόν να είναι μόνιμες ή προσωρινές, σύμφωνα με την αντίστοιχη περίπτωση. Αλλά το γεγονός ότι σκεπτόμαστε σήμερα μ’ έναν ορισμένο τρόπο πάνω σ’ ένα δοσμένο ζήτημα, δεν αποτελεί απόδειξη ότι η γνώμη μας θα είναι η ίδια και στο μέλλον. Ποιός μπορεί να προβλέψει τις δραστηριότητες που μπορεί ν’ αναπτυχθούν μέσα στους κόλπους της ανθρωπότητας, όταν χειραφετηθεί απ’ τη μιζέρια και την καταπίεση, όταν έχουν όλοι τα μέσα διαφώτισης κι αυτοανάπτυξης, όταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ανθρώπους, με το μίσος και την έχθρα που τρέφει, δεν αποτελεί πια απαραίτητη προϋπόθεση της ζωής; Ποιός μπορεί να προβλέψει την πρόοδο της επιστήμης, τους νέους παραγωγικούς πόρους, τα νέα μέσα επικοινωνίας κλπ;
Εκείνο που είναι απαραίτητο είναι να συγκροτηθεί μια κοινωνία στην οποία να είναι αδύνατη η εκμετάλλευση κι η κυριαρχία ανθρώπου από άνθρωπο. Που η κοινωνία, με άλλα λόγια, να είναι τέτοια ώστε τα μέσα επιβίωσης κι ανάπτυξης της εργασίας να μπορεί να είναι ελεύθερα και ανοιχτά σε όλους κι όλοι να μπορεί να είναι ικανοί να συνεργαστούν, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Κάτω από τέτοιες συνθήκες όλα θα γίνονται αναγκαστικά σύμφωνα με τις ανάγκες όλων, σύμφωνα με τη γνώση και τις δυνατότητες της στιγμής και θα βελτιώνονται με την αύξηση της γνώσης και της δύναμης.
Στην πραγματικότητα, ένα πρόγραμμα που θα άγγιζε τη βάση της κοινωνικής σύνθεσης δε θα μπορούσε, στο κάτω-κάτω να κάνει περισσότερα απ’ το να υποδείξει μια μέθοδο. Κι η μέθοδος, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, καθορίζει κινήματα και αποφασίζει για τη σημασία τους στην ιστορία. Ανεξάρτητα απ’ τη μέθοδο, όλοι λένε ότι επιθυμούν το καλό της ανθρωπότητας και πολλοί το επιθυμούν πραγματικά. Καθώς εξαφανίζονται κινήματα, κάθε οργανωμένη δράση κατευθύνεται σ’ ένα συγκεκριμένο σκοπό κι εξαφανίζεται παρόμοια. Είναι επομένως απαραίτητο να εξετάσουμε την Αναρχία, πάνω απ’ όλα, σαν μια μέθοδο.
Υπάρχουν δυο μέθοδοι με τις οποίες, τα διάφορα κόμματα που αντιτίθενται στον Αναρχισμό, περιμένουν, ή λένε ότι περιμένουν, να υλοποιήσουν το μεγαλύτερο καλό όλων. Αυτές είναι ι εξουσιαστικές ή Κρατικοσοσιαλιστικές κι οι ατομικιστικές μέθοδοι. Η πρώτη εμπιστεύεται τη διεύθυνση της κοινωνικής ζωής σε λίγους και θα κατέληγε στην εκμετάλλευση και καταπίεση των μαζών απ’ αυτούς τους λίγους. Η δεύτερη μέθοδος βασίζεται στην ελεύθερη πρωτοβουλία των ατόμων και διακηρύσσει, αν όχι την κατάργηση, τον περιορισμό της κυβέρνησης. Καθώς όμως, σέβεται την ατομική ιδιοκτησία και στηρίζεται στην αρχή του καθένας για τον εαυτό του κι επομένως στον ανταγωνισμό, η ελευθερία της δεν είναι παρά μόνο η ελευθερία των ισχυρών, η άδεια εκείνων που έχουν να καταπιέζουν και να εκμεταλλεύονται τους αδύναμους που δεν έχουν τίποτα. Απέχοντας πολύ απ’ το να γεννάει αρμονία, θα έτεινα πάντα να μεγαλώνει την απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς και θα κατέληγε επίσης, διαμέσου της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας, στην εξουσία. Αυτή η δεύτερη μέθοδος, ο Ατομικισμός, είναι θεωρητικά ένα είδος Αναρχίας δίχως συνεργασία. Επομένως δεν είναι καλύτερη από ένα ψέμα, γιατί η ελευθερία δεν είναι δυνατή δίχως ισότητα κι η αληθινή Αναρχία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως Αλληλεγγύη, δίχως συνεργασία. Η κριτική που εξαπολύουν οι Ατομικιστές ενάντια στην κυβέρνηση είναι απλώς η επιθυμία να την απογυμνώσουν από ορισμένες λειτουργίες, να τις δώσουν ουσιαστικά στον καπιταλιστή. Αλλά δεν μπορεί να επιτεθεί σ’ εκείνες τις καταπιεστικές λειτουργίες που αποτελούν την ουσία της κυβέρνησης, γιατί δίχως μια ένοπλη δύναμη δεν μπορεί να στηριχθεί το ιδιοκτητικό σύστημα. Επιπλέον, στον Ατομικισμό, η καταπιεστική δύναμη της κυβέρνησης πρέπει πάντα να μεγαλώνει σε αναλογία με την αύξηση, διαμέσου του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ανάγκης, της ανισότητας και της δυσαρμονίας.
Οι Αναρχικοί παρουσιάζουν μια νέα μέθοδο, την ελεύθερη πρωτοβουλία και την ελεύθερη συμφωνία όλων. Έτσι, μετά την επαναστατική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, θα έχουν όλοι ίσα δικαιώματα στη διανομή του κοινωνικού πλούτου.
Αυτή η μέθοδος, μη δεχόμενη την επανακαθιέρωση της ατομικής ιδιοκτησίας, πρέπει να οδηγήσει, διαμέσου της ελεύθερης ένωσης, στον πλήρη θρίαμβο των αρχών της αλληλεγγύης.
Έτσι βλέπουμε ότι όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν για να πολεμήσουν την Αναρχική ιδέα είναι, αντίθετα, επιχειρήματα υπέρ της Αναρχίας, γιατί αυτή από μόνη της δείχνει το δρόμο με τον οποίο μπορούν να βρεθούν καλύτερα, διαμέσου της εμπειρίας, εκείνες οι λύσεις που αντιστοιχούν στις επιταγές της επιστήμης και στις ανάγκες κι επιθυμίες όλων.
Πώς θα εκπαιδεύονται τα παιδιά; Δεν ξέρουμε. Τί γίνεται τότε; Οι γονείς, οι δάσκαλοι κι όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την πρόοδο της νέας γενιάς, θα συγκεντρωθούν, θα συζητήσουν, θα συμφωνήσουν και θα διαφωνήσουν κι ύστερα θα χωριστούν σύμφωνα με τις διάφορες γνώμες τους, εφαρμόζοντας τις μεθόδους που υποστηρίζουν αντίστοιχα σαν καλύτερες. Εκείνη η μέθοδος που, όταν δοκιμάζεται, παράγει τα καλύτερα αποτελέσματα, θα θριαμβεύσει τελικά.
Και το ίδιο ισχύει για όλα τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν.
Σύμφωνα με όσα έχουμε πει, είναι φανερό ότι η Αναρχία, όπως την εννοούν οι Αναρχικοί κι όπως μπορεί να γίνει κατανοητή, βασίζεται στο Σοσιαλισμό. Επιπλέον, όταν πρόκειται για κείνη τη σχολή των Σοσιαλιστών που διαιρούν τεχνητά τη φυσική ενότητα του κοινωνικού ζητήματος, εξετάζοντας μόνο μερικά μεμονωμένα σημεία κι όταν πρόκειται επίσης για αοριστολογίες με τις οποίες προσπαθούν να εμποδίσουν την κοινωνική επανάσταση, θα πρέπει να πούμε ξεκάθαρα ότι η Αναρχία είναι συνώνυμη με το Σοσιαλισμό, γιατί κι ι δυο συμβολίζουν την κατάργηση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, ανεξάρτητα απ’ το αν αυτές διατηρούνται με τη βία των όπλων ή με τη μονοπώληση των μέσων επιβίωσης.
Η Αναρχία, όπως κι ο Σοσιαλισμός, έχει σα βάση της και αφετηρία την ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ. Σκοπός της είναι η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ και μέθοδός της η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δεν είναι τέλεια, ούτε αποτελεί το απόλυτο ιδανικό, που, σαν τον ορίζοντα, απομακρύνεται καθώς προχωρούμε προς αυτό. Αλλά αποτελεί τον ανοιχτό δρόμο σε κάθε πρόοδο και σε κάθε βελτίωση που γίνεται για χάρη ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Υπάρχουν εξουσιαστές που δέχονται ότι η Αναρχία αποτελεί τον τρόπο της κοινωνικής ζωής που ανοίγει από μόνος του το δρόμο για την πραγμάτωση του μεγαλύτερου δυνατού καλού για την ανθρωπότητα, γιατί αυτή και μόνο μπορεί να καταργήσει κάθε τάξη που ενδιαφέρεται να κρατήσει τις μάζες καταπιεζόμενες κι εξαθλιωμένες. Δέχονται επίσης ότι η Αναρχία είναι δυνατή, γιατί δεν κάνει τίποτα περισσότερο απ’ το να απαλλάξει την ανθρωπότητα από ένα εμπόδιο – την κυβέρνηση – ενάντια στο οποίο υποχρεώθηκε πάντα να πολεμάει στην οδυνηρή πορεία της που οδηγεί στην πρόοδο. Μολοντούτο, αυτοί οι εξουσιαστές, ενισχυμένοι από πολλούς θεωρητικά θερμούς εραστές της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, αποσύρονται στα τελευταία οχυρά τους, γιατί φοβούνται την ελευθερία και δεν μπορούν να πειστούν ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να ζήσει και να ευημερήσει δίχως δασκάλους και παπάδες• ακόμα, πιεζόμενοι σκληρά απ’ την αλήθεια, ζητάνε ικετευτικά την αναστολή της βασιλείας της ελευθερίας για ένα διάστημα, στην πραγματικότητα όσο πιο πολύ γίνεται.
Μια κοινωνία δίχως κυβέρνηση, που θα λειτουργούσε με την ελεύθερη, εθελοντική συνεργασία, εμπιστευόμενη απόλυτα την αυθόρμητη δράση των ενδιαφερομένων και βασισμένη πλήρως στην αλληλεγγύη και τη συμπάθεια, είναι βέβαια, λένε, ένα πολύ ωραίο ιδανικό, αλλά, όπως όλα τα ιδανικά, είναι ένα κάστρο στα σύννεφα. Βρισκόμαστε σε μια ανθρώπινη κοινωνία, που ήταν πάντα χωρισμένη σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους κι αν οι πρώτοι κατέχονται απ’ το πνεύμα της κυριαρχίας κι έχουν όλα τα κακά των τυράννων, οι τελευταίοι διαφθείρονται απ’ τη δουλικότητα κι έχουν εκείνα τα ακόμα χειρότερα κακά, που αποτελούν το προϊόν της υποδούλωσης. Το αίσθημα αλληλεγγύης απέχει πολύ απ’ το να κυριαρχεί σήμερα πάνω στον άνθρωπο κι αν είναι αλήθεια ότι οι διάφορες τάξεις των ανθρώπων γίνονται ολοένα και πιο ομόθυμες μεταξύ τους, παραμένει μολοντούτο αληθινό το ότι εκείνο που είναι πιο φανερό και που εντυπωσιάζει περισσότερο στο σημερινό ανθρώπινο χαρακτήρα, είναι ο αγώνας για την επιβίωση. Είναι γεγονός το ότι ο καθένας πολεμάει καθημερινά με τους άλλους κι ο ανταγωνισμός πιέζει όλους, εργαζόμενους κι αφεντικά, κάνοντας κάθε άνθρωπο να γίνει σαν ένας λύκος απέναντι σ’ όλους τους άλλους. Πώς μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να μεταμορφωθούν σε μια στιγμή, αφού έχουν εκπαιδευτεί σε μια κοινωνία που βασίζεται στον ανταγωνισμό τόσο ανάμεσα στα άτομα όσο κι ανάμεσα στις τάξεις και να γίνουν ικανοί να ζήσουν σε μια κοινωνία στην οποία ο καθένας θα κάνει ό,τι θέλει κι όπως θα ’πρεπε να κάνει, δίχως εξωτερικό εξαναγκασμό, φροντίζοντας για το καλό των άλλων παρακινούμενοι απλώς απ’ την ίδια τους την φύση; Και με ποιά καρδιά ή με ποιά λογική μπορείς να εμπιστευτείς μια επανάσταση απ’ τη μεριά μιας αδαούς, απείθαρχης μάζας, εξασθενημένης απ’ την εξαθλίωση, αποβλακωμένης απ’ την παπαδοκρατία, που είναι σήμερα τυφλά αιμοδιψής κι αύριο θα αφεθεί να εξαπατηθεί από οποιοδήποτε απατεώνα που θα τολμήσει ν’ αποκαλέσει τον εαυτό του αφεντικό τους; Δε θα ήταν πιο φρόνιμο να προχωρήσουμε σταδιακά προς το Αναρχικό ιδανικό, περνώντας από αβασίλευτα, δημοκρατικά και σοσιαλιστικά στάδια; Δε θα ήταν απαραίτητη μια εκπαιδευτική κυβέρνηση, αποτελούμενη απ’ την αφρόκρεμα των ανθρώπων, για να προετοιμάσει τις επερχόμενες γενιές για το μελλοντικό τους πεπρωμένοι;
Αυτές οι αντιρρήσεις, επίσης, δε θα φαίνονταν βάσιμες, αν έχουμε καταφέρει να κάνουμε τους αναγνώστες μας να καταλάβουν ό,τι έχουμε ήδη πει και να τους πείσουμε γι’ αυτό. Αλλά όπως και να ’χει το πράγμα, ακόμα κι αν αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο της επανάληψης, μπορεί να είναι καλύτερα να τους προσφέρουμε μιαν απάντηση.
Βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με τη λαθεμένη αντίληψη ότι η κυβέρνηση αποτελεί καθεαυτή μια νέα δύναμη, που πηγάζει άγνωστο από πού και που προσθέτει κάτι στο μέγεθος της δύναμης και της ικανότητας εκείνων απ’ τους οποίους αποτελείται κι εκείνων που την υπακούουν. Ενώ, αντίθετα, όλη η δραστηριότητα γίνεται απ’ τα ξεχωριστά άτομα. Η κυβέρνηση, σαν κυβέρνηση, δεν προσθέτει τίποτα, αν εξαιρέσουμε την τάση να μονοπωλεί για λογαριασμό ορισμένων κομμάτων ή τάξεων και να καταπνίγει κάθε πρωτοβουλία πέρα απ’ τον περίγυρό της.
Το να καταργήσουμε την εξουσία ή κυβέρνηση δεν σημαίνει  να καταστρέψουμε τις ατομικές ή συλλογικές δυνάμεις που λειτουργούν στην κοινωνία ή την επίδραση που ασκούν οι άνθρωποι ο ένας  πάνω στον άλλο. Αυτό θα σήμαινε τον υποβιβασμό της ανθρωπότητας σ’ ένα σύνολο αδρανών και απομονωμένων ατόμων, μια αδυνατότητα που, αν μπορούσε να υλοποιηθεί, θ’ αποτελούσε την καταστροφή οποιασδήποτε κοινωνίας, τη χαριστική βολή στην ανθρωπότητα. Η κατάργηση της εξουσίας σημαίνει την κατάργηση του μονοπωλίου της δύναμης και της επιρροής. Σημαίνει την κατάργηση αυτής της κατάστασης των πραγμάτων με την οποία η κοινωνική δύναμη, δηλαδή, η συλλογική δύναμη όλων σε μια κοινωνία, γίνεται το όργανο της σκέψης, της θέλησης και των συμφερόντων ενός μικρού αριθμού ατόμων. Αυτά, διαμέσου της συλλογικής δύναμης, καταπνίγουν την ελευθερία οποιουδήποτε άλλου για χάρη των δικών τους ιδεών. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει την καταστροφή ενός τρόπου οργάνωσης με την οποία αξιοποιείται το μέλλον, μεταξύ μιας επανάστασης και μιας άλλης, για χάρη εκείνων που ήταν οι νικητές της στιγμής.
Ο Μιχαήλ Μπακούνιν, σ’ ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στα 1872, υποστηρίζει ότι τα μεγάλα μέσα δράσης της Διεθνούς ήταν η διάδοση των ιδεών της κι η οργάνωση της αυθόρμητης δράσης των μελών της σε σχέση με τις μάζες. Ύστερα προσθέτει:
«Σ’ οποιονδήποτε θα μπορούσε να προφασιστεί ότι μια δράση οργανωμένη έτσι θ’ αποτελούσε μια παραβίαση της ελευθερίας των μαζών, ή μιαν απόπειρα δημιουργίας μιας νέας αυταρχικής εξουσίας, θ’ απαντούσαμε ότι είναι ένας σοφιστής κι ένας ηλίθιος. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για κείνους που αγνοούν το φυσικό, κοινωνικό νόμο της ανθρώπινης αλληλεγγύης, σε τέτοιο βαθμό που να φαντάζονται ότι είναι δυνατό ή ακόμα κι επιθυμητό πράγμα, μια απόλυτη αμοιβαία ανεξαρτησία των ατόμων και των μαζών. Το να επιθυμούσαμε αυτό θα ’ταν σα να θέλαμε την καταστροφή της κοινωνίας, γιατί όλη η κοινωνική ζωή δεν είναι τίποτα  διαφορετικό απ’ ότι αυτή η αμοιβαία και συνεχής εξάρτηση ανάμεσα στα άτομα και τις μάζες. Όλα τα άτομα, ακόμα και τα πιο δυνατά και πιο προικισμένα, και όντως τα περισσότερα απ’ αυτά σε κάθε στιγμή της ζωής τους, είναι παραγωγοί και συνάμα προϊόντα. Η ίση ελευθερία για κάθε άτομο δεν είναι παρά μόνο το αποτέλεσμα, που συνεχώς αναπαράγεται, αυτής της ποσότητας της υλικής, πνευματικής και ηθικής επίδρασης που εξασκείται πάνω του απ’ όλα τα άτομα που βρίσκονται γύρω του, ανήκοντας στην κοινωνία στην οποία γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και θα πεθάνει. Η επιθυμία να ξεφύγουμε απ’ αυτή την επίδραση στ’ όνομα μιας υπερβατικής ελευθερίας, θεϊκής, απόλυτα εγωιστικής κι αυθύπαρκτης είναι η τάση του εκμηδενισμού. Το ν’ αποφύγουμε να επηρεάσουμε άλλους θα σήμαινε ν’ αποφύγουμε κάθε κοινωνική δραστηριότητα, ν’ απέχουμε όντως από κάθε έκφραση των σκέψεων και των αισθημάτων μας και να γίνουμε απλώς ανύπαρκτοι. Αυτή ξ ανεξαρτησία που τόσο πολύ εκθειάζεται απ’ τους ιδεαλιστές και τους μεταφυσικούς, η ατομική ελευθερία που γίνεται κατανοητή μ’ αυτή την έννοια, θα ισοδυναμούσε με τον αυτοαφανισμό. Στη φύση, όπως και στην ανθρώπινη κοινωνία, που αποτελεί μέρος αυτής της ίδιας φύσης, ό,τι υπάρχει ζει μόνο αν συμμορφώνεται με τις ανώτερες συνθήκες αλληλεπίδρασης, που είναι περισσότερο ή λιγότερο θετική και δραστική αναφορικά με τις ζωές άλλων όντων, σύμφωνα με τη φύση του ατόμου. Κι όταν υπερασπίζουμε την ελευθερία των μαζών, δεν προσποιούμαστε ότι θα καταργήσουμε όλες τις φυσικές επιδράσεις που εξασκούν ανάμεσά τους διάφορα άτομα ή ομάδες ατόμων. Εκείνο που επιθυμούμε είναι η κατάργηση των τεχνητών επιδράσεων, που είναι προνόμια, νόμιμα κι επίσημα».
Βέβαια, στη σημερινή κατάσταση της ανθρωπότητας, που καταπιέζεται απ’ την πρόληψη και βυθίζεται στον εξευτελισμό, το ανθρώπινο πλήθος εξαρτάται από ένα σχετικά μικρό αριθμό ατόμων. Φυσικά, δε θα είναι ικανοί όλοι οι άνθρωποι να υψωθούν σε μια στιγμή στο επίπεδο της συνειδητοποίησης του καθήκοντός τους, ώστε κι οι άλλοι ν’ αντλήσουν απ’ αυτή τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια. Αλλά επειδή σήμερα είναι λίγες οι κατευθυντήριες και βαθυστόχαστες δυνάμεις που λειτουργούν στην κοινωνία, δεν υπάρχει λόγος να τις παραλύσουμε ακόμα περισσότερο και να υποταχθούν οι περισσότεροι άνθρωποι στην καθοδήγηση των λίγων. Δεν υπάρχει λόγος να συγκροτηθεί η κοινωνία με τέτοιο τρόπο που οι πιο ενεργητικές δυνάμεις, τα πιο ικανά στοιχεία, να βρεθούν τελικά έξω απ’ την κυβέρνηση απογυμνωμένα σχεδόν απ’ την επίδρασή τους πάνω στην κοινωνική ζωή. Όλα όσα συμβαίνουν τώρα, οφείλονται στην αδράνεια, στην κληρονομικότητα, στον προστατευτισμό, στο κομματικό πνεύμα και σε όλους τους μηχανισμούς της κυβέρνησης. Γιατί εκείνοι που κατέχουν κυβερνητικά αξιώματα, παυμένοι απ’ την προηγούμενη κοινωνική τους θέση κι ασχολούμενοι πρωταρχικά με το να διατηρήσουν την εξουσία, χάνουν κάθε ικανότητα να ενεργούν αυθόρμητα και δε γίνονται παρά μόνο εμπόδιο στην ελεύθερη δράση των άλλων.
Με την κατάργηση αυτής της αρνητικής δύναμης που συνθέτει μια κυβέρνηση, η κοινωνία θα γίνει ό,τι μπορεί με τις δοσμένες δυνάμεις και δυνατότητες της στιγμής. Αν υπάρχουν παιδαγωγοί που επιθυμούν να διαδώσουν την μόρφωση, θα οργανώσουν τα σχολεία και θα περιοριστούν στο να τονίζουν την ωφέλεια και απόλαυση που μπορεί ν’ αντληθεί απ’ την εκπαίδευση. Κι αν δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, ή υπάρχουν μόνο λίγοι, μια κυβέρνηση δεν μπορεί να τους δημιουργήσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει κι όπως σήμερα το κάνει, είναι ν’ αποσπάσει αυτούς τους λίγους απ’ την πρακτική, καρποφόρα εργασία στη σφαίρα της εκπαίδευσης και να τους βάλει να διευθύνουν από πάνω ότι έπρεπε να επιβληθεί με τη βοήθεια ενός αστυνομικού συστήματος. Έτσι μετατρέπουν τους έξυπνους και ένθερμους δασκάλους σε απλούς πολιτικούς, που γίνονται άχρηστα παράσιτα, απορροφούμενα ολότελα απ’ την προσπάθεια να επιβάλουν τα χόμπυ τους και να διατηρηθούν στην εξουσία.
Αν υπάρχουν γιατροί και δάσκαλοι υγιεινής, θα οργανωθούν για να υπηρετήσουν την υγιεινή. Κι αν δεν υπάρχει κανένας, δεν μπορεί να τους δημιουργήσει μια κυβέρνηση• το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τους δυσφημίσει στα μάτια του λαού, που έχει προδιάθεση να υιοθετεί υποψίες, όντας μόνο μερικές φορές καλά εδραιωμένες, αναφορικά με οτιδήποτε επιβάλλεται πάνω του.
Αν υπάρχουν μηχανικοί και μηχανοδηγοί θα οργανώσουν τους σιδηροδρόμους κλπ. κι αν δεν υπάρχει κανένας, δεν μπορεί να τους δημιουργήσει μια κυβέρνηση.
Η επανάσταση, καταργώντας την κυβέρνηση και την ατομική ιδιοκτησία, δε θα δημιουργήσει ενεργητικότητα, που δεν υπάρχει, αλλά θ’ αφήσει ένα ελεύθερο πεδίο για την εξάσκηση όλης της διαθέσιμης ενεργητικότητας κι όλης της υπάρχουσας ικανότητας. Ενώ θα καταστρέψει κάθε τάξη που ενδιαφέρεται να διατηρεί τις μάζες εξαχρειωμένες, θα ενεργήσει μ’ ένα τέτοιο τρόπο, ώστε θα είναι όλοι ελεύθεροι να εργαστούν και να κάνουν την επίδρασή τους αισθητή, ανάλογα με την ικανότητά τους και συμμορφούμενοι με τα αισθήματα και τα συμφέροντά τους. Και μόνον έτσι είναι δυνατό το ανέβασμα των μαζών, γιατί μόνο με την ελευθερία μπορεί κανείς να μάθει να είναι ελεύθερος, όπως μόνο με την εργασία μπορεί κανείς να μάθει να εργάζεται. Μια κυβέρνηση, ακόμα κι αν δεν είχε άλλα μειονεκτήματα, έχει αναγκαστικά το μειονέκτημα ότι συνηθίζει τους κυβερνώμενους να υποτάσσονται κι επίσης τείνει να γίνεται πιο καταπιεστική κι  απαραίτητη, στο βαθμό που οι υπήκοοί της είναι πιο υπάκουοι και πειθήνιοι.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση ήταν η διεύθυνση των υποθέσεων του συνόλου απ’ τους καλύτερους. Ποιοί είναι οι καλύτεροι; Και πώς θ’ αναγνωρίσουμε την υπεροχή τους; Η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι γενικά προσκολλημένη στις παλιές προκαταλήψεις κι έχει ιδέες κι ένστικτα, που έχει ήδη καλλιεργήσει η πιο ευνοούμενη μειοψηφία. Αλλ’ απ’ τις διάφορες μειοψηφίες, που όλες πιστεύουν ότι είναι σωστές, καθώς δεν χωρεί αμφιβολία ότι πολλές απ’ αυτές είναι κατά ένα μέρος, ποια θα εκλεγεί για να κυβερνήσει; Κι από ποιόν; Και με ποιό κριτήριο, βλέποντας ότι μόνο το μέλλον μπορεί ν’ αποδείξει ποιό κόμμα ανάμεσά τους είναι ανώτερο; Αν διαλέξετε 100 θιασώτες της δικτατορίας, θ’ ανακαλύψετε ότι ο καθένας απ’ αυτούς πιστεύει πως είναι ικανός, αν όχι να είναι ο μόνος δικτάτορας, τουλάχιστον να βοηθήσει πολύ ουσιαστικά στη δικτατορική κυβέρνηση. Οι δικτάτορες θα ήταν εκείνοι που, με το ένα μέσο ή το άλλο, κατάφεραν να επιβληθούν πάνω στην κοινωνία. Και με την πορεία του χρόνου, όλη τους η ενεργητικότητα θα καταναλωνόταν αναπόφευκτα στο να υπερασπίζουν τον εαυτό τους απ’ τις επιθέσεις των αντιπάλων τους, ξεχνώντας ολότελα την επιθυμία τους, αν είχαν ποτέ καμιά, ν’ αποτελέσουν απλώς μιαν εκπαιδευτική δύναμη.
Πρέπει, απ’ την άλλη μεριά, να εκλέγονται οι κυβερνήσεις με καθολική ψηφοφορία και ν’ αποτελούν έτσι την έκφραση, περισσότερο ή λιγότερο ειλικρινή, της επιθυμίας της πλειοψηφίας; Αλλά αν θεωρήσετε αυτούς τους άξιους εκλογείς σαν ανίκανους να ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους, πώς μπορούν ποτέ να είναι ικανοί να εκλέξουν οι ίδιοι διευθυντές για να τους καθοδηγούν σοφά; Πώς μπορεί να λυθεί αυτό το πρόβλημα της κοινωνικής αλχημείας: με την εκλογή μιας κυβέρνησης μεγαλοφυϊών απ’ τους ψήφους μιας μάζας ηλιθίων; Και τί θα γίνει μ’ εκείνους απ’ τη μειοψηφία, που είναι  πιο έξυπνοι, πιο ενεργητικοί και πιο αναπτυγμένοι στην κοινωνία;
Ένας μόνος τρόπος υπάρχει για να λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα προς όφελος όλων. Να εκδιωχθεί η κυβέρνηση με επαναστατικά μέσα, να αφαιρεθεί ο κοινωνικός πλούτος από εκείνους που τον κατέχουν, μπαίνοντας στη διάθεση όλων και ν’ αφεθεί ελεύθερη όλη η υπάρχουσα δύναμη, ικανότητα και καλή θέληση ανάμεσα στους ανθρώπους, προκειμένου να φροντίσει για τις ανάγκες όλων.
Παλεύουμε για την Αναρχία και το Σοσιαλισμό γιατί πιστεύουμε ότι η Αναρχία κι ο Σοσιαλισμός πρέπει να υλοποιηθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αυτό σημαίνει ότι η επανάσταση πρέπει να διώξει την κυβέρνηση, να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και να στηριχθεί στην υπηρεσία του συνόλου, που θ’ αγκαλιάσει τότε όλη την κοινωνική ζωή, στην αυθόρμητη, ελεύθερη, ανεπίσημη κι απρόσκοπτη λειτουργία όλων όσων ενδιαφέρονται κι όλων των πρόθυμων εθελοντών.
Θα υπάρξουν βέβαια δυσκολίες και προβλήματα, αλλά οι άνθρωποι θα είναι αποφασισμένοι κι αυτοί μόνο μπορούν να υπερνικήσουν όλες τις δυσκολίες αναρχικά, δηλαδή, με την άμεση δράση και την ελεύθερη συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων.
Δεν μπορούμε να πούμε αν θα θριαμβεύσουν η Αναρχία κι ο Σοσιαλισμός μετά την επόμενη επαναστατική απόπειρα, αλλά είναι βέβαιο πως αν θριαμβεύσει οποιοδήποτε απ’ τα λεγόμενα μεταβατικά προγράμματα, αυτό θα συμβεί επειδή νικηθήκαμε προσωρινά και ποτέ επειδή σκεφτήκαμε ότι ήταν φρόνιμο ν’ αφήσουμε να υπάρχει ένα οποιοδήποτε μέρος αυτού του ολέθριου συστήματος, κάτω απ’ το οποίο στενάζει η ανθρωπότητα.
Ό,τι κι αν συμβεί, θα εξασκήσουμε κάποια επίδραση πάνω στα γεγονότα, με την αριθμητική μας δύναμη, την ενεργητικότητα, την εξυπνάδα και την σταθερότητά μας. Επίσης, ακόμα κι αν μας υποτάξουν, το έργο μας δε θα ’ταν μάταιο• γιατί όσο πιο αποφασιστικοί είμαστε στην προσπάθεια να υλοποιήσουμε τα αιτήματά μας, τόσο λιγότερη κυβέρνηση κι ατομική ιδιοκτησία θα υπάρχουν στη νέα κοινωνία. Και θα ’χουμε επιτελέσει ένα σπουδαίο έργο, γιατί η ανθρώπινη πρόοδος μετριέται με το μέτρο στο οποίο εξαφανίζονται η κυβέρνηση κι η ατομική ιδιοκτησία.
Αν πέφτουμε σήμερα δίχως να κατεβάζουμε τις σημαίες μας, ο σκοπός μας είναι βέβαιο ότι θα θριαμβεύσει αύριο.
Σημείωση: Το δοκίμιο του Ερρίκο Μαλατέστα, «Αναρχία», γράφτηκε το 1891. Η μετάφραση έγινε από τον Νίκο Β. Αλεξίου και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος» 1977.
Shortlink: http://wp.me/pyR3u-bdj

 ===============================


"Δεν είναι κρίση, είναι αναδιανομή πλούτου"


Ο επίτιμος καθηγητής κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν μιλά για την κρίση, τον καταναλωτισμό, τις μορφές αντίστασης, την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας και το πώς βλέπει το μέλλον.


Τη συνέντευξη πήραν η Ντίνα Δαβάκη και ο Δημήτρης Μπούκας για την εφημερίδα Η Εποχή.

Η Ελλάδα και η Νότια Ευρώπη διέρχονται μια παρατεταμένη οικονομική κρίση και δέχονται συνέχεια σκληρά μέτρα λιτότητας. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτά που συμβαίνουν;

Τα μέτρα συνδέονται με τα δάνεια που ζητούνται. Είναι σημαντικό όμως να δει κανείς για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνται τα δάνεια που δίνονται στην Ελλάδα. Αν χρησιμοποιούνται για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τότε απλά τρέφεται η ρίζα του προβλήματος και οι πολιτικές λιτότητας θα συνεχιστούν αμείωτες. Οι οικονομικές κρίσεις έχουν να κάνουν όχι με καταστροφή του πλούτου, αλλά με αναδιανομή του. Σε κάθε κρίση υπάρχουν πάντα κάποιοι που κερδίζουν περισσότερα χρήματα σε βάρος των άλλων. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μετά την κρίση έχει παρατηρηθεί μια αργή ανάκαμψη, όμως το 93% του επιπλέον ΑΕΠ που δημιουργήθηκε, κατέληξε μόνο στο 1% του πληθυσμού.

Στα βιβλία σας έχετε πολλές φορές αναφερθεί στον καταναλωτισμό της σύγχρονης, μετανεωτερικής κοινωνίας. Σε τι βαθμό υπάρχει συμβατότητα μεταξύ καταναλωτισμού και μέτρων λιτότητας;
Μέχρι το 1970, υπήρχε μια κυρίαρχη κουλτούρα αποταμίευσης και οι άνθρωποι δεν ξόδευαν χρήματα αν δεν τα είχαν προηγουμένως κερδίσει. Μετά το 1970, και με τη συνδρομή πολιτικών όπως ο Ρέϊγκαν, η Θάτσερ και θεωρητικών όπως ο Φρίντμαν, το καπιταλιστικό σύστημα αντιλήφθηκε ότι υπήρχε παρθένο έδαφος που μπορούσε να κατακτηθεί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν αυτή που είχε πει ότι ο καπιταλισμός αναζωογονείται μέσω νέων παρθένων περιοχών. Αλλά προέβλεψε λανθασμένα ότι όταν το σύστημα κατακτήσει όλα τα παρθένα εδάφη θα καταρρεύσει. Αυτό που δεν προέβλεψε ήταν ότι ο καπιταλισμός θα αποκτούσε την ικανότητα να δημιουργεί τεχνητές παρθένες περιοχές και να τις κατακτά. Μία από αυτές είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν χρέη. Έτσι εφευρέθηκαν οι πιστωτικές κάρτες.

Διαμορφώθηκε λοιπόν μια κουλτούρα διαφορετική από αυτή της αποταμίευσης. Τώρα πλέον μπορούσε κανείς να ξοδεύει χρήματα που δεν είχε αποκτήσει. Η φάση μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, που διήρκεσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς την πίεση για δανεισμό. Κι όταν κανείς χρωστούσε η αντίδραση των τραπεζών δεν ήταν όπως παλιότερα, να στείλουν τον κλητήρα, αλλά το αντίθετο: έστελναν ένα πολύ ευγενικό γράμμα, με το οποίο προσέφεραν ένα νέο δάνειο για να αποπληρωθεί το προηγούμενο χρέος! Αυτό συνεχίστηκε για τριάντα χρόνια, μέχρι που ο Κλίντον εισήγαγε τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, που σήμαινε ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδά τους με τα έσοδα, μπορούσαν να πάρουν στεγαστικά δάνεια κλπ. Τελικά αυτή η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και έτσι δημιουργήθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση.

Παρόλα αυτά, η καπιταλιστική οικονομία φαίνεται να αντέχει.

Είχαμε, για παράδειγμα, το κίνημα «Καταλάβετε τη Wall Street», το οποίο έτυχε μεγάλης προσοχής από τα ΜΜΕ σε όλον τον κόσμο. Στο μόνο μέρος που δεν έγινε αισθητό ήταν στην ίδια τη Wall Street, η οποία λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο! Και αυτό είναι το πρόβλημα. Κυριαρχεί η ιδέα, στο μυαλό της κας Μέρκελ και των άλλων πολιτικών, ότι ο μόνος τρόπος είναι να υποστηρίζονται οι τράπεζες για να μπορούν να δίνουν περισσότερα δάνεια. Αλλά αυτή είναι μια πολύ κοντόφθαλμη πολιτική, αφού αυτή η παρθένα περιοχή του καπιταλισμού έχει πια εξαντληθεί: Οποιοσδήποτε μπορούσε να χρεωθεί, έχει χρεωθεί! Ακόμα και τα εγγόνια σας είναι ήδη χρεωμένα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα πληρώνουν αυτά τα τριάντα χρόνια καταναλωτικού οργίου. Κι ενώ στην αρχή η παρθένα περιοχή των ανθρώπων που χρεώνονται απέφερε τεράστια κέρδη, βαθμιαία τα κέρδη αυτά λιγόστεψαν και τώρα είναι μηδαμινά, σύμφωνα με το νόμο της φθίνουσας απόδοσης. Αυτό που γίνεται στην Ελλάδα τώρα είναι ότι η χώρα επενδύει σε φαντάσματα, αυτό ακριβώς είναι οι τράπεζες που δίνουν δάνεια!

Ποια είναι η διέξοδος, αν, όπως είπατε σε μια ομιλία σας, «έχει το μέλλον Αριστερά»;
Μού ζητάτε να απαντήσω ένα ερώτημα το οποίο πολύ πιο έξυπνοι άνθρωποι, όπως ο Στίγκλιτς, δυσκολεύονται να απαντήσουν.Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν ριζικές λύσεις. Κι εκείνο που με ανησυχεί, είναι ότι μεταξύ των πολιτικών θεσμών που έχουμε στη διάθεση μας, δεν υπάρχει ούτε ένας που να είναι σε θέση να παράσχει μακροπρόθεσμες λύσεις. Όλες οι κυβερνήσεις υπόκεινται στους, κατά τον R.D.Laing[1], διπλούς δεσμούς, που στην περίπτωση των κυβερνήσεων, για να χρησιμοποιήσω μια αναλογία, συνίστανται στις πιέσεις που δέχονται. Από τη μία για να επανεκλεγούν πρέπει να αφουγκράζονται τα αιτήματα του λαού, εκούσια ή ακούσια, και να υποσχεθούν την ικανοποίησή τους. Από την άλλη, όλες οι κυβερνήσεις, δεξιές και αριστερές, αδυνατούν να τηρήσουν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις λόγω των χρηματιστηρίων και των τραπεζών. Για παράδειγμα, όταν η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σαρκοζί συναντήθηκαν μια Παρασκευή να διαβουλευτούν για το μνημόνιο της Ελλάδας, έλαβαν και κοινοποίησαν κάποιες αποφάσεις, και έτρεμαν όλο το σαββατοκύριακο μέχρι να ανοίξουν τα χρηματιστήρια τη Δευτέρα.

Δεν ξέρω αν η άποψη του Laing είναι σωστή ή λάθος ως προς την οικογένεια, αλλά θεωρώ ότι έχω δίκιο όταν υποστηρίζω πως ισχύει στην περίπτωση των κυβερνήσεων.Ο κόσμος ψηφίζει από απογοήτευση. Εχουμε ολοένα και πιο συχνές εναλλαγές Δεξιάς και Αριστεράς. Στα πλαίσια της ίδιας κρίσης, ο αριστερός Θαπατέρο ηττήθηκε από τον δεξιό Ραχόι στην Ισπανία, ενώ στη Γαλλία ο δεξιός Σαρκοζί αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλιστή Ολάντ. Αυτό ακριβώς εννοώ με τον όρο διπλοί δεσμοί. Από τη μία η πίεση του εκλογικού σώματος και από την άλλη το παγκόσμιο κεφάλαιο, χρηματιστήρια, τράπεζες, επενδυτές, που υπερβαίνουν οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Μέχρι και οι ΗΠΑ είναι καταχρεωμένες. Φαντάζεστε να ζητήσουν οι δανειστές της αμερικανικής κυβέρνησης άμεση εξόφληση του χρέους; Η αμερικανική οικονομία θα καταρρεύσει εν ριπεί οφθαλμού. Σε συνθήκες διπλών δεσμών, τόσο στην ψυχολογία όσο και στην μακροοικονομία, δεν υπάρχει επιτυχής διαφυγή. Πρέπει να αλλάξει το σύστημα εκ βάθρων και αυτό χρειάζεται χρόνο.

Ναι, χρειάζεται ριζική λύση. Ποιά η γνώμη σας για τα κινήματα στη Νότια Ευρώπη; Εμείς ελπίζουμε πως τα κινήματα βάσης φαίνονται να ενισχύονται ολοένα. Είναι η πρώτη φορά, που στην Ελλάδα παρατηρούνται ομοιότητες με τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά την πτώση της δικτατορίας. Υπάρχει συσπείρωση των πολιτών και νομίζουμε πως είναι πολύ καλός οιωνός και ελπιδοφόρος.

Είναι η μόνη ελπίδα. Στο «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς» ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Κούτσι επανεξετάζει τις βασικές αρχές που διέπουν τη σκέψη μας, τα θεμέλια του στοχασμού μας, που θεωρούνται δεδομένα. Ο αρχαίος ελληνικός όρος είναι «δόξα» και υποδηλώνει τις ιδέες με βάση τις οποίες σκεπτόμαστε, που όμως δεν αμφισβητούμε (ΣτΜ «δοξασία» στα νέα ελληνικά). Μας διευκολύνουν να κατανοήσουμε τι γίνεται γύρω μας ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε, αλλά δεν υπόκεινται σε έλεγχο. Τις αποδεχόμαστε σιωπηρά.  Ο Κούτσι τις θέτει σε αμφισβήτηση. Και λέει λοιπόν: «Αν θέλουμε πόλεμο, τον έχουμε. Αν επιθυμούμε ειρήνη, μπορούμε να την αποκτήσουμε. Αν αποφασίσουμε πως τα έθνη πρέπει να δρουν σε καθεστώς ανταγωνισμού και όχι φιλικής συνεργασίας, αυτό θα γίνει». Επομένως, κάθε αλλαγή είναι εφικτή.
Είναι θέμα πολιτικής βούλησης…

Στη θέση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, μπορούμε να έχουμε συνεταιρισμούς. Oταν έκανα τη διατριβή μου για υφηγεσία στο LSE, το θέμα μου ήταν η κοινωνιολογική ανάλυση του βρετανικού εργατικού κινήματος. Πώς από την παρακμή του στο τέλος του 19ου αιώνα εδραιώθηκε και απέκτησε ισχύ τον 20ο. Δεν έγινε χάρη στις τράπεζες, ούτε χρηματοδοτήθηκε από ιδρύματα. Ενισχύθηκε όμως από το συνεταιρισμό καταναλωτών Ροτσντέιλ, που ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός το 19ου αιώνα. Τα μέλη του αποφάσισαν να σταματήσουν να αγοράζουν από τα μαγαζιά, να μην πληρώνουν τους κεφαλαιούχους, αλλά να διανέμουν τα έσοδα του συνεταιρισμού στα μέλη του και στις τοπικές κοινότητες. Ο Ροτσντέιλ δεν ήταν ο μόνος, υπήρχαν κι άλλοι. Υπήρχαν τα ταμεία αλληλοβοήθειας, που με μια μικρή συνδρομή, τα μέλη σε περίπτωση δυσκολίας μπορούσαν να δανειστούν χρήματα και να μην καταφύγουν στην τράπεζα. Αυτά τα ταμεία δεν ήταν κερδοσκοπικά. Επομένως δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του Κούτσι, αλλά εφικτό το να γίνουν αλλαγές. Προΰποθέτουν όμως επανάσταση στο επίπεδο της κουλτούρας και νοοτροπίας.

Στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχουν παρόμοιες πρωτοβουλίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που παρακάμπτουν το μεσάζοντα και αγοράζουν από τους παραγωγούς και πωλούν σε τιμές κόστους απευθείας στους καταναλωτές. Μόνο έτσι μπορούν να αντεπεξέλθουν οι πολίτες , των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί στο μισό από τις αλλεπάλληλες περικοπές. Πρόκειται για έγκλημα…

Αν τελικά η αλλαγή νοοτροπίας έχει αρχίσει, είναι μια αργή και μακροπρόθεσμη διαδικασία, που πρέπει να υπερνικήσει ισχυρότατους αντιπάλους. Ετσι όταν μιλάμε για λύσεις, το μείζον πρόβλημα δεν είναι το να βρούμε το τι είναι αναγκαίο να γίνει. Σ’ αυτό εύκολα μπορούμε να πετύχουμε σύγκλιση απόψεων. Το θέμα είναι το ποιός θα το κάνει.

Μήπως οι αγανακτισμένοι πολίτες;

Σίγουρα όχι τα πολιτικά κόμματα, οποιασδήποτε απόχρωσης. Ούτε οι κυβερνήσεις, που δεν ελέγχουν την οικονομία, οι δυνάμεις τις οποίας είναι παγκόσμιες. Τα κράτη είναι εξ ορισμού υποχρεωμένα να δρουν στα πλαίσια της επικράτειάς τους. Η οικονομία δεν ασχολείται πλέον με το τοπικό επίπεδο, τη νομοθεσία του τόπου, τις προτιμήσεις ή σύστημα αξιών των κατοίκων του. Μόλις διαπιστωθεί σύγκρουση, παίρνουν τα laptop, τα i-pad και i-phones και μετακομίζουν σε χώρες σαν το Μπανγκλαντές, όπου βρίσκουν απρόσκοπτη πρόσβαση σε εργατικά χέρια που κοστίζουν 2 δολάρια τη μέρα.  Υπάρχει αυτό που ο Ισπανός κοινωνιολόγος Μανουέλ Καστέλς αποκαλεί «χώρο των ροών» (space of flows). Εκατομμύρια δολλάρια μεταφέρονται ελεύθερα, με το πάτημα ενός πλήκτρου στον υπολογιστή. Έτσι λοιπόν, από τη μια μεριά έχουμε την εξουσία που είναι απελευθερωμένη από τον πολιτικό έλεγχο, και από την άλλη έχουμε την πολιτική, που συνεχώς πάσχει από έλλειμα εξουσίας, μια και η εξουσία εξατμίζεται στον χώρο των ροών.

Εννοείτε ότι η πολιτική είναι τοπική, ενώ η εξουσία παγκόσμια…
Ακριβώς. Και ο πιο αδύναμος κρίκος δεν είναι η κοινότητα, η πόλη ή οποιαδήποτε άλλη μορφή τοπικότητας, αλλά το ίδιο το κράτος, που είναι παγιδευμένο μεταξύ δύο πυρών, του έθνους από τη μια και των αγορών από την άλλη. Και οι πρωτοβουλίες που αναφέρατε γεννιούνται στο υπο-εθνικό επίπεδο. Οι θεσμοί του εθνικού επιπέδου (κόμματα, κυβέρνηση, βουλή κλπ.) δε μπορούν  να αντεπεξέλθουν στη διπλή αυτή πίεση.

Οι πολίτες στην προσπάθεια τους να προστατευθούν από τις επιπτώσεις αυτών των ανώνυμων δυνάμεων της αγοράς, αντιδρούν με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή οργανώνονται με γνωστούς τους, γείτονες, με όλους αυτούς με τους οποίους αντιλαμβάνονται από κοινού πως η βελτίωση του τόπου τους θα έχει θετικό αντίκτυπο σε όλους και δεν είναι ανταγωνιστικό παιχνίδι με νικητές και ηττημένους.

Γίνεται στις μέρες μας συχνά λόγος για δίκτυα…

Ξέρετε, αντιμετωπίζω τον όρο αυτον με δυσπιστία. Τα δίκτυα έχουν να κάνουν με την επικοινωνία και η επικοινωνία περικλείει ταυτόχρονα τη δυναμική της σύνδεσης και τη δυναμική της αποσύνδεσης. Προτιμώ να μιλώ για κοινότητα, γιατί αυτός ο όρος εμπεριέχει την έννοια της δέσμευσης, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση των δικτύων. Σήμερα, μπορεί κανείς να έχει εκατοντάδες φίλους σε ένα online δίκτυο και απλά κάποια στιγμή να σταματήσει να επικοινωνεί με κάποιους, χωρίς να χρειαστεί καν να εξηγήσει γιατί ή να ζητήσει συγγνώμη.

Στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε ποσοστό περίπου 27% για πρώτη φορά στην ιστορία. Η δέσμευσή του είναι ότι θα σταματήσει την αποπληρωμή του χρέους και τα μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί.


Από μια άποψη ήταν ευτυχής συγκυρία που η Αριστερά δε μπόρεσε να γίνει κυβέρνηση. Μπορώ να φανταστώ τη δυσκολία της θέσης της απέναντι σε πολιτικές που έχουν επιβληθεί, όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά από τις ανώνυμες δυνάμεις της αγοράς. Όσο ισχυρή θέληση και καλή οργάνωση και να έχουν τα κόμματα, δε νομίζω ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι αν δεν αλλάξει το σύστημα. Όπως ανέφερα, εκείνο που παρατηρείται σήμερα, είναι η αποκοπή της εξουσίας από την πολιτική.

Ως εξουσία αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να κάνει κανείς κάποια πράγματα. Ως πολιτική αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να αποφασίζει κανείς τι πρέπει να γίνει. Παλιότερα, το ζητούμενο ήταν να επιβάλλει κανείς τη δική του πολιτική ατζέντα. Ήταν δεδομένο ότι το κράτος θα υλοποιούσε την όποια ατζέντα. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν εννοώ ότι το κράτος είναι τελείως ανίσχυρο, αλλά ότι έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών. Έτσι, μπορεί π.χ. να αποφασίσει ποιούς θα φορολογήσει περισσότερο, αλλά δεν έχει λόγο στα μεγάλα προβλήματα. Όλοι οι πολιτικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά, βασίζονταν στην αντίληψη ότι το κράτος είναι ικανό να διαχειριστεί την οικονομία, την άμυνα, όπως και τις πολιτισμικές νόρμες μιας κοινωνίας. Αλλά τώρα πια η ιδέα της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί αυταπάτη, αφού δεν υπάρχει ούτε ένα έθνος που να είναι κυρίαρχο. Ακόμη και πολύ θαραλλέοι πολιτικοί, όπως ο Λούλα στη Βραζιλία, χρειάζεται να παρακολουθούν τις αντιδράσεις των αγορών όταν υιοθετούν τη μια ή την άλλη πολιτική.

Αντίθετα, κυριαρχούν τα χρηματιστήρια που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να παρακολουθούν τις ισοτιμίες των νομισμάτων κι όταν εντοπίσουν μια αδυναμία, να τη διογκώνουν μέχρι να πάρει διαστάσεις τεράστιου προβλήματος, μέσω των ΜΜΕ και της πληροφορικής, ώστε να οδηγήσουν σε πτώση των μετοχών και υποτιμήσεις και να δημιουργήσουν συνθήκες κερδοσκοπίας για το μεγάλο κεφάλαιο.

Πώς μπορεί να επέλθει η αλλαγή; Πώς είναι δυνατόν το σύστημα της αγοράς να παραμένει τόσο σταθερό σ’ένα περιβάλλον γενικής ρευστότητας, για να χρησιμοποιήσουμε δικούς σας όρους;

Όπως σάς είπα, δε βλέπω κάποια αρχή ικανή να επιβάλει κάτι διαφορετικό και πιστεύω ότι για να υπάρξει θα περάσουν δεκαετίες, δεν είναι κάτι που θε εμφανιστεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η μόνη ριζική λύση που βλέπω είναι να εδραιωθεί ένας τρόπος ζωής, που θα καταστήσει το υπάρχον σύστημα έκπτωτο. Δηλαδή, να σταματήσει το σκεπτικό τού να δανείζεται κανείς για την απόκτηση αυτοκινήτου ή σε επίπεδο κρατών, το να καταφεύγουν σε δανεισμό για να μειώσουν τους φόρους για τους πολύ πλούσιους, και να υιοθετηθεί ένας τρόπος ζωής, που θα παρέχει σε κάποιο βαθμό ασφάλεια σε όλους. Σε τέτοιο περιβάλλον οι κερδοσκόποι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα.

Δηλαδή ένας αντικαταναλωτικός τρόπος ζωής.


Ακριβώς. Το μισό πρόβλημα είναι ο υπερβολικός καταναλωτισμός της σπατάλης, που κυριαρχεί. Γι’ αυτό και κανένα επίδοξο κόμμα εξουσίας δεν υπόσχεται στους ψηφοφόρους πως θα πατάξει τον καταναλωτισμό. Δεν μιλάμε φυσικά για λιτότητα, αλλά για αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου ζωής, με έμφαση στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι την ικανοποίηση των καταναλωτών. Ο κόσμος τότε δεν θα σπαταλάει χρήματα για την απόκτηση διάφορων gadgets, όπως για παράδειγμα το να αγοράζεις καινούριο κινητό, χωρίς το παλιό να έχει βλάβη…

Αυτό γίνεται γιατί οι κατασκευαστές των gadgets διασφαλίζουν ότι μόλις εισαχθεί το νέο μοντέλο μιας συσκευής τα παλιότερα θα γίνουν παρωχημένης τεχνολογίας και αυτό ακριβώς τονίζουν όταν τα διαφημίζουν. Τέτοια τεχνάσματα χρησιμοποιούν για να παγιδεύουν τους καταναλωτές.


Φυσικά. Τα διαφημιστικά κόλπα αρχίζουν από τις διαφημίσεις στην παιδική τηλεόραση, όταν π.χ. τα νέα μοντέλα αθλητικών παπούτσιών παρουσιάζονται με τέτοιον τρόπο, που κάνει τα παιδιά να αισθάνονται πως θα γίνουν ρεζίλι στο σχολείο αν εμφανιστούν με παλιότερα. Μ’αυτόν τον τρόπο ασκούνται πιέσεις από παντού και απαιτείται θάρρος και αντοχή για να αντισταθεί κανείς στον καταναλωτισμό. Κάποιοι το κατορθώνουν και δημιουργούνται μικροί πυρήνες, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία υπάρχει το κίνημα «slow food», που έχει εξαπλωθεί σε 160 χώρες ή το «Cittaslow», που αποσκοπεί στην επιβράδυνση του ρυθμού ζωής στα αστικά κέντρα και στη διασφάλιση της ποιότητας ζωής, αντί για την ποιότητα της κατανάλωσης. Τέτοιες πρωτοβουλίες αποτελούν «νησάκια» σε ένα αρχιπέλαγος. Από αυτό το σημείο ως τη ριζική αλλαγή νοοτροπίας είναι μακρύς ο δρόμος.  Με παρηγορεί όμως η σκέψη πως κάθε πλειοψηφία στην ιστορία ξεκίνησε ως μειοψηφία κι έτσι το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις κινήσεις που αναφέραμε. Δεν έχω δυστυχώς άλλο όραμα να σας προσφέρω.

Ποιός θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος των διανοούμενων σε αυτήν την προσπάθεια;

Η διανόηση έχει γίνει κι αυτή ένα προϊόν που πωλείται και αγοράζεται και αυτό ισχύει για όλους, τόσο συντηρητικούς, όσο και προοδευτικούς. Παλιότερα, ας πούμε στη δεκαετία του ’30, υπήρχαν διανοούμενοι με κάποιο όραμα, κομμουνιστικό ή ακόμη και φασιστικό. Σήμερα οι διανοούμενοι με όραμα είναι πολύ λίγοι. Ο Μισέλ Φουκώ έχει πει ότι δεν υπάρχουν πια ολοκληρωμένοι διανοούμενοι: οι πανεπιστημιακοί στηρίζουν τα πανεπιστήμια, οι καλλιτέχνες τα θέατρα, οι γιατροί τα νοσοκομεία, η κάθε κατηγορία τα δικά της επαγγελματικά συμφέροντα. Λείπουν οι διανοούμενοι που θα στοχαστούν με πλαίσιο αναφοράς την ανθρωπότητα ολόκληρη.

Αυτή η απουσία έχει να κάνει με τη σχετικοποίηση και την εμπορευματοποίηση της γνώσης;


Οι διαδικασίες της εμπορευματοποίησης, της απορρύθμισης, του ατομισμού χαρακτηρίζουν όλες τις πλευρές της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι δεν υπάρχουν πια «κέντρα βάρους», σημεία συνεύρεσης, και «εργοστάσια αλληλεγγύης». Όλα είναι σκόρπια, ρευστά. Συνεργαζόμαστε στιγμιαία για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος και στη συνέχεια μεταπηδάμε σε κάτι άλλο, όταν βαρεθούμε, και όχι όταν το πρόβλημα έχει επιλυθεί. Δεν υπάρχει αγκυροβόλι.

Αν λοιπόν, όπως περιγράφετε και στα βιβλία σας, ζούμε πια σε ένα μεταμοντέρνο, ρευστό κόσμο, μια ρευστή μετανεωτερικότητα, ποιά θα είναι η διάδοχη κατάσταση;

Χρησιμοποιώ, όπως ίσως ξέρετε, τον όρο interregnum, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Τίτο Λίβιο για να περιγράψει την κατάσταση στη Ρώμη μετά το θάνατο του Ρωμύλου, που βασίλεψε για 37 χρόνια, όσο ήταν τότε ο μέσος όρος ζωής. Μετά το θάνατό του, ελάχιστοι Ρωμαίοι θυμούνταν τη Ρώμη πριν το Ρωμύλο. Οπότε επικρατούσε μια κατάσταση τραγικής αβεβαιότητας και έλλειψης προσανατολισμού, μέχρι να βρεθεί βασιλιάς.

Ο Γκράμσι δανείστηκε τον όρο και τον προσάρμοσε για να περιγράψει μια κατάσταση όπου οι παλιές πρακτικές δεν είναι πια αποτελεσματικές, ενώ νέοι τρόποι δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε ποιοί θα είναι αυτοί οι τρόποι. Ίσως σε άλλα σημεία της υδρογείου να έχουν ήδη βρεθεί και να μην το γνωρίζουμε. Αυτό το μαθαίνουμε πάντα εκ των υστέρων. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ούτε ένα από τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας δεν είχε προβλεφθεί. Όλα αποτέλεσαν εκπλήξεις και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει πως συνέβαιναν. Οταν μελετούσα την ιστορία του εργατικού κινήματος στη Βρετανία και έκανα έρευνα στα αρχεία της Guardian στο Μάντσεστερ, διαπίστωσα πως ούτε μια φορά μέχρι το 1870  δεν είχε γίνει αναφορά στην βιομηχανική επανάσταση, ούτε στην κοιτίδα της, το Μάντσεστερ. Ο κόσμος δεν είχε αντιληφθεί πως ζούσε τη βιομηχανική επανάσταση. Επομένως, αν τώρα ζούμε μια μετα-ρευστή επανάσταση, μόνο τα παιδιά σας θα τη συνειδητοποιήσουν.

Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.


Ο συμπατριώτης σας Κορνήλιος Καστοριάδης, όταν λόγω των ριζοσπαστικών του θέσεων ερωτήθηκε αν στόχος του ήταν να αλλάξει τον κόσμο, απάντησε «Ούτε κατά διάνοια. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να αλλάξω τον κόσμο. Αυτό που επιθυμώ είναι να αλλάξει η ανθρωπότητα από μόνη της, όπως έκανε τόσες φορές στο παρελθόν». Αυτή είναι οπτική αισιόδοξου ανθρώπου.

Την προσυπογράφετε σε τελική ανάλυση;

Δεν θα προλάβω να το δω, γιατί είναι μακροπρόθεσμο. Όμως ελπίζω ο 21ος αιώνας να είναι αφιερωμένος στην επανασύνδεση εξουσίας και πολιτικής, μέσα από συλλογική δράση και κοινούς στόχους. Η διάκριση μεταξύ αισιόδοξης και απαισιόδοξης στάσης κατά τη γνώμη μου είναι λογικά εσφαλμένη, αφού δεν εξαντλεί όλες τις πιθανότητες. Ποιός είναι ο αισιόδοξος; Όποιος πιστεύει πως ο κόσμος ως έχει εδώ και τώρα, είναι ο καλύτερος δυνατός. Ποιός είναι ο απαισιόδοξος; Αυτός που σκέφτεται πως ίσως ο αισιόδοξος να έχει δίκιο.

Υπάρχει και ο Καστοριάδης μεταξύ των δύο θέσεων, που λέει πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός και έλπιζε πως κάποτε θα πραγματοποιηθεί. Όσον αφορά στο απώτερο μέλλον, η άποψη του είναι σωστή, όχι όμως όσον αφορά στο άμεσο μέλλον.

Όσο για μένα, είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος και μακροπρόθεσμα αισιόδοξος. Δεν βλέπω ριζοσπαστικές αλλαγές σύντομα, αλλά είμαι σίγουρος, πως είναι στο πρόγραμμα.

[1] Ο ψυχίατρος R.D. Laing, ορίζει ως «διπλούς δεσμούς», τα διαφορετικά αντιφατικά μηνύματα στα οποία είναι εκτεθειμένα τα μέλη της οικογένειας λόγω της ταυτόχρονης επιρροής της κοινωνίας και της οικογένειας και την ανάγκη να απαντήσουν σε πολύ συχνά παράλογες προκλήσεις για να μην τιμωρηθούν.



eyedoll.gr--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιστορία - Θεωρία

Τεύχος 94, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2006
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΛΤΟΥΣΕΡ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΟΥΚΩ  
του Χρήστου Σίμου  
Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Αλτουσέρ και ο Φουκώ διαπραγματεύονται την έννοια της εξουσίας. Ο λόγος της διερεύνησης αυτής προκύπτει, όπως θα δούμε και εκτενέστερα, από τις ούτως ή άλλως υπαρκτές συγκλίσεις  (αλλά και τις αποκλίσεις) των εν λόγω στοχαστών, καθώς και οι δύο μοιράζονται τρόπον τινά την ίδια ιστορική και διανοητική αφετηρία [1]. Βεβαίως, με το πέρασμα του χρόνου τα έργα τους αποκλίνουν σημαντικά, ιδίως σ’ ό,τι αφορά το πολιτικό διακύβευμα που πρεσβεύει το καθένα, σε σημείο που να οδηγούνται σε αντιπαράθεση [2] .
Ξεκινώντας από τον Αλτουσέρ, θα δούμε τον τρόπο που αναπτύσσει το ζήτημα της εξουσίας στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς καθώς και τη συσχέτιση του ζητήματος με την πολιτική προοπτική του εργατικού κινήματος: ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του ως «κομμουνιστή φιλόσοφο».
Συνεχίζοντας με τον Φουκώ, θα δούμε τη νέα προοπτική που επιχειρεί να φέρει για τη μελέτη του ζητήματος, σημειώνοντας εξαρχής την συνθηματικού τόνου αναφορά του ότι: «Όσοι έχουν την ελπίδα πως θα σωθούν με την αντιπαράθεση της πραγματικής γενειάδας του Μαρξ στην ψεύτικη μύτη του Στάλιν, χάνουν τον καιρό τους» [3], δείχνοντας μ’ αυτή τη φράση το θεωρητικό και πολιτικό του στίγμα, δηλαδή τη θέση του ότι είναι μάταιη η οποιαδήποτε αναζήτηση μιας κομμουνιστικής πολιτικής πρότασης που θα μπορεί να αποκλείσει ολοκληρωτικές τάσεις. Θέτει μια ριζικά νέα και πρωτοποριακή, ειδικά για την εποχή του, εννοιολόγηση περί εξουσίας που αντιτίθεται ρητά τόσο στον μαρξισμό, (είτε πρόκειται γι’ αυτόν που γενικά ονομάζεται ως κλασικός ή «ορθόδοξος», είτε για την ανανέωση του μαρξισμού που επιχειρείται από τον Αλτουσέρ και τους μαθητές-συνεργάτες του [4] ), όσο και στις φιλελεύθερες θεωρήσεις [5] .
Για τη διαπραγμάτευση των ζητημάτων αυτών, θα ασχοληθούμε με το πολιτικό διακύβευμα του Αλτουσέρ, ο οποίος σε πολλά σημεία του έργου του επαναλαμβάνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική πρακτική χωρίς επαναστατική θεωρία [6], δείχνοντας ότι το εργατικό κίνημα οφείλει να έχει μια επιστημονική θεώρηση του κοινωνικού, αν θέλει να ανατρέψει την υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση: γενικότερα ισχυρίζεται ευθέως ότι η κάθε κοινωνική πρακτική (άρα και η πολιτική πρακτική) σχετίζεται είτε έμμεσα είτε άμεσα με κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο [7] .
Σ’ ό,τι αφορά τις απόψεις του Φουκώ για το ζήτημα της εξουσίας, όπως θα δούμε, η  έννοια «εξουσία» είναι αλληλένδετη με την έννοια της «αντίστασης». Αντίθετα από τον Αλτουσέρ, ο οποίος έχει μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχέση της εξουσίας με την οικονομική δομή και την εν γένει μορφολογία του κοινωνικού σχηματισμού, ο Φουκώ δεν συσχετίζει την έννοια αυτή με κάποια κοινωνικοοικονομική δομή [8]. Η αρχική του πρόθεση είναι να προτείνει ένα εννοιολογικό σύστημα που θα ξεφεύγει και από την μαρξιστική και από την δικαιϊκή-νομική εννοιολόγηση, χωρίς όμως και να αναζητά κάποιο οριστικό θεμέλιο σε οποιοδήποτε σταθερό κοινωνικό παράγοντα.
  Η φουκωική προβληματική προβάλλει ως βασικό επιχείρημα ότι η εξουσία είναι σχέση, ασκείται δε πρωτίστως στα σώματα των ανθρώπων. Ο Φουκώ ασχολείται εκτενώς με το ζήτημα του σώματος και το πώς αυτό γίνεται αντικείμενο εξουσίας [9] αλλά και τις τεχνικές που χαρακτηρίζουν τις νεοτερικές κοινωνίες, οι οποίες αφορούν τη χειραγώγηση, την επιτήρηση και τον έλεγχο των σωμάτων, δηλαδή τους πειθαρχικούς μηχανισμούς οι οποίοι μετασχηματίζουν το ανθρώπινο σώμα [10] και το «κανονικοποιούν» [11] . Τα κύρια έργα στα οποία αναπτύσσονται τα ζητήματα του ελέγχου, της πειθαρχίας και γενικότερα των σχέσεων εξουσίας που ασκούνται στο σώμα είναι το Επιτήρηση και Τιμωρία, και ο πρώτος τόμος της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας [12] , όπου εκεί ο Φουκώ πραγματεύεται τους τρόπους με τους οποίους «τα ανθρώπινα όντα μετασχηματίζονται σε υποκείμενα…» [13] . Οι απόψεις του Φουκώ για τα θέματα αυτά είχαν διατυπωθεί, όχι αναλυτικά, και σε προηγούμενα κείμενα, με πιο χαρακτηριστικό το «Intellectuals and Power» (1972), στο οποίο ο Μισέλ Φουκώ συνδιαλέγεται με τον Ζυλ Ντελέζ γι’ αυτά τα ζητήματα [14]. Η στροφή του Φουκώ προς τα ζητήματα αυτά, έχει να κάνει με το ιστορικό πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ύστερα δηλαδή από το ξέσπασμά του Μάη του ’68.
Η εξουσία ως ταξική πάλη και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους 
Η ανάπτυξη των θέσεων του Αλτουσέρ ξεκινά  με την αναζήτηση των ταξικών σχέσεων στους κοινωνικούς σχηματισμούς που κυριαρχούνται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Συνεπώς εξετάζει το πολιτικό και το ιδεολογικό επίπεδο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και πώς διεξάγεται εντός αυτών η ταξική πάλη. Ο Αλτουσέρ θεωρεί ότι η ταξική πάλη στο πολιτικό επίπεδο έχει την κρισιμότερη σημασία. Η πολιτική μάχη είναι το επίδικο σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται όλη η συζήτηση. Αν η εργατική τάξη καταφέρει να επικρατήσει πολιτικά, δηλαδή καταφέρει να πάρει στα χέρια της την κρατική εξουσία, τότε θα έχει κάνει το πρώτο κρίσιμο βήμα προς την οικοδόμηση μιας κοινωνίας διαφορετικού τύπου, δηλαδή μιας κοινωνίας που θα επικρατούν διαφορετικού τύπου σχέσεις σ’ όλα τα επίπεδα. Ο κρίσιμος θεσμός του πολιτικού επιπέδου δεν είναι άλλος από το κράτος: το κράτος είναι το όργανο μέσω του οποίου η αστική τάξη ασκεί εξουσία. Ο Αλτουσέρ, ακολουθώντας τον Μαρξ, θεωρεί το κράτος ως όργανο ταξικής καταστολής, το οποίο αποτελεί τον κατ’ εξοχήν θεσμό που υπηρετεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης [15]. Το κράτος δεν είναι ουδέτερο εργαλείο, αλλά αποτελεί το κύριο όργανο μέσω του οποίου αναπτύσσει τη δράση της η κυρίαρχη αστική τάξη. Η κυριαρχία της αστικής τάξης στο πολιτικό επίπεδο είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλίσει την επιβολή και διατήρηση των οικονομικών σχέσεων [16]. Επίσης, στο πολιτικό επίπεδο εντάσσονται οι θεσμοί του δικαίου, οι νομικοί θεσμοί του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού. Σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό, οι νομικοί κανόνες και θεσμοί προφανώς δεν είναι ουδέτεροι: Αποτυπώνουν την ειδικά καπιταλιστική μορφή ταξικής κυριαρχίας («ελεύθεροι και ίσοι απέναντι στο νόμο πολίτες») αφενός, και αφετέρου συνιστούν αποτέλεσμα του συγκεκριμένου συσχετισμού δύναμης στο πολιτικό επίπεδο. Το δίκαιο και το νομικό πλέγμα κανόνων δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά έκφραση των ειδικά καπιταλιστικών πολιτικών δομών, που σε τελευταία ανάλυση προασπίζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Η αστική αντίληψη περί δικαίου χαρακτηρίζεται από το προσωποπαγή έννοια  της ευθύνης που φέρουν τα υποκείμενα, κάτι που αποκρύβει τις συνθήκες και τους ιδιαίτερους τρόπους λειτουργίας που διέπουν τον οποιονδήποτε καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Όλη η κλασική εγκληματολογική και νομική σκέψη διατρέχεται από το δόγμα περί προσωπικής ευθύνης: αν κάτι δε λειτουργεί σωστά, ευθύνεται το εκάστοτε υποκείμενο και όχι οι θεσμοί [17]. Η έννοια της προσωπικής ευθύνης διατρέχει ολόκληρη την αστική-ιδεαλιστική φιλοσοφία, μια φιλοσοφία που έχει στο κέντρο της το υποκείμενο και τη συναφή έννοια περί ελευθερίας αυτού. Αποτελεί κομμάτι του κοσμοειδώλου της αστικής φιλοσοφίας η ελευθερία του υποκείμενου, και κατ’ επέκταση, η προσωπική ευθύνη. Συνεπώς, οι καπιταλιστικές κοινωνίες, εφόσον η φιλοσοφία σχετίζεται σε τελευταία ανάλυση με την πολιτική, λειτουργούν με βάση αυτές τις έννοιες. Όμως εδώ είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι αυτού του τύπου η λειτουργία δεν είναι απλώς μία μεθόδευση με σκοπό τη λειτουργικότητα του συστήματος. Οι καπιταλιστικές κοινωνίες λειτουργούν μ’ αυτόν τον τρόπο, με αποτέλεσμα ακόμα και η αστική τάξη να πιστεύει σ’ αυτές τις αξίες, συνεπώς να μεριμνά ούτως ώστε να αναπαράγονται εις το διηνεκές [18] .
Η θεωρία περί κράτους στα πρώτα έργα του Αλτουσέρ (1965) δίνει έμφαση κυρίως στον κατασταλτικό χαρακτήρα αυτού, χωρίς να προχωρά σε μια διαπραγμάτευση της ιδεολογίας ως πρακτικής: ενώ το οικονομικό και το πολιτικό έχουν και αντίστοιχη θεσμική-υλική υπόσταση, η ιδεολογία παρότι χαρακτηρίζεται και αυτή από τον πρακτικό της χαρακτήρα, μολαταύτα δεν αναλύεται επαρκώς. Προχωρώντας σε μεταγενέστερο κείμενο όμως, στο περίφημο «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους» [19] (1970), ο Αλτουσέρ με τη θεωρία του περί «αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής» συμπληρώνει τα περί ιδεολογίας με έμφαση στη θεσμική της υπόσταση [20], και δίνει επίσης μια συγκεκριμένη απάντηση για τη σχέση του ιδεολογικού επιπέδου με το πολιτικό και το πώς αλληλεξαρτώνται με το οικονομικό, διατηρώντας το καθένα τη σχετική του αυτονομία ως επίπεδο. Κεντρική θέση του Αλτουσέρ είναι ότι το κράτος εξασφαλίζει την αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής. [21]. Αυτό είναι ένα στοιχείο που το βρίσκουμε σ’ όλες τις κοινωνίες: δεν υπάρχει κοινωνικός σχηματισμός που να μην τον απασχολεί το ζήτημα της διαιώνισής του στο χρόνο. Αν δεν υπάρχει τέτοιου είδους μέριμνα, η οποιαδήποτε κοινωνία θα καταρρεύσει πολύ γρήγορα. Πιο συγκεκριμένα, στον καπιταλισμό, ταυτόχρονα με την εξέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας, λαμβάνουν χώρα δύο αλληλένδετες διαδικασίες: η αναπαραγωγή των δυνάμεων παραγωγής και η αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής. Η πρώτη διαδικασία είναι στενά οικονομική και αφορά τη διαρκή μέριμνα για ανανέωση των πρώτων υλών, των εργαλείων, μηχανημάτων, κτιρίων κ.ο.κ. [22] . Επίσης, είναι απαραίτητη η εξασφάλιση του βασικότερου «παραγωγικού συντελεστή», της εργατικής δύναμης.
Τέλος, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, σε αντιδιαστολή με άλλους τρόπους (λόγου χάρη τον φεουδαρχικό ή τον δουλοκτητικό), εκπαιδεύει το εργατικό του δυναμικό όχι στον εκάστοτε χώρο εργασίας, αλλά έξω από αυτόν: Η εκπαίδευση των (μελλοντικών) εργαζομένων αναλαμβάνεται από τον εκπαιδευτικό θεσμό, στον οποίο, ανεξάρτητα από τη βαθμίδα, διδάσκονται γνώσεις τεχνικού και θεωρητικού περιεχομένου που αρμόζουν στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής. Είτε πρόκειται για «ανώτερα» είτε για «κατώτερα» στελέχη, το εκπαιδευτικό σύστημα αναλαμβάνει να εφοδιάσει τον καθένα και την καθεμιά με τις απαραίτητες δεξιότητες τεχνικού τύπου και κυρίως να προσδώσει στους μαθητές και τους φοιτητές το ιδιαίτερο εργασιακό ήθος, τις ιδιαίτερες αξίες που αρμόζουν στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ώστε η οικονομική διαδικασία να έχει πάντα έτοιμα μέλη προς ένταξη στην παραγωγική διαδικασία.
Το θεωρητικό «βάρος» στην ανάλυση του Αλτουσέρ για το θεσμό της εκπαίδευσης πέφτει όχι στις τεχνικές γνώσεις που αυτό παρέχει και στο κατά πόσο χρησιμεύουν και αντιστοιχούν αυτές με τις εκάστοτε τρέχουσες ιδιαιτερότητες του παραγωγικού τομέα της κοινωνίας, αλλά στο ιδεολογικό φορτίο που μεταδίδει ο θεσμός αυτός [23]. Το σχολείο, στο οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω, όπως και οι άλλοι κρατικοί θεσμοί, δηλαδή η εκκλησία ή ο στρατός, φέρουν ένα ιδεολογικό φορτίο που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής με τη μετάδοσή του στους μελλοντικούς αλλά και στους εν ενεργεία εργαζόμενους. Το κρίσιμο εδώ είναι ότι οι θεσμοί αυτοί φροντίζουν για την αναπαραγωγή συνολικά: το αξιακό-ιδεολογικό φορτίο που αναμεταδίδουν, εμπεριέχει τόσο το ήθος του καλού και υπάκουου εργάτη όσο και αυτό του καπιταλιστή. Το σχολείο, με το πλέγμα αυστηρών κανόνων που ρυθμίζουν λεπτομερώς τη ζωή των μαθητών και των δασκάλων ή καθηγητών εντός αυτού, διαπαιδαγωγεί τους μαθητές στη «φυσικότητα» και αναγκαιότητα της πειθαρχίας και της ιεραρχίας. Από την άλλη μεριά, η εκπαιδευτική διαδικασία μαθαίνει τον σωστό χειρισμό της γλώσσας και σε ανώτερο επίπεδο τεχνικές και μεθόδους που είναι απαραίτητα εφόδια για μελλοντικούς διευθυντές και καπιταλιστές αν επιθυμούν να γίνουν «καλοί» στο να διοικούν τους εργαζόμενους τους. Γενικά μιλώντας, το κρίσιμο στοιχείο που επιτρέπει την αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής είναι η «διδασκαλία» της κυρίαρχής ιδεολογίας, της ιδεολογίας της αστικής τάξης, η οποία δεν εμφανίζεται ως τέτοια, αλλά ως «πραγματικότητα», εμφανίζεται με τη μορφή των τεχνικών λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών, οι οποίοι όμως δρουν για να εξυπηρετούν τα δικά της συμφέροντα. Άλλωστε, όπως τονίσαμε παραπάνω, το χαρακτηριστικό της ιδεολογίας είναι ότι δεν αναγνωρίζει τον ιδεολογικό της χαρακτήρα, δεν συλλαμβάνει ποτέ το μεροληπτικό και σχετικό-προσωρινό της χαρακτήρα.
Ο Αλτουσέρ ξεκινά από την επισήμανση ότι το κράτος είναι πάντοτε ταξικό. Ο κρατικός μηχανισμός είναι ένα εργαλείο που στις κρίσιμες στιγμές, δηλαδή σε ιστορικές περιόδους οπού υπάρχουν κινηματικές διαδικασίες που αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα, οι κρατικοί θεσμοί καταστολής (αστυνομία, στρατός, ποινικό σύστημα, δηλαδή δικαστήρια και φυλακές), αναλαμβάνουν να εμποδίσουν, με την άσκηση πολλές φορές μορφών ακραίας βίας, την οποιαδήποτε περαιτέρω ανάπτυξή του. Μ’ αυτόν τρόπο, όταν δηλαδή οι καταστάσεις οδηγούνται στα όρια, φαίνεται ξεκάθαρα ότι τον πρώτο λόγο στην ταξική διαμάχη τον έχει η κατασταλτική βία της αστικής τάξης, η οποία πάντοτε βρίσκεται σ’ αυτή τη διαδικασία, ποτέ όμως δεν φανερώνεται και τις περισσότερές φορές, αν όχι πάντα, φροντίζει να θέτει ή καλύτερα να στρατολογεί για λογαριασμό των δικών της συμφερόντων άλλες κοινωνικές ομάδες [24]. Έτσι λοιπόν, η οποιαδήποτε πραγματεία περί κράτους έχει θεωρητική και πρακτική αξία στο βαθμό που συσχετίζει το κράτος με την έννοια της (ταξικής) εξουσίας. Το κράτος ως μηχανισμός, είναι απαραίτητος για τη διασφάλιση των συμφερόντων της αστικής τάξης.
Ο Αλτουσέρ όμως, εμπλουτίζει την ανάλυση αυτή δείχνοντας ότι το κράτος δεν είναι απλώς όργανο καταστολής, όργανο που παράγει φυσική βία και μόνο, αλλά (κυρίως) ότι το κράτος, με την ευρεία έννοια του όρου, παράγει και αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία [25] , μέσω μηχανισμών που είτε ανήκουν στη δημόσια, είτε στην ιδιωτική σφαίρα [26] , τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους». Οι μηχανισμοί αυτοί είναι: ο θρησκευτικός, ο εκπαιδευτικός (σχολείο, πανεπιστήμιο, διάφορες τεχνικές-επαγγελματικές σχολές), η οικογένεια, το νομικό σύστημα, το πολιτικό σύστημα (κόμματα, κοινοβούλιο, εκλογές) [27] , ο συνδικαλιστικός, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι διάφοροι θεσμοί που ασχολούνται με τον πολιτισμό.
Οι δύο πρώτες άμεσες παρατηρήσεις είναι ότι, ενώ το κομμάτι που αφορά τους μηχανισμούς καταστολής υλοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από δημόσιους κρατικούς θεσμούς [28], η πλειονότητα των ιδεολογικών μηχανισμών (από εδώ και στο εξής ΙΜΚ) υλοποιούνται από τον ιδιωτικό τομέα, και ότι ενώ ο μηχανισμός καταστολής λειτουργεί χρησιμοποιώντας φυσική βία, οι ΙΜΚ «χρησιμοποιούν» ιδεολογία, δηλαδή συμβολική βία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αστυνομία ή ο στρατός δεν έχουν και ιδεολογικό υπόβαθρο [29]. Ποιος είναι όμως ο πρακτικός χαρακτήρας των ΙΜΚ; Γιατί είναι απαραίτητοι για την αναπαραγωγή των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής; Πώς εξασφαλίζει την κυριαρχία της τελικά η αστική τάξη;
Ο Αλτουσέρ, αξιοποιώντας την πολιτική φιλοσοφία του Μακιαβέλι, απαντά στα παραπάνω ερωτήματα λέγοντας ότι η αστική τάξη είναι αδύνατο να κυβερνήσει, δηλαδή να κυριαρχήσει πολιτικά χωρίς να έχει συμμάχους άλλες κοινωνικές τάξεις. Οι καπιταλιστικές κοινωνίες παρουσιάζουν την εξής ιδιομορφία: αποτελούνται από μια μειοψηφία καπιταλιστών-κατόχων των μέσων παραγωγής και όλα τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας «αντικειμενικά» ανήκουν στους εργαζόμενους, εφόσον δεν είναι κάτοχοι μέσων παραγωγής [30]. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να κυριαρχεί πολιτικά η μειοψηφία; Μέσω της ιδεολογίας, είναι η απάντηση. Η αστική τάξη, εφόσον είναι μειοψηφική αριθμητικά, δεν έχει άλλο τρόπο από το να δημιουργήσει συμμαχίες με κατώτερα κοινωνικά στρώματα και να τους θέσει υπό την υπηρεσία της, να τους εγκαλέσει συστρατεύοντας τους. Το κύριο χαρακτηριστικό λοιπόν της αστικής τάξης είναι ότι ασκεί την κυριαρχία της μέσω άλλων κοινωνικών ομάδων: «…η κατεξοχήν πρακτική της αστικής τάξης συνίσταται στο να εξασφαλίζει την κυριαρχία της μέσω άλλων. Αυτό ισχύει ήδη από τον καιρό του Μακιαβέλι…» [31]. Η πρακτική που προτείνει ο Μακιαβέλι στον Ηγεμόνα συνίσταται σ’ αυτήν ακριβώς την τακτική, η οποία εξασφαλίζει τη συνέχεια της, μόνο αν και εφόσον η κυρίαρχη τάξη ηγεμονεύει προπάντων στο ιδεολογικό επίπεδο. Μια «κυβέρνηση» (πολιτική εξουσία) που έχει την στήριξη και τη συμπάθεια του λαού της, στο όριο, μπορεί να κυβερνήσει και χωρίς κατασταλτικούς μηχανισμούς [32] .
Μένοντας στην ανάλυση της σημασίας των ΙΜΚ στις καπιταλιστικές κοινωνίες, αυτό που τους ενοποιεί παρά τη φαινομενική ποικιλομορφία τους, είναι ότι λειτουργούν υπό την επίδραση της ιδεολογίας της κυρίαρχης αστικής τάξης, δηλαδή υπό την κυρίαρχη ιδεολογία. Όπως είπαμε και παραπάνω, η αστική τάξη κατέχει την κρατική εξουσία, όμως η βία ως όπλο δεν της είναι αρκετό. Για να διατηρεί και να αναπαράγει την κυριαρχία της θα πρέπει να είναι κυρίαρχη και στο ιδεολογικό επίπεδο, δηλαδή να κυριαρχεί και στους ΙΜΚ [33]. Για τον Αλτουσέρ, όλες οι κοινωνικές τάξεις που κυριαρχούν ή διεκδικούν κυριαρχία στο πολιτικό επίπεδο θα πρέπει να ηγεμονεύουν και στο επίπεδο των ΙΜΚ, αν θέλουν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους [34]. Αυτό το επιχείρημα αποσαφηνίζει την αναγκαιότητα της ταυτόχρονης πάλης σ’ όλα τα επίπεδα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών που οφείλει να διεξάγει η εργατική τάξη, στον αγώνα της για τον μετασχηματισμό των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Τέλος, αποσαφηνίζει ότι ο ιδεολογικός αγώνας συνεχίζεται ακόμα και αν η εργατική τάξη καταφέρει να κυριαρχήσει πολιτικά.
 Για τον Αλτουσέρ, η ταξική πάλη διεξάγεται σ’ όλα τα κοινωνικά επίπεδα, όπως έχουμε αναφέρει. Έτσι λοιπόν, η ταξική πάλη διεξάγεται και στο επίπεδο των ΙΜΚ, που αποτελούν την υλική μορφή του ιδεολογικού επιπέδου. Ο αγώνας για την εξασφάλιση της κυριαρχίας σ’ αυτό το επίπεδο έχει κάποια χαρακτηριστικά που του προσδίδουν ιδιαιτερότητα. Αντίθετα με το πολιτικό επίπεδο, ο αγώνας για την εξασφάλιση της κυριαρχίας στο ιδεολογικό επίπεδο μπορεί να είναι εξαιρετικά μακρόχρονος. Η κυριαρχία μιας τάξης στο πολιτικό επίπεδο δεν της εξασφαλίζει την άμεση και ταυτόχρονη κυριαρχία και στο ιδεολογικό [35]. Για να εδραιωθεί λοιπόν μια οποιαδήποτε τάξη στην εξουσία, είναι απαραίτητη η επικράτησή της στο επίπεδο των ιδεολογιών. Όπως είδαμε παραπάνω, η ιδεολογία έχει κατεξοχήν υλικό και πρακτικό χαρακτήρα: η οποιαδήποτε κοινωνική τάξη που έχει την εξουσία, οφείλει να πείσει ότι οι ιδέες της και οι πρακτικές που απορρέουν από αυτές είναι ικανές να κάνουν την κοινωνία να λειτουργήσει εύρυθμα, για το «κοινό καλό». Μιλώντας πιο αφαιρετικά, οφείλει να δώσει στις έννοιες, το δικό της περιεχόμενο (ως παράδειγμα, η αστική τάξη οφείλει να καταστήσει κυρίαρχη την ιδεολογία της «ελεύθερης αγοράς», ώστε οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής να θεωρούνται ως «φυσικές»). Η ταξική πάλη στο ιδεολογικό επίπεδο διεξάγεται σε πολλαπλά επίπεδα: ενάντια στις προηγούμενες κυρίαρχες ιδεολογίες, εντός του ίδιου του στρατοπέδου της τάξης που κυριαρχεί (η αστική ή η κομμουνιστική ιδεολογία ποτέ δεν είναι ενιαίες), και τέλος, ενάντια στις ιδεολογίες των κυριαρχούμενων τάξεων [36] .
Συνεπώς, η ταξική πάλη στο ιδεολογικό επίπεδο καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τους «κανόνες του παιχνιδιού»: η επικράτηση της αστικής τάξης στο ιδεολογικό επίπεδο, μεταφράζεται στην πράξη στο γεγονός ότι τα πράγματα λειτουργούν σύμφωνα με το δικό της κοσμοείδωλο. Ο Αλτουσέρ χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα ως ΙΜΚ, και επισημαίνει ότι όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, πλην εξαιρέσεων, ενσωματώνονται σ’ αυτό το επίσημο πολιτικό σκηνικό, αντί να επιδιώξουν να αποτελέσουν το πολιτικό και ιδεολογικό αντίπαλο δέος του. Όσο τα κόμματα αυτά δεν αμφισβητούν με την πρακτική τους την όλη αντίληψη περί πολιτικής που απορρέει από το επίσημο πολιτικό σύστημα, απλώς το αναπαράγουν. Ούτως ή άλλως ο «πλουραλισμός» στην πολιτική εκπροσώπηση είναι επιθυμητός από την κυρίαρχη ιδεολογία, διότι έτσι αποκτά ισχυρότερη νομιμοποίηση. Οι τυπικές αρχές [37] του πολιτικού ΙΜΚ είναι η «ελευθερία» και η «ισότητα»: ο καθένας είναι τυπικά ελεύθερος να ψηφίσει το κόμμα της αρεσκείας του. Οι αρχές αυτές στηρίζονται στις επικρατούσες θεωρίες περί δικαίου, τη νομική ιδεολογία όπως την αποκαλεί ο Αλτουσέρ, δηλαδή στην ιδεολογία των ατομικών δικαιωμάτων, που είναι σύμφυτη με  αυτή περί της κοινωνίας ως άθροισμα ατόμων. Συνεπώς η αντίληψη του Αλτουσέρ είναι ότι το πολιτικό σύστημα διέπεται από τις αρχές όχι γενικά και αόριστα της δημοκρατίας αλλά από αυτές της αστικής δημοκρατίας, χωρίς βεβαίως να αγνοεί το γεγονός ότι η αστική τάξη στην ιστορία της έχει επιβιώσει και κάτω από μη δημοκρατικά καθεστώτα [38] . Δε συγχέει τη δημοκρατία με τον φιλελευθερισμό, παρότι ιστορικά η εξέλιξη των δύο αυτών εννοιών είναι παράλληλη [39] . Μ’ αλλά λόγια, όσο τα κομμουνιστικά κόμματα εξαντλούν τη δράση τους εντός του πλαισίου αυτού, ακολουθούν και αναπαράγουν τους κανόνες και τους όρους της αστικής τάξης σ’ ό,τι αφορά την πολιτική διαδικασία, δηλαδή δε δίνουν προοπτική για μια νέα θεώρηση του πολιτικού.
Συνοψίζοντας, ο Αλτουσέρ επανεπεξεργάζεται τη μαρξιστική θεωρία σ’ ό,τι αφορά κυρίως την υπερδομή ή το εποικοδόμημα, λέγοντας ότι η κυριαρχία της αστικής τάξης περνάει μέσα από την κυριαρχία της στους ΙΜΚ, που όπως είδαμε είναι διάσπαρτοι, σχετικά αυτόνομοι και συγκεντρώνουν ποίκιλλες αντιφάσεις στο εσωτερικό τους. [40]
Η εξουσία ως δράση-αντίσταση 
Η εξουσία για τον Φουκώ δεν αποτελεί ούτε θεσμό ούτε δομή [41] . Δεν είναι συγκεντρωμένη κάπου συγκεκριμένα, ούτε αποτελεί προνόμιο κάποιας οργανωμένης ομάδας ανθρώπων που δρουν έχοντας στόχο την κατάκτηση εξουσιαστικών θέσεων. Ο Φουκώ αντιτίθεται, όπως θα δούμε, τόσο στη φιλελεύθερη όσο και στη μαρξιστική παράδοση: για τη μεν, η κριτική του εστιάζεται στο ότι  η εξουσία δεν είναι ένα δικαίωμα το οποίο μεταβιβάζεται, ούτε και είναι αποτέλεσμα μιας μορφής κοινωνικού συμβολαίου και αφετέρου, για τη δε, στο ότι η εξουσία δεν έχει να κάνει με τη διατήρηση των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής [42]. Πριν προχωρήσουμε στις συγκεκριμένες τοποθετήσεις του Φουκώ για το ζήτημα της εξουσίας, θα προβούμε σε κάποιες διευκρινίσεις, ώστε να κατανοήσουμε πληρέστερα την ιδιαιτερότητα της ανάλυσής του.
Ο Φουκώ ισχυρίζεται ότι ως την εποχή του δεν υπάρχει θεωρία για την εξουσία [43] . Όλες οι αναλύσεις περί του θέματος περιστρέφονται γύρω από το νομικό περίβλημα της εξουσίας ή γύρω από το κράτος, χωρίς να κάνουν λόγο για την εξουσία, ως ξεχωριστό και ιδιαίτερο φαινόμενο, το οποίο χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης, άρα απαιτεί διαφορετικά εννοιολογικά εργαλεία για να κατανοηθεί [44]. Οπότε, αυτό που χρειαζόμαστε, σύμφωνα με τον Φουκώ, είναι να θέσουμε το ερώτημα σχετικά με το πώς της εξουσίας: η εξουσία δεν είναι κάτι που έχει σαφή προέλευση και κατεύθυνση. Η ανάλυση της εξουσίας έχει να κάνει με τη διατύπωση εμπειρικών ερωτημάτων που σκοπό έχουν να ανιχνεύσουν τους τρόπους με τους οποίους ασκείται η εξουσία [45] , τις ικανότητες και δεξιότητες του ανθρώπινου σώματος τις οποίες η εξουσία μεταχειρίζεται στη συνεχή δράση της.
Διαβάζοντας το έργο του Φουκώ [46] διαπιστώνουμε ότι αναφέρεται σε σχέσεις εξουσίας και όχι στην εξουσία και, όταν προτείνει τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να τη μελετάμε, αντιστρέφει τη συνήθη πορεία, λέγοντας πως πρέπει να δούμε την εξουσία από τα κάτω προς τα πάνω, ισχυριζόμενος πως η εξουσία δεν απορρέει από το κράτος [47]. Ο Φουκώ θεωρεί ότι είναι λανθασμένη η οπτική που εξετάζει την εξουσία ως κάτι που πηγάζει από τους κοινωνικούς θεσμούς. Η οπτική αυτή αφενός περιορίζει την έννοια της εξουσίας στο θεσμικό επίπεδο και μόνο, αγνοώντας τους τρόπους  με τους οποίους οι εξουσιαστικές σχέσεις λαμβάνουν χώρα σε κάθε κοινωνική συνεύρεση, στις πιο «απλές» περιπτώσεις, στα «έσχατα όρια της» [48]: η εξουσία επεκτείνεται πολύ πιο πέρα από τους θεσμούς. Και αφετέρου, δεν μας εξηγεί τον τρόπο και τους λόγους που δημιουργήθηκαν οι θεσμοί, ο οποίος βασίστηκε σε ήδη υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πού στηρίζεται η ύπαρξη κεντρικών μηχανισμών εξουσίας, αν δεν εξετάσουμε πρωτίστως τους ειδικούς μηχανισμούς, τις ιδιαίτερες στρατηγικές, που διέπουν τις σχέσεις επιβολής στη «βάση» της κοινωνίας. Η ύπαρξη των κεντρικών μηχανισμών εξουσίας είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς σχέσεων εξουσίας-επιβολής που ορίζουν διαφορές ανάμεσα σε παιδιά και ενηλίκους, μαθητές και δασκάλους ή οικογένειες, υπηκόους ή πολίτες και διοίκηση [49]. Οι σχέσεις εξουσίας διασχίζουν τους μηχανισμούς και τους θεσμούς, με αποτέλεσμα να μην εξαντλείται η ύπαρξή τους μόνο εντός τους [50]. Η οποιαδήποτε ανάλυση που εστιάζει την προσοχή της στους θεσμούς, δηλαδή κυρίως στην κρατική εξουσία αδυνατεί να εξηγήσει πώς και γιατί υπάρχει το κράτος. Είτε μιλάμε για τη σύγχρονη, είτε για παρελθούσες μορφές, κάθε έννοια κεντρικής εξουσίας δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει χωρίς την ύπαρξη σχέσεων εξουσίας στο μικροεπίπεδο, που αποτελούν και το θεμέλιο της κεντρικής εξουσίας [51]. Σύμφωνα με αυτή την παρατήρηση, το κράτος είναι μια μορφή κωδικοποίησης ενός αριθμού σχέσεων εξουσίας, που καθιστούν δυνατή τη λειτουργία του [52]. Συνεπώς, η έννοια του πολιτικού για τον Φουκώ, είναι το σύνολο των σχέσεων δύναμης σε μια κοινωνία, όπου οι σχέσεις δύναμης ταυτίζονται με τις σχέσεις εξουσίας [53]. Άρα εγκαταλείπεται οριστικά η θέση περί ύπαρξης ενός κέντρου εξουσίας στην κοινωνία. Για τον Φουκώ η εξουσία υπάρχει τελικά σ’ όλες τις ανθρώπινες σχέσεις και το ζήτημα δεν είναι να θέσουμε ερωτήματα περί της φύσης της εξουσίας αλλά να εξετάσουμε τους τρόπους άσκησης και τις επιπτώσεις που αυτή έχει [54] .
Στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας (1ος τόμος, 1982) επιχειρείται η ανάδειξη της σχέσης μεταξύ γνώσης / εξουσίας και του  σώματος [55] στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. Αρχικά είναι χρήσιμο να δούμε πιο συγκεκριμένα τις θέσεις του Φουκώ για την εξουσία. Με βάση όλα τα παραπάνω, ο Φουκώ επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο να προβούμε σε μια νέα εννοιολόγηση της εξουσίας [56] η οποία να είναι στραμμένη πέρα απ’ το «κεφάλι του βασιλιά» [57] . Η επιλογή του Φουκώ να διαπραγματευθεί το ζήτημα της εξουσίας στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας δεν είναι τυχαία. Επιχειρεί να δείξει ότι η εξουσία εγγράφεται στο ανθρώπινο σώμα άρα η εξουσία τελικά ασκείται στο σώμα, ανοίγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο μια νέα οπτική όσον αφορά την εννοιολόγησή της στην πολιτική σκέψη.
Ο Φουκώ στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας (1982) ορίζει την εξουσία ως εξής:
«Με τον όρο εξουσία, νομίζω πως πρέπει καταρχήν να εννοούμε το πλήθος των σχέσεων δύναμης που ενυπάρχουν στον χώρο όπου ασκούνται και είναι συστατικές της οργάνωσής τους· το παιχνίδι που μέσα από αδιάκοπους αγώνες και συγκρούσεις τις μεταμορφώνει, τις ενδυναμώνει, τις αντιστρέφει· τα στηρίγματα που αυτές οι σχέσεις δύναμης βρίσκουν αναμεταξύ τους έτσι που να σχηματίζουν αλυσίδα ή σύστημα, ή, αντίθετα, τις αναντιστοιχίες, τις αντιφάσεις που απομονώνουν τη μια από την άλλη· τις στρατηγικές τέλος, μέσα στις οποίες ενεργοποιούνται και που το γενικό τους σχέδιο ή η θεσμική τους αποκρυστάλλωση υλοποιούνται στους κρατικούς μηχανισμούς, στη διατύπωση του νόμου, στις κοινωνικές ηγεμονίες» [58] .
Η τοποθέτηση αυτή ασκεί κριτική στην ως τότε επικρατούσα άποψη για την εξουσία, η οποία εκφράζεται τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από τη μαρξιστική παράδοση, που βλέπουν την εξουσία ως ένα θεσμό, ως κάτι που ασκείται κεντρικά στην κοινωνία [59] . Πιο συγκεκριμένα, ο Φουκώ ισχυρίζεται ότι η φιλελεύθερη εννοιολόγηση στηρίζεται στο νομικό-δικαιϊκό στοιχείο [60] , συνεπώς στο πλαίσιο αυτό θεωρείται  ότι η εξουσία είναι αναγκαία για τη λειτουργία της κοινωνίας, ασκείται κεντρικά και μεταβιβάζεται. Όπως είδαμε και παραπάνω, ο Φουκώ προτείνει την απαλλαγή της πολιτικής σκέψης από το καθεστώς της νομικής «μοναρχίας». Η εξουσία δεν έχει τη μορφή εμπορεύματος: δεν είναι κάτι που αποκτάται και μεταβιβάζεται [61]. Η εξουσία, ως πλέγμα σχέσεων, ξεπερνά τη συνταγματικότητα-νομιμότητα, τους όρους με τους οποίους θέτει η «Δεξιά» το ζήτημα της εξουσίας [62]. Η επιχειρηματολογία της φιλελεύθερης θεώρησης, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της σε δίπολα όπως νόμιμο-παράνομο, δεν εξηγεί (αντίθετα αποκρύβει) τις νέες μορφές εξουσίας που λειτουργούν όχι με σκοπό να επιβάλλουν το δίκαιο πάνω στις ποινικά κολάσιμες πράξεις, αλλά να επιτηρήσουν, να ελέγξουν και να ομαλοποιήσουν τις ανθρώπινες συμπεριφορές.
 Όσον αφορά το μαρξισμό, σύμφωνα με τον Φουκώ πάντοτε, η θεώρηση της εξουσίας παραμένει δέσμια του αξιώματος του «θεμελιώδους δικαίου» [63] , της κεντρικής του άσκησης από τους κρατικούς θεσμούς και της ταξικότητας [64] , χωρίς να προχωρά σε περαιτέρω αναλύσεις που να αναδεικνύουν τις εξουσιαστικές σχέσεις στο μικροεπίπεδο της καθημερινότητας και που αυτές σε τελική ανάλυση οδηγούν στη θεσμική κρυστάλλωση που καλείται κρατικός μηχανισμός.  Ο μαρξισμός, παρά το ότι αναδεικνύει πως οι σχέσεις εξουσίας ξεφεύγουν από την έννοια του δικαίου και των κανόνων που θεσπίζει αυτό, μολαταύτα εμμένει στο ότι οι εξουσιαστικές σχέσεις εξαντλούνται στη βίαιη επιβολή του συμφέροντος της κυρίαρχης αστικής τάξης στην κυριαρχούμενη εργατική, έχοντας τελικά ως θεωρητικό σύστημα μια διαφορετική έστω, αλλά υπαρκτή κατά τ’ άλλα, έννοια δικαίου. Συνεπώς, η μαρξιστική παράδοση, παρότι απορρίπτει τη νομική-δικαιϊκή παράδοση, που επιχειρεί να θεμελιώσει τις εξουσιαστικές σχέσεις σε υπερβατικού τύπου αρχές δικαίου, καταλήγει να προτείνει έναν τρόπο θέασης των εξουσιαστικών σχέσεων που θεμελιώνεται σε μια διαφορετική έστω, αλλά πάλι δικαιϊκή αντίληψη. Ο Φουκώ αρνείται κάθε έννοια θεμελίου ως ουσιοκρατική: άλλωστε η γενεαλογική μέθοδος έχει στόχο να «αποθεμελιώσει» κάθε θεωρητική και πρακτική αντίληψη που αναζητά ακλόνητη τεκμηρίωση σε οποιουδήποτε είδους θεμέλιο, είτε ιστορικής, είτε κοινωνικής ή δικαιϊκής προέλευσης. Από ’κει και πέρα ο Φουκώ τονίζει ότι οι σχέσεις εξουσίας ξεπερνούν το οικονομικό ή οποιοδήποτε άλλο ιδιαίτερο ταξικό ή εν γένει συλλογικό συμφέρον, κάνοντας σαφή υπαινιγμό στο αλτουσεριανό επιχείρημα περί δομών-υπερδομών και της μεταξύ τους σχέσης, ότι εξαντλείται στην «οικονομική σε τελευταία ανάλυση» θεμελίωση της εξουσίας [65]. Οι σχέσεις εξουσίας δεν βρίσκονται σε εξωτερική θέση ως προς τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις. Αντίθετα, ενυπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, τις διαμορφώνουν, και τις καθορίζουν: οι ανισότητες εντός των οικονομικών ή όποιων άλλων κοινωνικών σχέσεων είναι αποτέλεσμα της διαμάχης στο πλαίσιο των σχέσεων εξουσίας [66] . Οι σχέσεις εξουσίας δεν επιβάλλονται ούτε με τη βία ούτε με την ιδεολογία, όπως προτείνει η μαρξιστική παράδοση [67] . Ο Φουκώ αντιτίθεται στην έννοια της ιδεολογίας, θεωρώντας ότι υπονοεί άρρητα πως υπάρχει μια πραγματικότητα «πίσω από τις ιδεολογικές σχέσεις», μια πραγματικότητα που μπορεί να φανερωθεί με την επιστημονική μελέτη της ιδεολογίας. Ενάντια στο δίπολο βία-ιδεολογία, το οποίο χαρακτηρίζει τον μαρξισμό και την αλτουσεριανή εκδοχή αυτού, όπως είδαμε, ο Φουκώ θα προτείνει το δίπολο γνώση-εξουσία [68] .
Για τον Φουκώ, η εξουσία ενυπάρχει σε κάθε ανθρώπινη σχέση: υπάρχει παντού [69] . Δεν είναι προνόμιο της κυρίαρχης τάξης [70] . Η εξουσία δεν εξαντλείται σε μια οποιαδήποτε αντίθεση ανάμεσα σε κοινωνικά δίπολα, που το ένα κυριαρχεί πάνω στο άλλο. Η εξουσία είναι μια μορφή δράσης ενός προσώπου ή μιας ομάδας προσώπων, με σκοπό τη δημιουργία συγκεκριμένων «θετικών» συμπεριφορών. Οι ομαδώσεις αυτές δεν έχουν μια κάποια σταθερή υπόσταση. Οι σχέσεις εξουσίας είναι πολλαπλές, τα υποκείμενα που μετέχουν σ’ αυτές δεν έχουν μία και μοναδική συμμετοχή σε κάποια σταθερή στάση ή αντίσταση. Η πολλαπλότητα των εξουσιαστικών σχέσεων παράγει ατελείωτα πεδία άσκησης και αντίστασης [71]. Δεν είναι μια συγκεκριμένη μορφή δύναμης που κάποιοι νέμονται προς το ιδιαίτερο συμφέρον τους ενάντια σε κάποιους άλλους. Ακόμη, ο Φουκώ θεωρεί πως η εξουσία δεν επιβάλλεται αλλά ασκείται [72]. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται η από κάτω προς τα πάνω θέαση την οποία προτείνει ως καταλληλότερη για την «αναλυτική της εξουσίας» [73], αλλά και ο ισχυρισμός του ότι η εξουσία δεν οριοθετεί απλώς: Η εξουσία δεν είναι μόνο αρνητική δύναμη. Δε λέει μόνο «όχι». Δε θέτει μόνο φραγμούς [74]. Σύμφωνα με τον Φουκώ, καμία εξουσία δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνο απαγορευτικά και καταπιεστικά, θέτοντας όρια και μόνο. Δεν επιβάλλεται ως υποχρέωση στους «εξουσιαζόμενους» [75]: οι σύγχρονές μορφές εξουσίας σε καμία περίπτωση δεν εμφανίζουν τον εξουσιαστικό τους χαρακτήρα. Από την άλλη μεριά, ο αγώνας ενάντια σ’ αυτές είναι κάθε φορά συγκεκριμένος και διαπερνάται από τις ίδιες τις σχέσεις εξουσίας. Ο Φουκώ υποστηρίζει ότι αν η εξουσία ήταν μόνο αρνητική δύναμη, τότε δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί γίνεται αποδεκτή.
Σ’ ένα από τα τελευταία του γραπτά, ο Φουκώ συνοψίζει τις θέσεις του για την εξουσία, ανανεώνοντας το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί για την έννοια αυτή. Η πρώτη θέση που αναπτύσσει είναι ότι η ανάλυση της εξουσίας τον ενδιαφέρει από την άποψη του τρόπου με τον οποίο η έννοια αυτή συγκροτεί τα υποκείμενα στις σύγχρονες κοινωνίες [76] .
Έτσι λοιπόν, ορίζει την εξουσία ως σχέση ανάμεσα σε άτομα, μια σχέση που συμπυκνώνει ένα σύνολο δράσεων επιβολής και αντίστασης. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το σχολείο, όπου ο τρόπος λειτουργίας του ορίζει τις «σωστές» και τις «λανθασμένες» συμπεριφορές, αξιολογεί, διδάσκει συγκεκριμένες δεξιότητες και γενικώς κατασκευάζει «πειθαρχημένα υποκείμενα». Όπως είδαμε παραπάνω, ο Φουκώ επιμένει να μιλά για πολλαπλές σχέσεις εξουσίας και όχι για μία εξουσία που είναι μονής κατεύθυνσης. Γι’ αυτό και λέει ότι η εξουσία είναι ένας «τρόπος δράσης κάποιων πάνω σε κάποιους άλλους» [77]. Δεν ορίζει συγκεκριμένες μορφές σχέσεων, γι’ αυτό και θεωρεί ότι οι σχέσεις εξουσίας αν και λαμβάνουν θεσμική υπόσταση, δεν εξαντλούνται σ’ αυτό το επίπεδο. Επίσης, εστιάζει στο ότι οι σχέσεις εξουσίας δεν είναι σχέσεις βίας: αν ήταν, τότε θα μιλούσαμε για δουλεία. Η βία έχει σκοπό να εκμηδενίσει-αφανίσει τον αντίπαλο. Οι σχέσεις εξουσίας, προφανώς, δεν έχουν στόχο να αλυσοδέσουν, να ασκήσουν φυσική βία.
Οι σχέσεις εξουσίας δεν είναι μια κατά μέτωπο μάχη. Ο Φουκώ τονίζει ότι δεν υπάρχει εξουσία χωρίς αντίσταση. Η άσκηση της εξουσίας έχει στόχο να οριοθετήσει τις ενδεχόμενες συμπεριφορές των υποκειμένων, να τους «διαπαιδαγωγήσει» τρόπον τινά, να συγκροτήσει το επιθυμητό γι’ αυτή πεδίο δράσης των «άλλων». Ο όρος που χρησιμοποιεί ο Φουκώ για να σχηματοποιήσει τη διαδικασία αυτή, είναι η «διακυβέρνηση» [78] (gouvernementalite), μια έννοια που προφανώς δεν πρέπει να συσχετίζεται με την κυβερνητική διαχείριση του κράτους. Η έννοια της διακυβέρνησης προϋποθέτει την ύπαρξη «ελεύθερων υποκειμένων». Κι αυτό διότι οι σχέσεις εξουσίας δεν είναι απλά και μόνο βίαιες και καταναγκαστικές [79]. Αν λοιπόν οι σχέσεις εξουσίας είναι δράση που οριοθετεί τη δράση, τότε η όλη αυτή προβληματική έχει να κάνει με την έννοια της στρατηγικής. Η διακυβέρνηση έχει στο κέντρο της, ως έννοια, τη διαχείριση-οριοθέτηση του πεδίου του «άλλου» με βάση τον «εαυτό». Αυτό σημαίνει ότι μιλάμε για καταστάσεις πολέμου [80], για καταστάσεις όπου οι μετέχοντες υπολογίζουν την τακτική τους απέναντι στους «άλλους» μετέχοντες, σε σχέση με τον ίδιο τους τον «εαυτό». Οι αγώνες αυτοί προφανώς δεν τελειώνουν ποτέ. Εφόσον είπαμε ότι βασική προϋπόθεση των εξουσιαστικών σχέσεων είναι η ύπαρξη ελευθέρων υποκειμένων, οι διαμάχες είναι αδύνατο να σταματήσουν. Πάντοτε θα υπάρχει ένα πεδίο που δεν θα έχει προσδιοριστεί πλήρως από τη δράση της εξουσίας. Αν κάποια στιγμή φτάσουμε σε κάποια οριστική «νίκη», τότε πλέον θα έχουμε ξεπεράσει την έννοια της εξουσίας. Η εξουσία είναι κατεξοχήν διαφορική έννοια: υπάρχει μόνο αν έχουμε αντίρροπες δυνάμεις που μάχονται μεταξύ τους, γι αυτό και ο Φουκώ θεωρεί απίθανη την ύπαρξη μιας κοινωνίας χωρίς σχέσεις εξουσίας, όπως ο Αλτουσέρ αποκλείει την ύπαρξη κοινωνίας χωρίς ιδεολογικές σχέσεις.
Αναφερθήκαμε παραπάνω στη θέση του Φουκώ ότι η εξουσία ασκείται στο σώμα. Η ανάλυσή του στο Επιτήρηση και Τιμωρία δεν έχει σκοπό να δείξει τη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος, του στρατού, ή των σχολείων στη σύγχρονη κοινωνία και τις διαφορές των θεσμών αυτών στην «παραδοσιακή» κοινωνία. Στο έργο αυτό σκοπεύει στο να δείξει ότι η σύγχρονη κοινωνία εγκαθιδρύει νέες μορφές εξουσίας, πειθαρχίας και ελέγχου συνολικά. Τα συγκεκριμένα ιδρύματα λειτουργούν ως παράδειγμα ώστε να δειχθεί η νέα στρατηγική, ο νέος μηχανισμός της εξουσίας. Αν στις «παραδοσιακές» κοινωνίες η τιμωρία είχε στόχο το σώμα, ενώ στις νεωτερικές την ψυχή [81], αυτό δε σημαίνει ότι το σώμα παύει να είναι στο επίκεντρο. Στη νεωτερικότητα το σώμα καθίσταται αντικείμενο γνώσης, επενδύεται πολιτικά [82] και κατασκευάζεται από το πλέγμα εξουσιών που ασκούνται σ’ αυτό. Αναπτύσσεται η λεγόμενη πολιτική τεχνολογία του σώματος [83] , μια μέθοδος που σκοπεύει να γνωρίσει/εξουσιάσει το σώμα και να ενσταλάξει σ’ αυτό ικανότητες και δεξιότητες που θα το κάνουν οικονομικά χρήσιμο και παραγωγικό [84] . Το σώμα μ’ άλλα λόγια πολιτικοποιείται [85] , αποκτά κεντρική σημασία για την κατανόηση των στρατηγικών εξουσίας στη νεωτερικότητα. Το σώμα και ο έλεγχός του αποτελούν το θεμέλιο της εξουσίας γι’ αυτό και μορφές εξουσίας/γνώσης εγγράφονται σ’ αυτό όχι όμως με την άσκηση φυσικής βίας [86] .
Ταξική πάλη ή πολλαπλές συγκρούσεις; 
Έχοντας εξετάσει συνοπτικά τα κύρια σημεία των θέσεων του Αλτουσέρ και του Φουκώ για το ζήτημα της εξουσίας, θα επιχειρήσουμε να φέρουμε σε αντιπαράθεση τα επιμέρους στοιχεία τους, εξετάζοντας πού συγκλίνουν και πού αποκλίνουν. Τέλος, θα προβούμε σε μια συνολική εκτίμηση (ως ένα είδος συμπεράσματος) για την αντιπαράθεση αυτή.
Ξεκινώντας από τα όσα ισχυρίζεται ο Φουκώ για το μικροεπίπεδο ή τη μικροφυσική της εξουσίας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πράγματι το ζήτημα της εξουσίας είναι  πολύ πιο σύνθετο και πολύπλοκο και προφανώς δεν εξαντλείται στη θεσμική διάσταση που παίρνει στις εκάστοτε κοινωνίες. Αν η διαπραγμάτευση των σχέσεων εξουσίας παραμείνει στη θεσμική κρυστάλλωσή τους, λίγα μπορούμε να καταλάβουμε τόσο για τους θεσμούς αυτούς όσο και για τα υποκείμενα που εμπλέκονται. Ο Αλτουσέρ για το ίδιο ζήτημα ξεκινά από το ότι η εξουσία δεν είναι κάτι που εξαντλείται στο ζήτημα της καταστολής και κατά δεύτερο, αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία που δείχνει πώς τα υποκείμενα συγκροτούνται μέσω της κυρίαρχής ιδεολογίας και γίνονται αποδέκτες και φορείς των σχέσεων εξουσίας. Αναλυτικότερα, η κυρίαρχη  ιδεολογία για τον Αλτουσέρ καταφέρνει να αποκρύβει τον εξουσιαστικό και ταξικό της χαρακτήρα. Συγκροτεί μέσω της ιδεολογικής έγκλησης τα υποκείμενα και τα υποτάσσει  εγγράφοντας σε αυτά επιτρεπτές και μη συμπεριφορές. Βλέπουμε λοιπόν ότι εκεί όπου ο Φουκώ χρησιμοποιεί την έννοια «εξουσία» για να συζητήσει τη διαδικασία συγκρότησης του υποκειμένου από τις εξουσιαστικές σχέσεις, ο Αλτουσέρ  προτάσσει τις ιδεολογικές σχέσεις που συγκροτούν (ομοιότροπα με τον Φουκώ) τα υποκείμενα. Ο Φουκώ δεν αποδέχεται την έννοια της ιδεολογίας, όπως είδαμε. Από την άλλη μεριά, αναπτύσσει τις σχέσεις εξουσίας και τον τρόπο που υποτάσσουν και κανονικοποιούν τους ανθρώπους με μια μέθοδο που θυμίζει αν μη τι άλλο την αλτουσεριανή θεώρηση για τις ιδεολογικές σχέσεις. Ο Αλτουσέρ κάνει όμως κι ένα βήμα παραπέρα: δείχνει τη σχέση της ιδεολογίας με τον υπόλοιπο κοινωνικό σχηματισμό, χωρίς ταυτόχρονα να πέφτει στο «σφάλμα» του χυδαίου οικονομισμού που χαρακτηρίζει τον λεγόμενο «κλασικό μαρξισμό». Ο Φουκώ όπως είδαμε, δεν προβαίνει σε τέτοιου τύπου συσχετισμούς.
Σύμφωνα με την φουκωική προβληματική, οι εξουσιαστικές σχέσεις δεν είναι μονοσήμαντες, αλλά ποικιλόμορφες. Πρόκειται για μια σειρά από ατελείωτες διαμάχες που τέμνουν σε άπειρες ομαδώσεις τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι σχέσεις εξουσίας δεν απορρέουν από την καπιταλιστική φύση των κοινωνιών [87]. Ο Αλτουσέρ, για το ζήτημα αυτό, στέκεται στην κύρια αντίφαση που απορρέει από την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που προφανώς δεν είναι άλλη από τη διάκριση της κοινωνίας σε δύο αντίπαλες κύριες κοινωνικές τάξεις, και για τις δευτερεύουσες αντιφάσεις. Οι κοινωνικές συγκρούσεις με βάση αυτό δεν είναι μόνο ταξικές (αν και πάντα σχετίζονται με την ταξική πάλη): υπάρχουν λοιπόν και δευτερεύουσες αντιφάσεις που αντλούν υλικό από την ιστορική έκβαση και συχνά σχετίζονται λίγο-πολύ με προνεωτερικές επιβιώσεις που διατηρούν την ισχύ τους στη νεωτερικότητα [88]. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ιεραρχεί τις κοινωνικές αντιφάσεις δείχνοντας τη συσχέτιση της κύριας με τις δευτερεύουσες. Τέλος, δείχνει έμπρακτα με την παρέμβασή του στο ΚΚΓ τη σημασία της ένταξης των λεγόμενων «νέων κοινωνικών κινημάτων» που εμφανίσθηκαν μετά τον Μάη του ’68 στους κόλπους του κόμματος [89]. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύει ότι το θεωρητικό σχήμα για τη σχετική αυτονομία των κοινωνικών επιπέδων (τονίζουμε τη σημασία της σχετικής αυτονομίας, διότι σε μεταγενέστερους στοχαστές που προέρχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τη «σχολή Αλτουσέρ», πολλές φορές η «σχετική» γίνεται σχεδόν «απόλυτη» αυτονομία, ιδίως σ’ ό,τι αφορά το πολιτικό επίπεδο [90]) είναι σε θέση να ιεραρχεί και να τοποθετεί τις κοινωνικές συγκρούσεις που προκύπτουν από τις (δευτερεύουσες) αντιφάσεις του καπιταλισμού, συσχετίζοντας αυτές με τη βασική ταξική αντίθεση.
Κλείνοντας, θα αναφερθούμε στο ζήτημα της θεσμικής-κοινωνικής διάστασης των σχέσεων εξουσίας. Συνοψίζοντας τις θέσεις του Αλτουσέρ, αξίζει να σταθούμε στο ότι αποσαφηνίζει το ρόλο και τη λειτουργία του κράτους στον καπιταλισμό, λέγοντας αφενός ότι το κράτος δεν είναι ουδέτερο αλλά πάντοτε ταξικά προσδιορισμένο και αφετέρου ότι το κράτος, προκειμένου να αναπαράγει τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, αναπτύσσει κατασταλτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς. Στο σημείο αυτό, θεωρούμε ότι η συμβολή του Αλτουσέρ είναι πολύ σημαντική, διότι δείχνει ξεκάθαρα την πρακτική μορφή της ιδεολογίας, αλλά και το ότι, σε τελευταία ανάλυση, η ιδεολογία συγκροτεί τα υποκείμενα, συνεπώς τα τελευταία αναπαράγουν με τη θέληση τους τις υφιστάμενες κυρίαρχες σχέσεις. Καταφέρνει μ’ αυτόν τον τρόπο να δείξει ότι οι σχέσεις εξουσίας δεν ασκούνται μόνο από το κράτος [91]. Ο Φουκώ περιγράφει τις σχέσεις εξουσίας, δείχνοντας την αλληλοσυσχέτισή τους με την κατασκευή «κανονικών» σωμάτων. Τονίζει ότι η όποια εξουσιαστική δύναμη δεν επιβάλλεται βίαια: τα υποκείμενα συγκροτούνται από αυτή και τελικά είναι εκείνα που τη διαιωνίζουν. Τέλος αμφισβητεί τη συνήθη θέαση των εξουσιαστικών σχέσεων, και στη θέση της τοποθετεί την αντίστροφη, «από τα κάτω», θέαση. Υπόσχεται ότι η αντίστροφη, ως προς τη συνηθισμένη, αυτή θέαση της εξουσίας «από τα κάτω προς τα πάνω» μπορεί να μας οδηγήσει σε μια θεωρία για την εξουσία. Όμως τα προβλήματα ξεκινούν από τη στιγμή που θα προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε στην ανάλυση της εξουσίας του Φουκώ επιχειρήματα που να οδηγούν σε προτάσεις για πρακτικές αντίστασης. Τότε η απάντηση του Φουκώ περιορίζεται σε αποσπασματικές πράξεις αντίστασης που εστιάζουν σε «τοπικές» εστίες εξουσιαστικών σχέσεων (ζητήματα φύλου, φυλετικών διακρίσεων, σεξουαλικότητας), ζητήματα που συνδέονται με «νέα» κινήματα (στα οποία ο Φουκώ είχε εξέχοντα ρόλο κατά τη δεκαετία του ’70), που αντιστοιχούν σ’ αυτές τις θεματικές.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, παρατηρούμε ότι οι θέσεις του Αλτουσέρ προσεγγίζουν το ζήτημα της εξουσίας με μια αντίληψη που το τοποθετεί στο ευρύτερο ζήτημα της κυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και συνακόλουθα προσπαθούν να στοχαστούν μια προοπτική που να επιδιώκει να ανατρέψει το συνολικό πλέγμα των οικονομικών, ιδεολογικών και πολιτικών σχέσεων. Ο Φουκώ κάνοντας λόγο για άπειρες εξουσιαστικές σχέσεις που διαμορφώνονται, δεν καταφέρνει να μιλήσει τελικά για την εξουσία ως ένα συνολικό κοινωνικό φαινόμενο και ούτε προσφέρει μια προωθητική-προτρεπτική επιχειρηματολογία για αντίσταση στην εξουσία, εφόσον οι εξουσιαστικές δυνάμεις είναι γι’ αυτόν αναπόδραστες. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε την πολύ σημαντική συμβολή του στην ανάδειξη του σώματος ως πεδίου άσκησης εξουσιαστικών δυνάμεων, κάτι που έδωσε μεγάλη ώθηση στις επονομαζόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες να στραφούν σε νέα πεδία έρευνας. Ακόμα, η κριτική του Φουκώ στο καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού» φώτισε θεωρητικά ελλείμματα του μαρξισμού που σχετίζονται με τη διαχείριση των καθημερινών ανθρώπινων σχέσεων, κάνοντας λόγο για εξουσιαστικές σχέσεις που δε σχετίζονται άμεσα με τις εκάστοτε παραγωγικές σχέσεις, όπως οι διαφυλικές ή οι σεξουαλικές σχέσεις. Τέτοια ζητήματα θίγονται στο έργο του Αλτουσέρ σε πολύ περιορισμένο βαθμό. Αν επιχειρούσαμε να «μεταγράψουμε» τέτοιου τύπου ζητήματα στο αλτουσεριανό πλαίσιο, θα κάναμε λόγο για σχέσεις που κινούνται στο ιδεολογικό επίπεδο και συναρθρώνονται με τη λειτουργία των ΙΜΚ. Όπως είδαμε παραπάνω, η παρέμβασή του στο κομμουνιστικό κόμμα κατά τη δεκαετία του ’70 είχε σκοπό, εκτός των άλλων, την ενσωμάτωση τέτοιων προβληματισμών στους κόλπους του κόμματος.
Συνεπώς, σ’ ό,τι αφορά την τρέχουσα θεωρητική και πολιτική συζήτηση είναι κρίσιμη τόσο η έννοια της βιοπολιτικής του Φουκώ, όσο και η προσπάθεια της ανανέωσης του μαρξισμού που επιχείρησε ο Αλτουσέρ, μιας ανανέωσης που για να παραμείνει επίκαιρη οφείλει να δίνει απαντήσεις στην τρέχουσα συγκυρία είτε θεωρητική είτε πολιτική, και τέλος, οφείλει να υπενθυμίζει την σε τελική ανάλυση καθοριστική για τον κοινωνικό σχηματισμό οικονομική βάση και να διαμορφώνει συγκεκριμένες στρατηγικες και στόχους εντός του πλαισίου του εργατικού κινήματος, που αποτελεί και το σημείο αναφοράς της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
Althusser Louis (1972), Politics and History Montesquieu, Rousseau, Hegel and Marx, New Left Books, London
Althusser Louis (1999), Machiavelli and Us, Verso, London
Couzens Hoy David (επιμ) (1987), Foucault: A Critical Reader, Blackwell, New York
Doxiadis Kyrkos (1997), «Foucault and the three-headed king: state, ideology and theory as targets of critique», Economy and Society, Τόμος 26, τ. 4
Eribon Didier (1991), Michel Foucault, HarvardUniversityPress, Cambridge, Massachusetts
Kritzman Lawrence D. (επιμ.) (1990), Michel Foucault: Politics, Philosophy, Culture, Interviews and Other Writings 1977-1984, Routledge, London
Langsdorf Lenore and Watson Stephen H. (επιμ.) (1998), Reinterpreting the Political, State Universityof New YorkPress, Albany
Macciochi Maria Antonietta (1973), Letters from inside the Italian Communist Party to Louis Althusser, New Left Books, London
Norris Andrew (2002), “Against Antagonism: On Ernesto Laclau’s Political Thought”, Constellations, τόμος 9
Simons Jon (1995), Foucault & the Political, Routledge, London
Zizek Slavoj (επιμ.) (1997), Mapping Ideology, Verso, London
Αλτουσέρ Λουί (1978), Για τον Μαρξ, Γράμματα, Αθήνα
Αλτουσέρ Λουί (1980), Για την κρίση του μαρξισμού, Αγώνας, Αθήνα
Αλτουσέρ Λουί (1983), Στοιχεία Αυτοκριτικής, Πολύτυπο, Αθήνα
Λουί Αλτουσέρ (1987), «Σημείωση σχετικά με τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους (ΙΜΚ)», Θέσεις, τ. 21
Αλτουσέρ Λουί (1992), Το μέλλον διαρκεί πολύ. Τα γεγονότα, Ο Πολίτης, Αθήνα
Αλτουσέρ Λουί (1994), Φιλοσοφικά, Ο Πολίτης, Αθήνα
Αλτουσέρ Λουί (1999), Θέσεις, Θεμέλιο, Αθήνα
Althusser L., Balibar E., Establet R., Macherey P., Ranciere J. (2003), Να διαβάσουμε το Κεφαλαίο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
Αλτουσέρ Λουί (χ.χ.), Τι πρέπει ν’ αλλάξει στο κομμουνιστικό κόμμα, Αγώνας, Αθήνα
Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Πουλαντζάς, Εντελμάν (1980), Συζήτηση για το κράτος, Αγώνας, Αθήνα, 1980
Δημούλης Δημήτρης και Μηλιός Γιάννης (1991), «Θεωρητική συνέχεια και πολιτικές ασυνέχειες στο έργο του Λουί Αλτουσέρ», Θέσεις, τ. 34
Δοξιάδης Κύρκος (1988), «Foucault, Ιδεολογία, Επικοινωνία», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 71
Δοξιάδης Κύρκος (1992), Υποκειμενικότητα και Εξουσία Για τη θεωρία της Ιδεολογίας, Πλέθρον, Αθήνα
Craib Ian (1998), Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998
Mouffe Chantal (2004), Το δημοκρατικό παράδοξο, Πόλις, Αθήνα
Μπαλτάς Αριστείδης (2002), Για την επιστημολογία του Λουί Αλτουσέρ, νήσος, Αθήνα
Μπαλτάς Αριστείδης, Φουρτούνης Γιώργος (1994), Ο Λουί Αλτουσέρ και το τέλος του κλασικού μαρξισμού, Ο Πολίτης, Αθήνα
Μπέτζελος Τάσος, Σωτήρης Παναγιώτης (2004), «Σώματα, Λόγοι, Εξουσίες: Ξαναγυρνώντας στην περίπτωση Φουκώ», Θέσεις, 89
Descombes Vincent (1984), Το Ίδιο και το Άλλο. 45 χρόνια γαλλικής φιλοσοφίας (1933-1978), Praxis, Αθήνα
Ντεριντά Ζακ (1996), Πολιτική και φιλία: Ο Ζακ Ντεριντά για τον Λουί Αλτουσέρ, Εκκρεμές, Αθήνα
Πετμεζίδου Μαρία (επιμ.) (1999), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, Τόμος ΙΙ, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο
Πουλαντζάς Νίκος (2001), Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, 3η έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα.
Οικονομάκης Γιώργος Η. (2005), «Σκέψεις πάνω στον θεωρητικό προσδιορισμό της εργατικής τάξης», Θέσεις, τ. 90
Σωτήρης Παναγιώτης (2004), Κομμουνισμός και φιλοσοφία Η θεωρητική περιπέτεια του Λουί Αλτουσέρ, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
Foucault Michel (2002), Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, Ψυχογιός, Αθήνα
Foucault Michel (2003), Τρία κείμενα για τον Νίτσε, Πλέθρον, Αθήνα
Φουκώ Μισέλ (1987), Εξουσία, γνώση και ηθική, ύψιλον, Αθήνα
Φουκώ Μισέλ (1991), Η μικροφυσική της εξουσίας, ύψιλον, Αθήνα
Φουκώ Μισέλ (1982), Ιστορία της Σεξουαλικότητάς, Τόμος 1, Η δίψα της Γνώσης, εκδ. Ράππα, Αθήνα
Φουκώ Μισέλ (1989), Επιτήρηση και Τιμωρία Για τη σχιζοφρένεια της φυλακής, εκδ. Ράππα, Αθήνα
[1] Τάσος Μπέτζελος, Παναγιώτης Σωτήρης, «Σώματα, Λόγοι, Εξουσίες: Ξαναγυρνώντας στην περίπτωση Φουκώ», Θέσεις, τ. 89, 2004, σσ. 75-79.
[2] Παναγιώτης Σωτήρης, «Η πρόκληση του Νομιναλισμού και ο Λουί Αλτουσέρ», Θέσεις, τ. 86, 2004, σ. 41.
[3] Ian Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998, σ. 370. Ο Φουκώ είχε εκφραστεί με θετικά σχόλια για τους «νέους φιλόσοφους» Αντρέ Γκλυκσμάν και Μπερνάν-Ανρύ Λεβύ, για την κριτική των τελευταίων στο μαρξισμό ως ολοκληρωτικό σύστημα σκέψης συνολικά, Michel Foucault, «Power and Sex», σε Lawrence D. Kritzman, (επιμ.), Michel Foucault: Politics, Philosophy, Culture, Interviews and Other Writings 1977-1984, σ. 110.
[4] Κύρκος Δοξιάδης, «Foucault, Ιδεολογία, Επικοινωνία», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 71, 1988,  σ. 18.
[5] Το έργο του Φουκώ είναι πολύπλευρό και καταπιάνεται με μια τεράστια σειρά ζητημάτων. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας θα μας απασχολήσει η δεύτερη περίοδος του έργου του, η οποία τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’70 περίπου και είναι σαφώς επηρεασμένη από τα γεγονότα του Μάη του ’68. Ο Φουκώ καλύπτει με το έργο του και την περίοδο αυτή μια μεγάλη γκάμα θεματικών, στο κέντρο των οποίων πάντα βρίσκεται το ζήτημα της εξουσίας.
[6] Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, Γράμματα, Αθήνα, 1978, σ. 166.
[7] Στο ίδιο, σ. 167.
[8] Η επιλογή του Φουκώ να μη συσχετίσει το ζήτημα της εξουσίας ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα περί κοινωνίας και πολιτικής με κάποια έννοια κοινωνίας ως αυθύπαρκτή οντότητα, έχει να κάνει με τη φουκωική αντίληψη για τις κοινωνικές επιστήμες και τις επιστήμες του ανθρώπου εν γένει, ως μορφές λόγου που ασκούν εξουσία, φτιάχνουν κανονιστικό πλαίσιο και ορίζουν τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, Barry Smart, «Michel Foucault: Υποκείμενα Εξουσίας, Αντικείμενα Γνώσης», σε Μαρία Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, Τόμος ΙΙ, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο, 1999, σσ. 178, 194-196.
[9] Στο ίδιο.
[10] Hubert L. Dreyfus & Paul Rabinow, Michel Foucault: Beyond Structuralism and Hermeneutics, Harvester Wheatseaf, London, 1982, σ. 112.
[11] Στο ίδιο, σ. 143.
[12] Barry Smart, «Michel Foucault: Κύρια θέματα και ζητήματα», σε Μαρία Πετμεζίδου (επιμ.), ό.π., σ. 166.
[13] Στο ίδιο.
[14] Ο ίδιος ο Φουκώ δηλώνει ότι στη συζήτηση αυτή τίθενται, όχι ξεκάθαρα όμως, τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την άσκηση της εξουσίας, τα οποία διευκρινίζει σε μεταγενέστερες μελέτες του, Michel Foucault, «On Power», σε Lawrence D. Kritzman, (επιμ.), Michel Foucault: Politics, Philosophy, Culture, Interviews and Other Writings 1977-1984, Routledge, London, 1990, σσ. 102-103.
[15] Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, ό.π., σ. 110
[16] L. Althusser, «Το αντικείμενο του Κεφαλαίου», σε L. Althusser κ.ά., Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, ό.π., σ. 424
[17] Slavoj Zizek (επιμ), Mapping Ideology, Verso, London, 1997, βλ. εισαγωγή σσ. 14-15
[18] Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, ό.π., σ. 234.
[19] Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, Θεμέλιο, Αθήνα, 1999, σσ. 69-121.
[20]   Slavoj Zizek, ό. π., σ. 13.
[21] Λουί Αλτουσέρ, ό.π., σ. 69.
[22] Στο ίδιο, σσ. 69-70.
[23] Στο ίδιο, σ. 74.
[24] Louis Althusser, Machiavelli and Us, Verso, London, 1999, σ. 84.
[25] Λουί Αλτουσέρ, ό.π., σ. 83. Για το ίδιο ζήτημα, Louis Althusser, Machiavelli and Us, ό.π., σ. 82.
[26] Η διάκριση αυτή είναι για τον Αλτουσέρ δευτερεύουσας σημασίας αν όχι πλήρως αδιάφορη θεωρητικά και πρακτικά, διότι αποτελεί βασικό στοιχείο της ιδεολογίας και της πρακτικής της αστικής τάξης. Είναι ένα θέμα που προκύπτει από την έννοια του αστικού δικαίου, που της διαφεύγει το ίδιο το κράτος, ως εάν να μην ανήκει πουθενά. Έτσι λοιπόν η διάκριση προκύπτει από το ίδιο το κράτος, που όπως έχουμε τονίσει είναι ταξικό, δηλαδή αστικό κράτος. Το κρίσιμο σημείο με βάση το επιχείρημα του Αλτουσέρ, δεν είναι ποιος θεσμός, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αναλαμβάνει την οποιαδήποτε δράση, αλλά ποια ταξικά συμφέροντα (το συμφέρον με την έννοια της ταξικής στρατηγικής) διακυβεύονται κάθε φορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε λαμβάνει καθόλου υπόψη το ποιος μηχανισμός αναλαμβάνει κάθε φορά τη συγκεκριμένη λειτουργία. Βλ, Λουί Αλτουσέρ, ό.π., σ. 84.
[27] Τονίζουμε ότι ο Αλτουσέρ σ’ αυτό το σημείο συζητά για το πολιτικό σύστημα, βασικό κομμάτι του οποίου είναι το κομματικό σύστημα εν γένει, και όχι τα μεμονωμένα πολιτικά κόμματα, κάτι που δεν θα εξηγούσε θεωρητικά την ύπαρξη επαναστατικών κομμάτων: Λουί Αλτουσέρ, «Σημείωση σχετικά με τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους (ΙΜΚ)», Θέσεις, τ. 21, 1987, www. theseis. com.
[28] Σ’ ό,τι αφορά τη σημερινή εποχή, το επιχείρημα αυτό διατηρεί την ισχύ του, παρότι παρατηρούμε την ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα σε τομείς που έχουν να κάνουν τόσο με την ασφάλεια όσο και με το στρατό. Οι ιδιώτες στην ουσία εγκαλούνται από το κράτος ως «υπεργολάβοι» του «δημοσίου συμφέροντος».
[29] Κατά τον Αλτουσέρ, ο πρώτος στοχαστής που αναφέρεται στη διττή λειτουργία του κράτους ως μηχανισμού καταστολής και ως ιδεολογικού μηχανισμού είναι ο Μακιαβέλι. Η περίφημη ανάλυσή του για τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσει ο Ηγεμόνας ώστε να ενώσει σε ένα κράτος τις ιταλικές πόλεις στηρίζεται στη χρήση βίας μαζί με πειθώ, δυνάμεις που είναι απαραίτητες και για τη μετέπειτα συνέχεια της κρατικής οντότητας: Louis Althusser, Machiavelli and Us, ό.π., σ. 83.
[30] Για το ζήτημα αυτό, βλ. Γιώργος Η. Οικονομάκης, «Σκέψεις πάνω στον θεωρητικό προσδιορισμό της εργατικής τάξης», Θέσεις, τ.90, 2005, σσ. 93-126.
[31] Λουί Αλτουσέρ, Τι πρέπει ν’ αλλάξει στο κομμουνιστικό κόμμα, Αγώνας, Αθήνα, χ.χ., σ. 105.
[32] Louis Althusser, Machiavelli and Us, ό.π. Την ίδια πρακτική ακολούθησε η αστική τάξη και κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, όπως συμπεραίνει ο Αλτουσέρ από την ανάγνωση του Μοντεσκιέ: Louis Althusser, Politics and History Montesquieu, Rousseau, Hegel and Marx, New Left Books, London, 1972.
[33] Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, ό.π., σ. 86.
[34] Γι’ αυτό ασκεί κριτική στις θέσεις του 22ου συνεδρίου του ΚΚΓ, που δεν ανέλυσαν την ιδεολογική ηγεμονία της γαλλικής αστικής τάξης, παραμένοντας στο οικονομικό επίπεδο: Λουί Αλτουσέρ, Για την κρίση του μαρξισμού, Αγώνας, Αθήνα, 1980, σσ. 58-62.
[35] Τα παραδείγματα που αντλεί ο Αλτουσέρ από την ιστορία σχετίζονται με τον μακρόχρονο αγώνα που διεξήγαγε ο Λένιν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, με σκοπό την επικράτηση του σοσιαλισμού και στο ιδεολογικό επίπεδο, ενάντια σε προεπαναστατικές ιδεολογίες που επιβίωναν ακόμα και μετά την επικράτηση και εδραίωση της επανάστασης, Στο ίδιο, σ. 86.
[36] Λουί Αλτουσέρ, «Σημείωση σχετικά με τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους (ΙΜΚ)», ό.π.
[37] Κύρκος Δοξιάδης, «Ουτοπία και Ηθική: Τα κοινωνικά κινήματα στη σύγχρονη ιδεολογία», ό.π., σσ. 54-55.
[38] Λουί Αλτουσέρ, ό.π.
[39] Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, Πόλις, Αθήνα 2004.
[40] Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, ό.π., σ. 89. Βλ, επίσης, Slavoj Zizek, ό.π., σ. 9, όπου δείχνει τον  τρόπο που ο φιλελευθερισμός ως θεωρία έχει αντίκτυπο στο θεσμικό αλλά και στο επίπεδο της καθημερινής πρακτικής.
[41] Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητάς, Τόμος 1, Η δίψα της Γνώσης, σ. 116.
[42] Barry Smart, «Michel Foucault: υποκείμενα εξουσίας, αντικείμενα γνώσης», σε Μαρία Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, Τόμος ΙΙ, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο, 1999 σ. 175.
[43] Ο Φουκώ υπονοεί ότι ο μαρξισμός και η φαινομενολογία αποτέλεσαν ένα είδος επιστημολογικού εμποδίου κατά τη δεκαετία του ’60, για την ανάπτυξη μιας θεωρίας που να συζητά συγκεκριμένα την έννοια της εξουσίας: Μισέλ Φουκώ, Εξουσία, γνώση και ηθική, σσ. 18-19.
[44] Μισέλ Φουκώ, Η μικροφυσική της εξουσίας, ύψιλον, Αθήνα, 1991, σ. 76.
[45] Μισέλ Φουκώ, ό.π., σ. 87.
[46] Στο ίδιο, σ. 77.
[47] Barry Smart, «Michel Foucault: υποκείμενα εξουσίας, αντικείμενα γνώσης», ό.π., σ. 174.
[48] Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, Ψυχογιός, Αθήνα, 2002, σ. 44.
[49] Στο ίδιο, σ. 64.
[50] Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Τόμος 1, Η δίψα της γνώσης, Ράππα, Αθήνα, 1982, σ. 120.
[51] Μισέλ Φουκώ, ό.π., σσ. 123-125.
[52] Μισέλ Φουκώ, Εξουσία, γνώση και ηθική, ό.π., σ. 25.
[53] Μισέλ Φουκώ, ό.π., σ. 125.
[54] Barry Smart, «Michel Foucault: υποκείμενα γνώσης, αντικείμενα εξουσίας», ό.π., σ. 174
[55] Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Τόμος 1, Η δίψα της γνώσης, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1982, σ. 113.
[56] Στο ίδιο, σ. 114.
[57] Στο ίδιο, σ. 111.
[58] Στο ίδιο, σσ. 115-116.
[59] Barry Smart, «Michel Foucault: υποκείμενα γνώσης, αντικείμενα εξουσίας», ό.π., σ. 175.
[60] Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Τόμος 1, Η δίψα της γνώσης, ό.π., σ. 110-111, 115, 119
[61] Στο ίδιο, σ. 117
[62] Μισέλ Φουκώ, Εξουσία, γνώση και ηθική, ό.π., σ. 18
[63] Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Τόμος 1, Η δίψα της γνώσης, ό.π., σ. 111.
[64] Στο ίδιο, σ. 115.
[65] Μισέλ Φουκώ, Εξουσία, γνώση και ηθική, ό.π., σ. 19. Παρόλα αυτά, αναγνωρίζει στον Μαρξ, σ’ ό,τι αφορά τις οικονομικές αναλύσεις του, το γεγονός ότι προσεγγίζει τις σχέσεις παραγωγής που παράγουν την ανέχεια των εργατών, και δεν καταγγέλλει απλώς τον καπιταλισμό ως «σύστημα που κλέβει» τους εργάτες. Μισέλ Φουκώ, Εξουσία, γνώση και ηθική, ό.π., σ. 74. Από ’κει και πέρα υποστηρίζει ότι η έννοια της εξουσίας έχει να κάνει πιο πολύ με την έννοια της επιθυμίας, παρά με την έννοια του συμφέροντος: Michel Foucault, Gilles Deleuze, «Intellectuals and Power», ό.π., σ. 215.
[66] Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Τόμος 1, Η δίψα της γνώσης, ό.π., σ. 117.
[67] Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η σχιζοφρένεια της φυλακής, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1989, σ. 38.
[68] Στο ίδιο, σ. 41.
[69] Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Τόμος 1, Η δίψα της γνώσης, ό.π.
[70] Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία Η σχιζοφρένεια της φυλακής, Ράππα, Αθήνα, 1989, σ. 39.
[71] James L. Marsh, «Truth and Power in Foucault», Lenore Langsdorf and Stephen H. Watson (επιμ.), Reinterpreting the Political, State University of New York Press, Albany, 1998, σ. 291.
[72] Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της σεξουαλικότητας, Τόμος 1, Η δίψα της γνώσης, ό.π., σ. 115.
[73] Στο ίδιο, σ. 103.
[74] Στο ίδιο, σ. 108.
[75] Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία Η σχιζοφρένεια της φυλακής, ό.π., σ. 40.
[76] Μισέλ Φουκώ, Η μικροφυσική της εξουσίας, ό.π., σ. 76.
[77] Στο ίδιο, σ. 91.
[78] Στο ίδιο, σ. 92.
[79] Στο ίδιο, σ. 93. Ο Φουκώ θεωρεί ως «πρότυπη» πολιτική φιλοσοφία τον φιλελευθερισμό από την άποψη της διακυβέρνησης, διότι ενώ η ρητορική του εστιάζει στην ελευθερία του υποκειμένου και την όσο το δυνατό μικρότερη παρέμβαση του κράτους, στην πράξη ασκεί πρακτικές διακυβέρνησης με σκοπό την κατασκευή υποκειμένων με βάση τις αρχές της φιλελεύθερης οικονομίας, Jon Simons, ό.π., σσ. 57-59.
[80] Ο Φουκώ αντιστρέφει τον ορισμό του Κλαούζεβιτς, λέγοντας ότι η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, θέλοντας να δείξει ότι οι σχέσεις εξουσίας είναι στην πράξη σχέσεις αντιπαραθετικές – σχέσεις δύναμης. Ακόμα και σε περίοδο «ειρήνης», οι πολιτικοί αγώνες συνεχίζονται κάνοντας χρήση λόγων και πρακτικών για να οριοθετήσουν τη δράση των αντιπάλων τους: Μισέλ Φουκώ, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, ό.π., σσ. 32-34.
[81] Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία Η σχιζοφρένεια της φυλακής, ό.π., σ. 27. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Φουκώ θεωρεί πως οι κυρίαρχες πρακτικές κοινωνικού ελέγχου στηρίζονται στη λογική του «Πανοπτικού», ενός οικοδομήματος που σχεδιάστηκε από τον Τζέρεμυ Μπένθαμ με αρχικό σκοπό την βελτιστοποίηση της επιτήρησης των φυλακισμένων. Πρόκειται για ένα οικοδόμημα μ’ έναν κεντρικό πύργο απ’ όπου επιτηρούνται μια σειρά κελιά τοποθετημένα κυκλικά, μέσα στα οποία κλείνονται οι άνθρωποι. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο φύλακας εφόσον βρίσκεται στο κέντρο, μπορεί να ελέγχει τον οποιονδήποτε, χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Έτσι, η εξουσία «εξαφανίζεται», δεν εκπροσωπείται πλέον από κανέναν, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι παύει να υπάρχει: διαχέεται μέσω του μοναδικού «βλέμματός» της. Ο Μπένθαμ σκέφτηκε αυτόν τον τύπο επιτήρησης όχι μόνο για τις φυλακές, αλλά για ολόκληρη την κοινωνία, στο ίδιο, σσ. 265-275.
[82] Στο ίδιο, σ. 38.
[83] Στο ίδιο, σ. 39.
[84] Στο ίδιο, σ. 39.
[85] Στο ίδιο, σ. 41.
[86] Στο ίδιο, σ. 135.
[87] Τάσος Μπέτζελος, Παναγιώτης Σωτήρης, ό.π., σ. 102.
[88] Κύρκος Δοξιάδης, «Ουτοπία και Ηθική: Τα κοινωνικά κινήματα στη σύγχρονη Ιδεολογία», ό.π., σσ. 52-55. Σ’ αυτό το σημείο, αξίζει να επισημάνουμε ότι η επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, παρότι επέφερε σημαντικές τομές και ρήξεις σε σχέση με αυτό που καλείται «παραδοσιακή κοινωνία», εντούτοις δεν έχει αποσπαστεί πλήρως από παραδοσιακού τύπου σχέσεις. Αντίθετα, πολλές φορές, ανάλογα με τη συγκυρία, οι παραδοσιακές μορφές σχέσεων ενισχύονται από την καπιταλιστική κυριαρχία. Έτσι λοιπόν, αντιθέσεις που σχετίζονται με το φύλο, το σώμα ή τις οικογενειακές δομές και τις σχέσεις που αυτές αναπαράγουν, δε μπορούν να ειδωθούν ανεξάρτητα από την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
[89] Λουί Αλτουσέρ, «Το πρόβλημα του κράτους ση μαρξιστική θεωρία», σε Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Πουλαντζάς, Εντελμάν, Συζήτηση για το κράτος, Αγώνας, Αθήνα, 1980, σ. 15. Λουί Αλτουσέρ, Για την κρίση του μαρξισμού, Αγώνας, Αθήνα, 1980, σσ. 44, 52. Λουί Αλτουσέρ, Τι πρέπει ν’ αλλάξει στο κομμουνιστικό κόμμα, Αγώνας, Αθήνα χ.χ., σ. 112.
[90] Χαρακτηριστική  είναι η παρέμβαση του Λακλάου, ενός θεωρητικού που αν και προέρχεται από την εν λόγω σχολή, διότι τα πρώτα του έργα στηρίζονται εν πολλοίς σε αλτουσεριανές επεξεργασίες για την ιδεολογία, εντούτοις κατέληξε σε ένα «μεταμαρξιστικό» θεωρητικό και πολιτικό πρόγραμμα, όπως ο ίδιος το ονομάζει, στο πλαίσιο του οποίου αποκόβει πλήρως την πολιτική πάλη από τις οικονομικές σχέσεις. Για μια συνοπτική κριτική παρουσίαση του έργου του, βλ. Andrew Norris, «Against Antagonism: On Ernesto Laclau’s Political Thought», Constellations, τόμος 9, 2002.
[91] Νίκος Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, 3η έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα, 2001, σσ. 209-220.
http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=923&Itemid=29




Πιοτρ Κροπότκιν: Νόμος και Εξουσία

http://eagainst.com/articles/%CF%80%CE%B9%CE%BF%CF%84%CF%81-%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%80%CF%8C%CF%84%CE%BA%CE%B9%CE%BD-%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1/


Kropotkin_Portrait
«Όταν η αμάθεια κυριαρχεί στην κοινωνία κι η αταξία στα μυαλά των ανθρώπων, οι νόμοι πολλαπλασιάζονται, η νομοθεσία προσδοκάται να τα κάνει όλα, κι ενώ κάθε καινούργιος νόμος είναι ένα νέο στραβοπάτημα, οι άνθρωποι οδηγούνται συνεχώς στο ν’ απαιτούν απ’ αυτόν ό,τι μπορεί να προκύψει μονάχα από τους ίδιους, από την δική τους εκπαίδευση και την δική της ηθική». Δεν είναι επαναστάτης αυτός που τα λέει αυτά ούτε έστω ένας μεταρρυθμιστής. Είναι ο νομικός Dalloy, συγγραφέας της συλλογής του Γαλλικού δικαίου που είναι γνωστή σαν «Ευρετήριο της Νομοθεσίας». Κι όμως, μολονότι αυτές οι γραμμές γράφτηκαν από ‘ναν άνθρωπο, ο οποίος ήταν ο ίδιος δημιουργός και θαυμαστής του νόμου, εκφράζουν τέλεια την ανώμαλη κατάσταση της κοινωνίας μας.


Στα υπάρχοντα κράτη οι άνθρωποι προσβλέπουν σ’ ένα καινούργιο νόμο σαν φάρμακο για οποιοδήποτε κακό. Αντί ν’ αλλάξουν μόνοι τους ό,τι είναι κακό, οι άνθρωποι αρχίζουν να ζητούν ένα νόμο για να το αλλάξει. [1] Αν ο δρόμος μεταξύ δύο χωριών είναι απροσπέλαστος, ο χωριάτης λέει: «θα ’πρεπε να υπάρχει ένας νόμος για τους επαρχιακούς δρόμους». Αν ένας φύλακας πάρκου εκμεταλλεύεται την έλλειψη πνεύματος σ’ ένα από κείνους, οι οποίοι τον ακολουθούν με δουλικό σεβασμό και τον προσβάλλει, ο προσβλημένος, λέει: «θα ’πρεπε να υπάρχει ένας νόμος που να επιβάλλει περισσότερη ευγένεια στους φύλακες πάρκων». Αν υπάρχει στασιμότητα στη γεωργία ή στο εμπόριο, ο γεωργός, ο κτηνοτρόφος, ή ο σιτέμπορος, υποστηρίζει: «χρειαζόμαστε προστατευτική νομοθεσία». Μέχρι τον τελευταίο εμποράκο, δεν υπάρχει κανείς που να μη ζητά ένα νόμο για να προστατέψει το επάγγελμά του. Αν ο εργοδότης κατεβάζει τους μισθούς ή αυξάνει τις ώρες εργασίας, ο εκκολαπτόμενος πολιτικός διακηρύσσει: «Πρέπει να υπάρξει ένας νόμος για να βάλει τάξη σ’ όλα αυτά». Κοντολογίς, ένας νόμος παντού και για το παν! Νόμος για τις μόδες, νόμος για τους τρελούς σκύλους, νόμος για την αρετή, νόμος που να βάλει τέλος σ’ όλα τα βίτσια κι όλα τα κακά, τα οποία απορρέουν από την ανθρώπινη παθητικότητα και δειλία.
Έχουμε τόσο διαστρεβλωθεί από μια διαπαιδαγώγηση, η οποία από τη νηπιακή ηλικία ζητά να σκοτώσει μέσα μας το πνεύμα της εξέγερσης, και ν’ αναπτύξει εκείνο της υποταγής στην εξουσία. Έχουμε τόσο διαστρεβλωθεί απ’ αυτή την ύπαρξη υπό τον ζυγό του νόμου, ο οποίος κανονίζει κάθε γεγονός στη ζωή μας – την γέννησή μας, την εκπαίδευσή μας, την ανάπτυξή μας, την αγάπη μας, την φιλία μας – ώστε, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση πραγμάτων, θα χάσουμε κάθε πρωτοβουλία, κάθε συνήθεια να σκεφτόμαστε μόνοι μας.  Η κοινωνία μας δεν φαίνεται πια ικανή να καταλάβει ότι είναι δυνατό να ζήσουμε κατ’ άλλο τρόπο, και όχι μόνο υπό το κράτος του νόμου, που τον επεξεργάζεται μία αντιπροσωπευτική κυβέρνηση και τον διαχειρίζεται μια χούφτα κυβερνητών. Ακόμα κι’ όταν έφτασε ως το σημείο να χειραφετηθεί από την δουλεία, η πρώτη της φροντίδα ήταν να την αποκαταστήσει άμεσα. Το «Έτος Ι της Ελευθερίας» δεν διήρκεσε ποτέ περισσότερο από μία μέρα, γιατί μόλις το διακήρυξαν οι άνθρωποι έβαλαν τους εαυτούς τους, την άλλη κιόλας μέρα, υπό τον ζυγό του νόμου και της εξουσίας.
Πράγματι, για μερικές χιλιάδες χρόνια, εκείνοι οι οποίοι μάς κυβερνούν δεν έχουν κάνει άλλο από το να διατυμπανίζουν τον «Σεβασμό στο νόμο, την υποταγή στην εξουσία». Αυτή είναι η ηθική ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία οι γονείς ανατρέφουν τα παιδιά τους, και το σχολείο χρησιμεύει μονάχα για να επικυρώσει αυτή την κατάσταση. Έξυπνα επιλεγμένα ψήγματα, νόθας επιστήμης εντυπώνονται στα μυαλά των παιδιών για ν’ αποδείξουν την αναγκαιότητα του νόμου· η υποταγή στο νόμο γίνεται θρησκεία· η ηθική καλοσύνη κι ο νόμος των κυρίαρχων συγχέονται μέσα σε μία και την αυτή θεότητα. Ο ιστορικός ήρωας της σχολικής αίθουσας είναι ο άνδρας που υπακούει στο νόμο, και τον υπερασπίζει ενάντια στους επαναστάτες.
Αργότερα, όταν μπαίνουμε στην δημόσια ζωή, η κοινωνία και η λογοτεχνία που μας γαλβανίζουν μέρα με την μέρα κι ώρα με την ώρα όπως η σταλαγματιά τρυπάει την πέτρα, συνεχίζουν να μάς εντυπώνουν την ίδια προκατάληψη. Τα βιβλία ιστορίας, πολιτικής επιστήμης, κοινωνικής επιστήμης, είναι παραγεμισμένα μ’ αυτό τον σεβασμό για το νόμο. Ακόμη κι οι φυσικές επιστήμες έχουν τεθεί  στην υπηρεσία αυτού του σκοπού με την εισαγωγή τεχνητών τρόπων έκφρασης, δανεισμένων από την θεολογία και την αυθαίρετη εξουσία, μέσα στη γνώση που είναι καθαρά αποτέλεσμα παρατήρησης. Έτσι η νοημοσύνη μας συσκοτίζεται επιδέξια, και πάντα με σκοπό να διατηρηθεί ο σεβασμός μας για το νόμο. Η ίδια εργασία γίνεται από τις εφημερίδες. Δεν έχουν ούτε ένα άρθρο, το οποίο να μην κηρύσσει τον σεβασμό στο νόμο, ακόμη κι όταν η Τρίτη σελίδα αποδείχνει κάθε μέρα την ηλιθιότητα του νόμου, και δείχνει πώς σύρεται μέσα από κάθε ποικιλία λάσπης και βρωμιάς από κείνους που ’ναι επιφορτισμένοι με την διαχείρισή του. Η υποτακτικότητα μπροστά στο νόμο έχει γίνει αρετή κι αμφιβάλλω αν υπήρξε ποτέ έστω κι ένας επαναστάτης που να μην άρχισε στη νεότητά του σαν αμύντορας του νόμου ενάντια σ’ ό,τι γενικά αποκαλούνται «καταχρήσεις», μολονότι αυτές οι τελευταίες είναι αναπόφευκτες συνέπειες του νόμου.
Η τέχνη ευθυγραμμίζεται με την ψευτο-επιστήμη.  Ο ήρωας του γλύπτη, του ζωγράφου, του μουσικού, καλύπτει το Νόμο υπό την ασπίδα του, και με φλογίζοντα μάτια και φουσκωμένα ρουθούνια στέκεται πάντα έτοιμος να συντρίψει εκείνον, ο οποίος θα σήκωνε χέρι ενάντιά του. Ναοί ανυψώνονται σ’ αυτόν· οι επαναστάτες οι ίδιοι διστάζουν να θίξουν τους υψηλούς ιερείς που ‘χουν αφιερωθεί στην υπηρεσία του, κι όταν η επανάσταση πρόκειται να σαρώσει κάποιον αρχαίο θεσμό, είναι ακόμα με το νόμο που προσπαθεί να επικυρώσει αυτή την πράξη.
Η συγκεχυμένη μάζα κανόνων συμπεριφοράς που αποκαλείται δίκαιο, και που μας έχει κληροδοτηθεί από την δουλεία, την δουλοπαροικία, τον φεουδαρχισμό και την βασιλεία, έχει πάρει τη θέση εκείνων των πέτρινων τεράτων, μπροστά στα οποία συνηθιζόταν να θυσιάζονται ανθρώπινα θύματα, και τα οποία δουλοπρεπείς άγριοι δεν τολμούσαν έστω και ν’ αγγίξουν μήπως και καούν από τους κεραυνούς του ουρανού.
Αυτή η νέα λατρεία καθιερώθηκε με τη ιδιαίτερη επιτυχία από την άνοδο στην εξουσία της μεσαίας τάξης – από την μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Υπό το παλαιό καθεστώς, οι άνθρωποι μιλούσαν λίγο για νόμους· εκτός, πραγματικά, αν επρόκειτο, μαζί με τον Μοντεσκιέ, τον Ρουσσώ και τον Βολταίρο, να τους αντιπαραβάλλουν στη βασιλική αυθαιρεσία. Η υποταγή στη θέληση του βασιλιά και της ακολουθίας του ήταν υποχρεωτική επί ποινή απαγχονισμού ή φυλάκισης. Αλλά στη διάρκεια των επαναστάσεων και μετά απ’ αυτές όταν οι νομικοί ανέβηκαν στην εξουσία, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ενισχύσουν την αρχή, στην οποία οφειλόταν η άνοδός τους! Η μεσαία τάξη την αποδέχτηκε αμέσως σαν ανάχωμα για να τιθασεύσει τον λαϊκό χείμαρρο. Ο κλήρος έσπευσε να την κυρώσει, για να σώσει το σκάφος του από ναυάγιο ανάμεσα στους παραβάτες. Τελικά ο λαός την αποδέχτηκε σαν μία βελτίωση σε σχέση με την αυθαίρετη εξουσία και βία του παρελθόντος.
Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να μεταφερθούμε με την φαντασία στον 18ο αιώνα. Οι καρδιές μας πρέπει να ‘χουν πονέσει από την ιστορία των θηριωδιών που διαπράχτηκαν από τους παντοδύναμους ευγενείς του καιρού εκείνου πάνω στους άντρες και τις γυναίκες του λαού, προτού καταλάβουμε ποιά πρέπει να ‘ταν η μαγική επίδραση πάνω στο μυαλό του χωρικού της φράσης: «Ισότητα ενώπιον του νόμου, υποταγή στο νόμο χωρίς διάκριση καταγωγής και περιουσίας». Αυτός που ως τότε είχε αντιμετωπιστεί χειρότερα κι από ζώο, αυτός που ποτέ δεν είχε δικαιώματα, αυτός που ποτέ δεν είχε βρει δικαιοσύνη ενάντια στις αποτρόπαιες πράξεις των ευγενών, εκτός αν έπαιρνε εκδίκηση σκοτώνοντας τον ευγενή και αντιμετωπίζοντας μετά την κρεμάλα – βρήκε τον εαυτό του ν’ αναγνωρίζεται απ’ αυτό το αξίωμα, τουλάχιστο στην θεωρία, τουλάχιστο αναφορικά με τα προσωπικά του δικαιώματα σαν ίσος με τον κύριό του.  Ο,τιδήποτε και να ‘ταν αυτός ο νόμος, υποσχόταν νε μεταχειριστεί τον κύριο και τον χωρικό όμοια· διακήρυσσε την ισότητα πλούσιου και φτωχού ενώπιον του δικαστή. Η υπόσχεση ήταν ψέμα, και σήμερα το ξέρουμε· αλλά σ’ εκείνη την περίοδο ήταν μια πρόοδος, φόρος τιμής στην αλήθεια. Αυτός είναι ο λόγος που όταν οι σωτήρες της απειλούμενης μεσαίας τάξης (οι Ροβεσπιέρροι και οι Δαντόν) υιοθέτησαν τα γραπτά του Ρουσσώ και του Βολταίρου, και διακήρυξαν τον «σεβασμό για το νόμο, ίδιο για κάθε άνθρωπο», ο λαός αποδέχτηκε τον συμβιβασμό· γιατί ο επαναστατικός του πυρετός είχε ήδη αναλωθεί στην πάλη μ’ έναν εχθρό, που γινόταν μέρα με τη μέρα απειλητικότερος· έκλιναν τον αυχένα κάτω από τον ζυγό του νόμου για να σώσουν τους εαυτούς τους από την αυθαίρετη εξουσία των φεουδαρχών.
Η μεσαία τάξη συνέχισε από τότε να εκμεταλλεύεται αυτό το αξίωμα, το οποίο μαζί με μια άλλη αρχή, εκείνη της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, συνοψίζει την όλη φιλοσοφία της αστικής εποχής, του δέκατου ένατου αιώνα. Κήρυξε αυτή την θεωρία στα σχολεία, την προπαγάνδισε στα γραπτά της, διέπλασε την τέχνη και την επιστήμη της για τον ίδιο σκοπό, σκόρπισε τις πεποιθήσεις της σε κάθε τρύπα και γωνιά – σαν την ευσεβή Αγγλίδα που ρίχνει φυλλάδια κάτω από την πόρτα – και το ‘χει κάνει αυτό με τόση επιτυχία, ώστε σήμερα βλέπουμε την κατάληξη στο αποκρουστικό γεγονός ότι άνθρωποι που λαχταρούν την ελευθερία επιχειρούν να την αποκτήσουν παρακαλώντας τους κυρίους τους να έχουν την καλοσύνη να τους προστατεύσουν τροποποιώντας τους νόμους, τους οποίους αυτοί οι κύριοι οι ίδιοι δημιουργήσει!
Αλλ’ οι καιροί και οι διαθέσεις, αλλάζουν. Υπάρχουν παντού επαναστατημένοι που δεν θέλουν πια να υπακούουν στο νόμο χωρίς να ξέρουν από πού προέρχεται, ποιές είναι οι χρήσεις του, και από πού πηγάζει η υποχρέωση της υπακοής του και ο σεβασμός με τον οποίο συνοδεύεται. Οι επαναστατημένοι των ημερών μας  κριτικάρουν τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας, τα οποία έως τώρα θεωρούνταν ιερά, και πρώτα απ’ όλα αυτό το φετίχ, το νόμο.
Οι άνθρωποι που έχουν κριτική αντίληψη αναλύουν τις πηγές του νόμου, και βρίσκουν εκεί είτε ένα θεό, προϊόν των φόβων του αγρίου, και ηλίθιο, τιποτένιο και κακεντρεχή όπως οι ιερείς που εγγυώνται την υπερφυσική καταγωγή του, ή άλλως, αιματοχυσία, κατάκτηση δια πυρός και σιδήρου. Μελετούν τα χαρακτηριστικά του νόμου, κι αντί για συνεχή πρόοδο που ν’ αντιστοιχεί σ’ εκείνη της ανθρώπινης φυλής, βρίσκουν πως το διακριτικό του γνώρισμα είναι η ακινησία, μια τάση ν’ αποκρυσταλλώσει ό,τι θα ‘πρεπε να τροποποιείται καιν’ αναπτύσσεται μέρα με τη μέρα. Ρωτούν πώς ο νόμος έχει διατηρηθεί, και στην υπηρεσία του βλέπουν τις θηριωδίες του Βυζαντινισμού, τις ωμότητες της ιεράς Εξέτασης, τα βασανιστήρια του μεσαίωνα, ζωντανή σάρκα ξεσχισμένη από το μαστίγιο του δήμιου, αλυσίδες, ρόπαλα, πελέκεις, τα σκοτεινά κελιά των φυλακών, αγωνία, κατάρες και δάκρυα. Στις μέρες μας βλέπουν, όπως πρώτα, τον πέλεκυ, το σχοινί, το ντουφέκι, τη φυλακή· από τη μια μεριά τον αποκτηνωμένο φυλακισμένο, που έχει υποβιβαστεί στην κατάσταση ενός εγκλωβισμένου θηρίου με την εξευτέλιση όλης της ηθικής υπόστασής του· κι από την άλλη τον δικαστή, στερημένο από κάθε συναίσθημα που τιμά πράγματι την ανθρώπινη φύση, να ζει σαν μισότρελος ερημίτης σ’ έναν κόσμο νομικών μυθοπλασιών, να γλεντάει με την επιβολή φυλάκισης και θανάτου, χωρίς έστω να υποψιάζεται μέσα στην ψυχρή κακοήθεια της τρέλας του, την άβυσσο του ξεπεσμού όπου έχει πέσει μπροστά στα μάτια εκείνων, τους οποίους καταδικάζει.
Βλέπουν μια φυλή νομοθετών να νομοθετούν χωρίς να ξέρουν που αναφέρονται οι νόμοι τους· σήμερα να ψηφίζουν ένα νόμο για την υγειονομία των πόλεων, χωρίς καν την αμυδρότερη ιδέα υγιεινής, αύριο να φτιάχνουν κανονισμούς για τον εξοπλισμό στρατευμάτων χωρίς να ξέρουν τίποτα από όπλα· να φτιάχνουν νόμους για την διδασκαλία και την εκπαίδευση χωρίς ποτέ να ‘χουν δώσει ένα μάθημα οποιουδήποτε είδους, ή έστω και μια έντιμη διαπαιδαγώγηση στα παιδιά τους· να νομοθετούν εκεί κι ως έτυχε προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά χωρίς να ξεχνούν ποτέ να προβλέπουν ποινές για τους κουρελιάρηδες, τη φυλακή και τα κάτεργα, κι ας είναι οι δυστυχείς αυτοί χίλιες φορές λιγότερο ανήθικοι από τους ίδιους τους νομοθέτες.
Τέλος, τα κριτικά πνεύματα βλέπουν τον δεσμοφύλακα να χάνει κάθε ανθρώπινο αίσθημα, τον αστυνομικό να εκπαιδεύεται σαν κυνηγόσκυλο, τον καταδότη της αστυνομίας να σιχαίνεται τον εαυτό του· το «κάρφωμα» να μεταμορφώνεται σε αρετή· τη διαφθορά ν’ ανυψώνεται σε σύστημα· όλα τα ελαττώματα, όλες τις κακές ιδιότητες της ανθρωπότητας να ενθαρρύνονται και να καλλιεργούνται για να εξασφαλιστεί ο θρίαμβος του νόμου.
Αυτά τα βλέπουμε, και, γι’ αυτό, αντί να επαναλάβουμε μάταια την παλιά φόρμουλα, «Σεβασμός στο νόμο», λέμε, «περιφρονήστε το νόμο κι όλα τα επακόλουθά του!». Στη θέση της δειλής φράσης, «Υπακούστε στο νόμο», η κραυγή μας είναι «Εξεγερθείτε ενάντια σε όλους τους νόμους!».
Συγκρίνετε μόνο τα κακά που γίνονται στ’ όνομα κάθε νόμου με τα καλά που μπόρεσε να κάνει, ζυγίστε προσεκτικά τα καλά και τα κακά, και θα βρείτε αν έχουμε δίκιο.
Σχετικά μιλώντας, ο νόμος είναι προϊόν των σύγχρονων καιρών. Για αιώνες κι αιώνες η ανθρωπότητα ζούσε χωρίς οποιοδήποτε γραπτό δίκαιο, έστω κι εκείνο που ‘ναι χαραγμένο σε σύμβολα πάνω στις πέτρες της εισόδου ενός ναού. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ανθρώπινες σχέσεις ρυθμίζονταν απλώς από έθιμα, συνήθειες και πρακτικές, που καθιερώνονταν με τη συνεχή επανάληψη, κι αποκτιούνταν από κάθε πρόσωπο στην παιδική ηλικία, ακριβώς όπως μάθαινε πώς να εξασφαλίζει την τροφή του με το κυνήγι, την κτηνοτροφία, ή τη γεωργία.
Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες πέρασαν απ’ αυτή την πρωτόγονη φάση κι ως σήμερα [2] ένα μεγάλο ποσοστό της ανθρωπότητας δεν έχει γραπτό δίκαιο. Κάθε φυλή έχει τους τρόπους της και τα έθιμά της· εθιμικό δίκαιο, όπως λένε οι νομικοί. Έχει κοινωνικές συνήθειες, και τούτο αρκεί για να διατηρήσει εγκάρδιες σχέσεις μεταξύ των κατοίκων του χωριού, των μελών της φυλής ή της κοινότητας. Ακόμη κι ανάμεσά μας – στα «πολιτισμένα» έθνη – όταν αφήνουμε τις μεγάλες πόλεις και πάμε στην ύπαιθρο, βλέπουμε ότι εκεί οι αμοιβαίες σχέσεις των κατοίκων ρυθμίζονται σύμφωνα μ’ αρχαία και γενικά αποδεκτά έθιμα, κι όχι σύμφωνα με το γραπτό δίκαιο των νομοθετών. Οι χωρικοί της Ρωσίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, κι ακόμη ενός μεγάλου μέρους της Γαλλίας και της Αγγλίας, δεν έχουν καμία ιδέα του γραπτού δικαίου. Μπαίνει στη ζωή τους μόνο για να ρυθμίσει τις σχέσεις τους με το κράτος. Ως προς τις σχέσεις μεταξύ τους, μολονότι είναι μερικές φορές πολύ περίπλοκες, ρυθμίζονται απλώς σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο. Πρωτύτερα, έτσι είχαν τα πράγματα με την ανθρωπότητα εν γένει.
Δύο διαφορετικά ρεύματα εθίμων αποκαλύπτονται από την ανάλυση των ηθών των πρωτόγονων ανθρώπων.
Καθώς ο άνθρωπος δεν ζει σ’ απομονωμένη κατάσταση, αναπτύσσονται μέσα του συνήθειες και συναισθήματα, τα οποία είναι χρήσιμα για τη διατήρηση της κοινωνίας και τη διεύρυνση της φυλής. Χωρίς κοινωνικά συναισθήματα και ήθη, η ζωή από κοινού θα ‘ταν απόλυτα αδύνατη. Δεν είναι ο νόμος που τα ‘χει εγκαθιδρύσει· προηγούνται από κάθε νόμο. Ούτε η θρησκεία τα έχει επιβάλλει· προηγούνται απ’ όλες τις θρησκείες. Ανευρίσκονται ανάμεσα σ’ όλα τα ζώα που ζουν σε κοινωνία. Αναπτύσσονται αυθόρμητα από την ίδια τη φύση πραγμάτων, όπως εκείνες οι συνήθειες στα ζώα, τις οποίες οι άνθρωποι αποκαλούν ένστικτα. Ξεπηδούν από ένα προτσές εξέλιξης, το οποίο είναι χρήσιμο και, πραγματικά, για να διατηρήσει την κοινωνία ενωμένη στην πάλη που εξαναγκάζεται να κάνει για να διατηρήσει την ύπαρξή τους. Οι άγριοι καταλήγουν να μην τρώνε πια ο ένας τον άλλο, γιατί βρίσκουν ότι μακροχρόνια είναι περισσότερο πλεονεκτικό ν’ αφιερωθούν σε κάποιο είδος καλλιέργειας παρά ν’ απολαμβάνουν την ευχαρίστηση του να τρώνε τη σάρκα ενός γερασμένου συγγενή μια φορά τον χρόνο. Πολλοί ταξιδιώτες έχουν απεικονίσει τους τρόπους ζωής απόλυτα ανεξάρτητων φυλών, όπου οι νόμοι κι οι αρχηγοί είναι άγνωστοι [3] αλλά όπου τα μέλη της φυλής έχουν πάψει να χτυπάνε ο ένας τον άλλο σε κάθε διαμάχη, γιατί η συνήθεια να ζουν σε κοινωνία έχει καταλήξει στην ανάπτυξη ορισμένων συναισθημάτων αδελφοσύνης και κοινότητας συμφερόντων, και προτιμούν ν’ απευθύνονται σ’ ένα τρίτο πρόσωπο για τον διακανονισμό των διαφορών. Η φιλοξενία τω πρωτόγονων λαών, ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, η αίσθηση της αμοιβαίας υποχρέωσης, η συμπάθεια προς τον αδύνατο, το θάρρος, που επεκτείνεται ακόμα και στην αυτοθυσία για χάρη των άλλων, πρώτα των παιδιών και των φίλων, και αργότερα των μελών της ίδιας της κοινότητας – όλες αυτές οι ιδιότητες αναπτύσσονται στον άνθρωπο πριν από κάθε νόμο, ανεξάρτητα από κάθε θρησκεία, όπως στην περίπτωση των κοινωνικών ζώων. Τέτοια συναισθήματα και πρακτικές είναι τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της κοινωνικής ζωής. Χωρίς να ‘ναι όπως λένε οι παπάδες κι οι μεταφυσικοί έμφυτες στον άνθρωπο, αυτές οι ιδιότητες είναι το αποτέλεσμα της ζωής από κοινού.
Αλλά δίπλα – δίπλα μ’ αυτά τα έθιμα, απαραίτητα στην ζωή των κοινωνιών και την διατήρηση της φυλής, άλλες επιθυμίες, άλλα πάθη κι επομένως άλλες συνήθειες κι έθιμα, εξελίσσονται στην ανθρώπινη συνένωση. Η επιθυμία να κυριαρχήσει κανείς πάνω σ’ άλλους, να επιβάλλει την θέλησή του πάνω τους, η επιθυμία να καταλάβουν τα προϊόντα της εργασίας μιας γειτονικής φυλής· η επιθυμία να περιβληθεί κανείς μ’ ανέσεις χωρίς να παράγει τίποτα, ενώ οι σκλάβοι προμηθεύουν τον κύριό τους, με τα μέσα απόκτησης κάθε είδους ηδονής και πολυτέλειας – αυτές οι εγωιστικές, προσωπικές επιθυμίες δημιουργούν ένα άλλο ρεύμα συνηθειών κι εθίμων. Ο ιερέας κι ο πολεμιστής – ο τσαρλατάνος που κερδοσκοπεί πάνω στην δεισιδαιμονία κι αφού απελευθερωθεί ο ίδιος από το φόβο του δαίμονα τον καλλιεργεί σε άλλους, κι ο παλληκαράς, που θέλει την εισβολή και τη λήστευση των γειτόνων του για να γυρίσει με λάφυρα κι ακολουθούμενος από σκλάβους. Αυτοί οι δύο, χέρι με χέρι, έχουν πετύχει να επιβάλουν πάνω στην πρωτόγονη κοινωνία έθιμα πλεονεκτικά και για τους δυο τους, που τείνουν να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους στις μάζες. Επωφελούμενοι από την παθητικότητα, τους φόβους, την αδράνεια του πλήθους, και χάρη στη συνεχή επανάληψη των ίδιων πράξεων, έχουν εγκαθιδρύσει μόνιμα έθιμα, τα οποία έχουν γίνει μια στέρεη βάση για την κυριαρχία τους.
Γι’ αυτό το σκοπό, θα ‘καναν χρήση, κατά πρώτο λόγο, εκείνης της τάσης να ακολουθεί κανείς την πεπατημένη, που’ χει τόσο πολύ αναπτυχθεί στην ανθρωπότητα. Στα παιδιά κι όλους τους άγριους παίρνει εκπληκτικές διαστάσεις και μπορεί επίσης να παρατηρηθεί στα ζώα. Ο άνθρωπος, όταν είναι τελείως δεισιδαίμονας, φοβάται πάντα να εισαγάγει οποιοδήποτε είδος αλλαγής στις υπάρχουσες συνθήκες· γενικά σέβεται ό,τι είναι παλιό. «Οι πατέρες μας έκαναν αυτό κι αυτό· τα πήγαιναν αρκετά καλά· κάνετε το ίδιο», λένε οι παλιοί στους νέους κάθε φορά που οι τελευταίοι θέλουν ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Το άγνωστο τους φοβίζει, προτιμούν να προσκολλούνται στο παρελθόν, ακόμη κι όταν αυτό το παρελθόν αντιπροσωπεύει φτώχεια, καταπίεση και σκλαβιά.
Μπορεί ακόμη να λεχθεί ότι όσο πιο εξαθλιωμένος είναι ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο φοβάται κάθε είδος αλλαγής, μήπως και τον κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένο. Κάποια ακτίνα ελπίδας, μερικά ψίχουλα άνεσης, πρέπει να διαπεράσουν την σκοτεινή κατοικία του προτού αρχίσει να επιθυμεί καλύτερα πράγματα, να κριτικάρει τους παλιούς τρόπους ζωής, και να προετοιμαστεί να τους βάλει σε κίνδυνο χάριν μιας αλλαγής. Όσο δεν είναι εμποτισμένος από ελπίδα, όσο δεν είναι απελευθερωμένος από την κηδεμονία εκείνων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την δεισιδαιμονία και τους φόβους του, προτιμά να παραμείνει στην προγενέστερη κατάστασή του. Όταν οι νέοι επιθυμούν κάποια αλλαγή, οι παλιοί εγείρουν κραυγή πανικού ενάντια στους νεωτεριστές. Μερικοί άγριοι θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά μάλλον παρά να παραβούν τα έθιμα της χώρας τους, γιατί τους έχουν πει ότι η ελάχιστη παραβίαση της κατεστημένης ρουτίνας θα ‘φερνε κακοτυχία και συμφορά σ’ ολόκληρη την φυλή. Ακόμη και σήμερα, πόσοι πολιτικοί, οικονομολόγοι και δήθεν επαναστάτες δεν δρουν με τον ίδιο τρόπο και προσκολλούνται σ’ ένα εξαφανιζόμενο παρελθόν! Πόσοι δεν έχουν σαν μοναδική φροντίδα τους ν’ αναζητούν τα προηγούμενα! Πόσοι διάπυροι νεωτεριστές δεν είναι παρά απλοί αντιγραφείς επαναστάσεων του παρελθόντος!
Το πνεύμα της ρουτίνας, γεννημένο μέσα στην δεισιδαιμονία, την παθητικότητα και την δειλία, υπήρξε σε όλους τους καιρούς ο στυλοβάτης της καταπίεσης. Στις πρωτόγονες ανθρώπινες κοινωνίες έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ιερείς και τους στρατιωτικούς αρχηγούς. Διαιώνισαν έθιμα χρήσιμα μόνο στους εαυτούς τους και πέτυχαν να τα επιβάλουν πάνω σ’ ολόκληρη τη φυλή. Όσο αυτή η συντηρητική διάθεση μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διασφαλίσει τον αρχηγό στην καταπάτησή του της ατομικής ελευθερίας, όσο οι μόνες ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων ήταν έργο της φύσης, και δεν αυξάνονταν εκατό φορές από τη συγκέντρωση της ισχύος και του πλούτου, δεν υπήρχε ανάγκη για νόμο και για τους φοβερούς μηχανισμούς των δικαστηρίων και των ολοένα αυξανόμενων ποινών που επιβάλλουν.
Αλλά καθώς η κοινωνία διαιρούνταν όλο και πιο πολύ σε δύο εχθρικές τάξεις, που η μία ζητούσε να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της κι άλλη αγωνιζόταν να ξεφύγει, η πάλη άρχισε· τώρα ο κατακτητής βιαζόταν να διασφαλίσει τα’ αποτελέσματα των πράξεών του σε διαρκή μορφή, και προσπάθησε να τα τοποθετήσει πέρα από κάθε αμφιβολία, να τα κάνει ιερά και σεβαστά με κάθε μέσο. Ο νόμος έκανε την εμφάνισή του από υπό τις ευλογίες του ιερέα και το ρόπαλο του πολεμιστή τέθηκε στην υπηρεσία του. Το έργο του ήταν να κάνει αμετακίνητα τα έθιμα προς όφελος της κυρίαρχης μειοψηφίας. Η στρατιωτική ισχύς ανέλαβε να εξασφαλίσει την υπακοή. Αυτή η νέα λειτουργία ήταν μια καινούργια εγγύηση για την εξουσία του πολεμιστή· τώρα δεν είχε μόνο την ωμή βία στην υπηρεσία του· ήταν ο αμύντορας του νόμου.
Αν ο νόμος, όμως, δεν παρουσίαζε παρά μόνο μια συλλογή προσταγών χρήσιμων στους κυβερνήτες, θα ‘βρισκε κάποια δυσκολία στην εξασφάλιση αποδοχής κι υπακοής. Έτσι, οι νομοθέτες ανέμιξαν σ’ ένα κώδικα τα δύο ρεύματα εθίμων, τα οποία μάλιστα αναφέραμε: τα’ αξιώματα που αντιπροσωπεύουν αρχές ηθικής και κοινωνικής ένωσης και δημιουργήθηκαν σαν αποτέλεσμα της ζωής από κοινού, και τις εντολές που θέλουν να εξασφαλίσουν μια εξωτερική εδραίωση στην ανισότητα. Έθιμα απόλυτα αναγκαία για την ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας, βρίσκονται στον κώδικα, έξυπνα ανακατεμένα με ήθη που επιβλήθηκαν από την κυβερνώσα κάστα, και αξιώνουν και τα δύο ίσο σεβασμό από το πλήθος. «Να μην σκοτώσεις», λέει ο κώδικας, και σπεύδει να προσθέσει: «Και πλήρωνε δεκάτες στον ιερέα». «Να μην κλέψεις», λέει ο κώδικας, και αμέσως κατόπιν: «Αυτός που αρνείται να πληρώσει φόρους, να του κόψουν το χέρι».
Αυτός ήταν ο νόμος· κι έχει ως σήμερα διατηρήσει τον διπλό χαρακτήρα του. Η καταγωγή του είναι η επιθυμία της κρατούσας τάξης να δώσει διάρκεια σ’ έθιμα που επιβλήθηκαν από την ίδια προς όφελός της. Το χαρακτηριστικό του είναι η επιδέξια ανάμιξη εθίμων χρήσιμων στην κοινωνία, εθίμων που δεν έχουν ανάγκη νόμου για να εξασφαλίσουν σεβασμό, με άλλα έθιμα, χρήσιμα μόνο στους κυβερνώντες, επιζήμια στην μάζα του λαού, και διατηρούμενα μόνο από τον φόβο της τιμωρίας.
Όπως και το ατομικό κεφάλαιο, το οποίο γεννήθηκε από την δολιότητα και την βία, κι αναπτύχθηκε υπό την αιγίδα της εξουσίας, ο νόμος δεν έχει κανένα δικαίωμα στον σεβασμό των ανθρώπων. Γεννημένος από την βία και την δεισιδαιμονία, και εγκαθιδρυμένος προς το συμφέρον του προνομιούχου παράσιτου, του ιερέα και του πλούσιου εκμεταλλευτή, πρέπει να καταστραφεί παντελώς την ημέρα που ο λαός θα θελήσει να σπάσει τις αλυσίδες του.
Θα πειστούμε καλύτερα γι’ αυτό όταν, αργότερα, θ’ αναλύσουμε την μεταγενέστερη ανάπτυξη των νόμων υπό την αιγίδα της θρησκείας, της εξουσίας και του υπάρχοντος κοινοβουλευτικού συστήματος.
Είδαμε πώς ο νόμος γεννήθηκε μέσα στην καθιερωμένη πρακτική και το έθιμο, και πώς από την αρχή παρουσίαζε μια επιδέξια ανάμιξη των κοινωνικών συνηθειών, αναγκαίων για την διατήρηση της ανθρώπινης φυλής, μ’ άλλα έθιμα, που επιβλήθηκαν από κείνους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν την λαϊκή δεισιδαιμονία καθώς και το δικαίωμα του ισχυρότερου προς όφελός τους. Αυτός ο διπλός χαρακτήρας του νόμου έχει καθορίσει την κατοπινότερη εξέλιξή του στην διάρκεια της πολιτικής οργάνωσης. Ενώ στην πορεία των αιώνων ο πυρήνας του κοινωνικού εθίμου εμπεριέχεται στο νόμο υποβλήθηκε σε ασήμαντες και βαθμιαίες τροποποιήσεις, το άλλο τμήμα αναπτύχθηκε ευρέως σε κατευθύνσεις που υπεδείκνυαν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και προς βλάβη των καταπιεζόμενων τάξεων.
Από καιρό σε καιρό αυτές οι κυρίαρχες τάξεις έχουν επιτρέψει να τους αποσπασθεί ένας νόμος, ο οποίος παρουσίαζε, ή φαινόταν να παρουσιάζει, κάποια εγγύηση για τους απόκληρους. Αλλά τότε οι τέτοιοι νόμοι απλώς ανακαλούσαν ένα προηγούμενο νόμο, καμωμένο προς όφελος της κυβερνώσας κάστας. «Οι καλύτεροι νόμοι, λέει ο Buckle, «ήταν εκείνοι οι οποίοι ανακαλούσαν τους προηγούμενους». Αλλά τί τρομερές προσπάθειες χρειάστηκαν, πόσοι ποταμοί αίματος χύθηκαν, κάθε φορά που υπήρξε ζήτημα ανάκλησης κάποιου απ’ αυτούς τους θεμελιώδεις νόμους που χρησιμεύουν για να κρατούν τον λαό στα δεσμά. Προτού μπορέσει να καταργήσει τα τελευταία ίχνη δουλοπαροικίας και φεουδαρχικών δικαιωμάτων, και να διαλύσει τη δύναμη της βασιλικής αυλής, η Γαλλία αναγκάστηκε να περάσει μεσ’ από τέσσερα χρόνια επανάστασης και είκοσι χρόνια πολέμου. Δεκαετίες πάλης χρειάζονται για ν’ ανακληθούν και οι λιγότερο σημαντικοί από τους άδικους νόμους, που μας κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν, κι ακόμη τότε σπανίως εξαφανίζονται, εκτός από περιόδους επανάστασης.
Η ιστορία της γένεσης του κεφαλαίου έχει ήδη εκτεθεί από τους σοσιαλιστές πολλές φορές. Έχουν περιγράψει πώς γεννήθηκε από τον πόλεμο και την καταλήστευση, τη δουλεία και την καθυπόταξη, τη σύγχρονη απάτη κι εκμετάλλευση. Έχουν δείξει πώς τρέφεται από το αίμα του εργάτη, και πώς λίγο – λίγο κατέκτησε ολόκληρο τον κόσμο. Η ίδια ιστορία, αναφορικά με την γένεση και την ανάπτυξη του νόμου, δεν έχει ακόμα εκτεθεί. Όπως συνήθως, η λαϊκή ευφυΐα έχει κλέψει την πρωτοβουλία από τους ανθρώπους των βιβλίων. Έχει ήδη συνθέσει την φιλοσοφία αυτής της ιστορίας, κι είναι απασχολημένη με την αποτύπωση των ουσιωδών οροσήμων της.
Ο νόμος, στην ιδιότητά του σαν εγγυητή των αποτελεσμάτων της λήστευσης, της δουλείας και της εκμετάλλευσης, έχει ακολουθήσει τις ίδιες φάσεις ανάπτυξης με το κεφάλαιο. Δίδυμοι αδελφός κι αδελφή, έχουν προχωρήσει χέρι – χέρι, συντηρώντας ο ένας τον άλλο με την ταλαιπωρία της ανθρωπότητας. Σε κάθε χώρα της Ευρώπης, η ιστορία τους είναι κατά προσέγγιση η ίδια. Διέφερε μόνο στην λεπτομέρεια· τα κύρια γεγονότα είναι τα ίδια· και αν ρίξουμε μια ματιά στην ανάπτυξη του νόμου στη Γαλλία ή τη Γερμανία, ξέρουμε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και τις φάσεις ανάπτυξής του στα περισσότερα από τα Ευρωπαϊκά έθνη.
Αρχικά, ο νόμος ήταν ένα εθνικό σύμφωνο ή συμβόλαιο. Είναι αλήθεια ότι αυτό το συμβόλαιο δεν ήταν πάντα ελευθέρα αποδεκτό. Ακόμη και στις πρώτες μέρες οι πλούσιοι κι ισχυροί επέβαλλαν την θέλησή τους πάνω στους υπόλοιπους. Αλλά πάντως αντιμετώπιζαν ένα εμπόδιο στις καταπατήσεις τους από την μάζα του λαού, που συχνά τους έκανε να αισθάνονται με την σειρά τους την δύναμή του.
Αλλά καθώς η εκκλησία από την μια μεριά κι οι ευγενείς από την άλλη πέτυχαν να υποδουλώσουν τον λαό, το δικαίωμα της δημιουργίας νόμων ξέφυγε από τα χέρια του έθνους και πέρασε σ’ εκείνα των προνομιούχων τάξεων. Ενισχυμένη από τον πλούτο που συσσωρεύτηκε στα σεντούκια της, η εκκλησία επεξέτεινε την εξουσία της. Εισέδυσε όλο και περισσότερο στην ιδιωτική ζωή, κι υπό το πρόσχημα της σωτηρίας των ψυχών, έβαλε χέρι στην εργασία των δουλοπάροικών της, μάζεψε φόρους από κάθε τάξη, και πλούτισε στο μέτρο που αυξανόταν ο αριθμός των παρανομιών, γιατί το προϊόν κάθε προστίμου διοχετευόταν στα θησαυροφυλάκιά της. Οι νόμοι δεν είχαν πια οποιαδήποτε σύνδεση με το συμφέρον του έθνους. «Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι αυτοί προέρχονταν από ένα συμβούλιο θρησκόληπτων φανατικών, παρά από νομοθέτες» παρατηρεί ένας ιστορικός του Γαλλικού δικαίου.
Ταυτόχρονα καθώς ο φεουδάρχης επεξέτεινε παρόμοια την εξουσία του πάνω στους εργαζόμενους της υπαίθρου και στους τεχνίτες των πόλεων, έγινε κι αυτός, επίσης, νομοθέτης και δικαστής. Τα λίγα κατάλοιπα εθνικού δικαίου που χρονολογούνται από τον δέκατο αιώνα είναι απλώς συμφωνίες που ρυθμίζουν την υπηρεσία, τη νόμιμη εργασία, [4] και τους φόρους που οφείλονταν από τους δουλοπάροικους και τους υποτελείς στον κύριό τους. Οι νομοθέτες εκείνης της περιόδου ήταν μια δράκα ληστών, οργανωμένων για την καταλήστευση του λαού, που γινόταν κάθε μέρα και πιο ειρηνικός καθώς επιδιδόταν σε γεωργικές ασχολίες. Αυτοί οι άρπαγες εκμεταλλεύτηκαν τα συναισθήματα για δικαιοσύνη που ‘ναι έμφυτα στο λαό, πόζαραν σαν διαχειριστές εκείνης της δικαιοσύνης, έκαναν μια πηγή εισοδήματος για τους εαυτούς τους από τις θεμελιώδεις αρχές της και κατασκεύασαν νόμους για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους.
Αργότερα, αυτοί οι νόμοι, που συλλέχτηκαν και ταξινομήθηκαν από δικαστές, σχημάτισαν τη βάση των σύγχρονων κωδίκων. Και πρόκειται εμείς να συζητήσουμε για σεβασμό αυτών των κωδίκων, της κληροδοσίας του φεουδάρχη και του Ιερέα;
Η πρώτη επανάσταση, η εξέγερση των πόλεων υπήρξε επιτυχής στην κατάργηση μόνο ενός τμήματος αυτών των νόμων· οι χάρτες δικαιωμάτων των απελευθερωμένων πόλεων είναι, ως επί το πλείστον, ένας απλός συμβιβασμός μεταξύ της φεουδαρχικής και επισκοπικής νομοθεσίας, και των νέων σχέσεων που δημιουργήθηκαν μέσα στην ίδια την ελεύθερη περιοχή. Κι όμως, πόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των νόμων και των νόμων που ‘χουμε τώρα! Η πόλη δεν αναλάμβανε να φυλακίσει και να εκτελέσει πολίτες για Κρατικούς λόγους· αρκούνταν να εκδιώξουν καθένα που συνωμοτούσε με τους εχθρούς της πόλης, και να κατεδαφίσουν το σπίτι του. Περιορίζονταν στην επιβολή προστίμων για τα καλούμενα «εγκλήματα και παραβάσεις», και στους δήμους του δωδέκατου αιώνα μπορεί ακόμα να βρεθεί η δίκαιη αρχή που σήμερα έχει ξεχαστεί, η οποία θεωρεί ολόκληρη την κοινότητα υπεύθυνη για την κακή συμπεριφορά καθενός από τα μέλη της. Οι κοινωνίες εκείνου του καιρού έβλεπαν το έγκλημα σαν ατύχημα ή κακοτυχία· μια αντίληψη συνηθισμένη ανάμεσα στους ρώσους χωρικούς σήμερα. Γι’ αυτό δεν παραδέχονταν την αρχή της προσωπικής εκδίκησης όπως κηρύσσεται από την βίβλο, αλλά θεωρούσαν ότι η ευθύνη για κάθε παρανομία αντανακλούνταν σ’ όλη την κοινωνία. Χρειάστηκε όλη η επίδραση της βυζαντινής εκκλησίας, η οποία εισήγαγε στη Δύση τις εξευγενισμένες ωμότητες του Ανατολικού δεσποτισμού, για να εισαγάγει στα ήθη των Γαλατών και των Γερμανών την ποινή του θανάτου και τα φοβερά μαρτύρια που ύστερα επιβάλλονταν σ’ όσους θεωρούνταν εγκληματίες. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, χρειάστηκε όλη η επίδραση του Ρωμαϊκού κώδικα, του προϊόντος της διαφθοράς της αυτοκρατορικής Ρώμης, για να εισαγάγει τις έννοιες της απόλυτης ιδιοκτησίας στην γη, η οποία ανέτρεψε τα κομμουνιστικά έθιμα των πρωτόγονων ανθρώπων.
Όπως ξέρουμε, οι ελεύθεροι δήμοι δεν κατόρθωσαν να διατηρηθούν. Ρημαγμένοι από εσωτερικές διαμάχες μεταξύ πλούσιων και φτωχών, μεταξύ δημοτών και δουλοπάροικων, έγιναν εύκολη λεία της βασιλείας. Και καθώς η βασιλεία αποκτούσε καινούργια ισχύ, το δικαίωμα της νομοθέτησης πέρασε όλο και πιο πολύ στα χέρια μιας κλίκας αυλικών. Έκκληση στο έθνος γινόταν μόνο για να επικυρώσει τους φόρους που απαιτούνταν από τον βασιλιά. Κοινοβούλιο που συγκαλούνταν σε διαστήματα δύο αιώνων, σύμφωνα με την καλή διάθεση ή το καπρίτσιο της αυλής, «Εξαιρετικά Συμβούλια», συνελεύσεις ευγενών, υπουργοί που άκουγαν σπάνια τα «παράπονα των υπηκόων του βασιλιά» – αυτοί ήταν οι νομοθέτες της Γαλλίας. Ακόμη αργότερα, όταν όλη η εξουσία είναι συγκεντρωμένη σ’ ένα μοναδικό άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να πει «Εγώ είμαι το κράτος» τα διατάγματα χαλκεύονται στα «κρυφά πριγκηπικά συμβούλια», σύμφωνα με τις ορέξεις ενός υπουργού, ή ενός ιδιότροπου βασιλιά· και οι υπήκοοι πρέπει να υπακούσουν επί ποινή θανάτου. Όλες οι δικαστικές εγγυήσεις καταργούνται· το έθνος είναι ο δουλοπάροικος της βασιλείας και μιας χούφτας αυλικών. Και σ’ αυτή την περίοδο εκπλήττει το βλέμμα μας η φρικιαστικότητα των ποινών – ο τροχός, ο πάσσαλος, ο εκδαρμός ζωντανών θυμάτων, βασανιστήρια κάθε λογής, επινοημένα από την αρρωστημένη φαντασία καλόγερων και τρελών, που αναζητούσαν ευχαρίστηση στην αγωνία των εκτελούμενων εγκληματιών.
Η μεγάλη Επανάσταση άρχισε την κατεδάφιση αυτού του πλαισίου δικαίου, που μας κληροδοτήθηκε από τον φεουδαρχισμό και την βασιλεία. Αλλ’ αφού κατεδάφισε μερικά τμήματα του αρχαίου οικοδομήματος, η Επανάσταση έδωσε την εξουσία νομοθέτησης στην μπουρζουαζία, η οποία, με τη σειρά της, άρχισε να ανεγείρει ένα νέο πλαίσιο νόμων αποσκοπούντων να διατηρήσουν και να διαιωνίσουν την κυριαρχία της μεσαίας τάξης πάνω στις μάζες. Το κοινοβούλιό τους νομοθετεί δεξιά και αριστερά, και βουνά νόμων συσσωρεύονται με φοβερή ταχύτητα. Αλλά τί είναι όλοι αυτοί οι νόμοι κατά βάθος;
Το κύριο τμήμα δεν έχει παρά ένα θέμα – να προστατεύσει την ιδιωτική ιδιοκτησία, δηλαδή τον πλούτο που αποκτάται με την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο σκοπός του είναι να διανοίξει στο κεφάλαιο καινούργια πεδία για εκμετάλλευση και να επικυρώσει τις νέες μορφές που προσλαμβάνει συνεχώς αυτή η εκμετάλλευση, καθώς το κεφάλαιο κατακυριεύει τον ένα μετά τον άλλο τους κλάδους της ανθρώπινης δραστηριότητας: σιδηροδρόμους, τηλεγράφους, ηλεκτρικό φως, χημικές βιομηχανίες, την έκφραση της σκέψης του ανθρώπου στην λογοτεχνία και την επιστήμη κλπ. Το αντικείμενο των υπόλοιπων απ’ αυτούς τους νόμους είναι θεμελιωδώς το ίδιο. Υπάρχουν για να διατηρούν τη μηχανή της κυβέρνησης, η οποία χρησιμεύει για να εξασφαλίζει στο κεφάλαιο την εκμετάλλευση και το μονοπώλιο του παραγόμενου πλούτου. Οι δικαστές, η αστυνομία, ο στρατός, η δημόσια εκπαίδευση, το χρηματοδοτικό σύστημα, όλα υπηρετούν ένα θεό – το κεφάλαιο· όλα έχουν ένα μόνο στόχο – να διευκολύνουν την εκμετάλλευση του εργάτη από τον καπιταλιστή. Αναλύστε όλους τους νόμους που ψηφίζονται και δεν θα βρείτε παρά μόνο αυτό.
Η προστασία του προσώπου, η οποία προβάλλεται σαν η αληθινή αποστολή του νόμου, καταλαμβάνει ένα ανεπαίσθητο χώρο ανάμεσά τους, γιατί, στην υπάρχουσα κοινωνία, οι επιθέσεις κατά του προσώπου που υπαγορεύονται άμεσα από το μίσος και την κτηνωδία τείνουν να εξαφανιστούν. Σήμερα, αν δολοφονείται κάποιος, αυτό γίνεται συνήθως για να τον ληστέψουν. Αλλ’ αν αυτή η κατηγορία εγκλημάτων και παραβάσεων ελαττώνεται συνεχώς, σίγουρα δεν οφείλουμε αυτή την αλλαγή στη νομοθεσία. Οφείλεται στην ανάπτυξη του ανθρωπισμού στις κοινωνίες μας, στις αυξανόμενα κοινωνικές συνήθειες μάλλον, παρά στις εντολές των νόμων μας. Ανακαλέστε αύριο κάθε νόμο που ασχολείται με την προστασία του προσώπου και σταματήστε αύριο όλες τις δίκες για επίθεση, κι ο αριθμός των αποπειρών που υποκινούνται από προσωπική εκδίκηση και από κτηνωδία δεν θ’ αυξανόταν ούτε κατά μία περίπτωση.
Θα μάς φέρουν ίσως την αντίρρηση ότι στη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων, έχουν θεσμοθετηθεί πάρα πολλοί φιλελεύθεροι νόμοι. Αλλ’ αν αναλυθούν αυτοί οι νόμοι θ’ ανακαλυφθεί ότι αυτή η φιλελεύθερη νομοθεσία συνίσταται στην ανάκληση των νόμων που μας κληροδοτήθηκαν από την βαρβαρότητα των προηγούμενων αιώνων. Κάθε φιλελεύθερος νόμος, κάθε ριζοσπαστικό πρόγραμμα, μπορεί να συνοψισθεί σ’ αυτές τις λέξεις – κατάργηση των νόμων που ‘γιναν βαρετοί και στην ίδια την μεσαία τάξη, κι επιστροφή κι επέκταση σ’ όλους τους πολίτες ελευθεριών που υπήρχαν στους δήμους του δωδέκατου αιώνα. Η κατάργηση της θανατικής ποινής, η δίκη από ενόρκους για όλα τα «εγκλήματα» (υπήρχε ένα πιο φιλελεύθερο ορκωτό σύστημα στον δωδέκατο αιώνα), η εκλογή των δικαστών, το δικαίωμα να φέρει κανείς δημόσιους αξιωματούχους σε δίκη, η κατάργηση των μόνιμων στρατών, η δωρεάν εκπαίδευση κλπ., κάθε τι που τονίζεται σαν εφεύρεση του σύγχρονου φιλελευθερισμού, δεν είναι παρά επιστροφή στην ελευθερία, η οποία υπήρχε πριν η εκκλησία κι ο βασιλιάς βάλουν χέρι σε κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης ζωής.
Έτσι η προστασία της εκμετάλλευσης, άμεσα με νόμους πάνω στην ιδιοκτησία, κι έμμεσα με την διατήρηση του Κράτους, είναι και το πνεύμα και η ουσία των σύγχρονων κωδίκων μας, κι η μοναδική λειτουργία της πολυδάπανης νομοθετικής μηχανής μας. Αλλ’ είναι καιρός που έχουμε πάψει να ικανοποιούμαστε με απλές φράσεις και μάθαμε να εκτιμούμε την πραγματική τους σημασία. Ο νόμος, ο οποίος στην πρώτη εμφάνισή του παρουσιαζόταν σαν σύνοψη των εθίμων που ‘ναι χρήσιμα για την διατήρηση της κοινωνίας, γίνεται τώρα αντιληπτός σαν τίποτ’ άλλο από ένα όργανο για την διατήρηση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας πάνω στις μοχθούσες μάζες από πλούσια παράσιτα. Σήμερα η πολιτιστική αποστολή του είναι τελείως ανύπαρκτη· δεν έχει παρά ένα στόχο: να υποστηρίζει την εκμετάλλευση.
Αυτά μάς λέει η ιστορία ως προς την εξέλιξη του νόμου. Πάνω στη βάση αυτής της ιστορίας καλούμαστε να τον σεβαστούμε; Σίγουρα όχι. Δεν έχει περισσότερο δικαίωμα στο σεβασμό απ’ ότι το κεφάλαιο, ο καρπός της καταλήστευσης. Και το πρώτο καθήκον της επανάστασης θα ‘ναι να βάλει φωτιά σ’ όλους τους υπάρχοντες νόμους και σ’ όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας.
Τα εκατομμύρια των νόμων, τα οποία υπάρχουν για την ρύθμιση της ανθρωπότητας, εμφανίζονται ύστερα από έρευνα να διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες: προστασία της ιδιοκτησίας, προστασία των προσώπων, προστασία της κυβέρνησης. Κι αναλύοντας κάθε μια απ’ αυτές τις τρεις κατηγορίες φτάνουμε στο ίδιο λογικό κι αναγκαίο συμπέρασμα: το άχρηστο και το επιβλαβές του νόμου.
Οι σοσιαλιστές ξέρουν τί σημαίνει προστασία της ιδιοκτησίας. Οι νόμοι πάνω στην ιδιοκτησία δεν γίνονται για να εγγυηθούν είτε στο άτομο είτε στην κοινωνία την απόλαυση του προϊόντος της εργασίας τους. Απεναντίας, γίνονται για να ληστέψουν από τον παραγωγό ένα μέρος απ’ αυτό που ‘χει δημιουργήσει, και να εξασφαλίσουν σ’ ορισμένους άλλους ανθρώπους εκείνο το τμήμα του προϊόντος, το οποίο έχουν κλέψει είτε από τον παραγωγό είτε από την κοινωνία σαν όλο. Όταν, για παράδειγμα, ο νόμος καθιερώνει το δικαίωμα του Κου τάδε σ’ ένα σπίτι, δεν καθιερώνει το δικαίωμά του σε μια καλύβα που ‘χει κτίσει για τον εαυτό του, ή σ ένα σπίτι που ‘χει οικοδομήσει με την βοήθεια κάποιων φίλων του. Σ’ αυτή την περίπτωση κανείς δεν θ’ αμφισβητούσε το δικαίωμά του. Απεναντίας, ο νόμος καθιερώνει το δικαίωμά του σ’ ένα σπίτι, το οποίο δεν είναι προϊόν της εργασίας του· πρώτ’ απ’ όλα γιατί έχει βάλει άλλους να το κτίσουν για λογαριασμό του χωρίς να τους έχει πληρώσει την πλήρη αξία της εργασίας τους, και κατόπιν γιατί αυτό το σπίτι αντιπροσωπεύει μια κοινωνική αξία, την οποία δεν θα μπορούσε να παραγάγει για τον εαυτό του. Ο νόμος καθιερώνει το δικαίωμά του σ’ ό,τι ανήκει στον καθένα γενικά και σε κανένα συγκεκριμένα. Το ίδιο σπίτι, κτισμένο στο μέσον της Σιβηρίας, δεν θα ‘χε την αξία που κατέχει σε μια μεγάλη πόλη, και, όπως ξέρουμε, αυτή η αξία προέρχεται από τον μόχθο κάπου πενήντα γενεών ανθρώπων που ‘χουν κτίσει την πόλη, την ομόρφυναν, την προμήθευσαν με νερό και φωταέριο, μ’ ωραίους δρόμους, κολλέγια, θέατρα, καταστήματα, σιδηροδρόμους και λεωφόρους που οδηγούν σε κάθε κατεύθυνση. Έτσι, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του Κου τάδε σ’ ένα συγκεκριμένο σπίτι στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή στη Ρουέν, ο νόμος αποδίδει άδικα σ’ αυτόν ένα ορισμένο τμήμα της εργασίας της ανθρωπότητας εν γένει. Κι επειδή ακριβώς αυτή η ιδιοποίηση κι όλες οι άλλες μορφές ιδιοκτησίας που φέρουν τον ίδιο χαρακτήρα είναι μια κραυγαλέα αδικία, χρειάζεται ένα ολόκληρο οπλοστάσιο νόμων κι ένας ολόκληρος στρατός στρατιωτών, αστυνομικών και δικαστών για να την διατηρήσει ενάντια στο αίσθημα της λογικής και της δικαιοσύνης, που ‘ναι έμφυτα στην ανθρωπότητα.
Οι μισοί από τους νόμους μας – ο αστικός κώδικας σε κάθε χώρα – δεν εξυπηρετεί άλλο σκοπό από το να διατηρήσει αυτή την ιδιοποίηση, αυτό το μονοπώλιο, προς όφελος ορισμένων ατόμων κι ενάντια σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τα τρία τέταρτα των υποθέσεων που εκδικάζονται από τα δικαστήρια δεν είναι παρά φιλονικίες μεταξύ μονοπωλιστών – δύο ληστές που τσακώνονται για την λεία τους. Και πάρα πολλοί από τους ποινικούς μας νόμους έχουν κατά νου τον ίδιο στόχο, κι ο σκοπός τους είναι να κρατήσουν τον εργάτη σε μια υποτακτική θέση απέναντι στον εργοδότη του, κι έτσι να παράσχουν ασφάλεια για την εκμετάλλευση.
Ως προς την εγγύηση του προϊόντος της εργασίας του στον παραγωγό, δεν υπάρχουν νόμοι που έστω να επιχειρούν τέτοιο πράγμα. Είναι τόσο απλό και φυσικό, τόσο πολύ μέρος των τρόπων και των εθίμων της ανθρωπότητας, ώστε ο νόμος δεν το ‘χει σκεφτεί καν. Η ανοικτή ληστεία, με το ξίφος στο χέρι, δεν είναι γνώρισμα της εποχής μας. Ούτε ένας εργαζόμενος πάει ποτέ και φιλονικεί για το προϊόν της εργασίας του μ’ έναν άλλο. Αν έχουν μια διαφορά την διευθετούν προσεπικαλούμενοι ένα τρίτο πρόσωπο, χωρίς να καταφεύγουν στο νόμο. Το μόνο πρόσωπο που απαιτεί από έναν άλλο αυτό που ‘χει παράγει, είναι ο ιδιοκτήτης, που έρχεται και παίρνει την μερίδα του λέοντος. Όσο για την ανθρωπότητα εν γένει, παντού σέβεται το δικαίωμα καθένα σ’ ό,τι έχει δημιουργήσει, χωρίς την παρεμβολή κανενός ειδικού νόμου.
Καθώς όλοι οι νόμοι γύρω από την ιδιοκτησία, οι οποίοι απαρτίζουν παχείς τόμους κωδίκων κι είναι το καύχημα των νομικών μας, δεν έχουν άλλο στόχο από το να προστατεύσουν την άδικη ιδιοποίηση ανθρώπινης εργασίας από ορισμένους μονοπωλιστές, δεν υπάρχει κανένας λόγος για την ύπαρξή τους, και, την ημέρα της επανάστασης, οι κοινωνικοί επαναστάτες είναι ολοκληρωτικά αποφασισμένοι να βάλουν σ’ αυτούς ένα τέρμα. Πράγματι, είναι τελείως δικαιολογημένο να παραδοθούν στην πυρά όλοι οι νόμοι που αναφέρονται στα λεγόμενα «δικαιώματα ιδιοκτησίας», όλες οι δικαιοπραξίες, όλα τα κατάστιχα, με μια λέξη, όλα όσα συνδέονται μ’ οποιοδήποτε τρόπο μ ένα θεσμό, τον οποίο σύντομα θα βλέπουν σαν στίγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, τόσο ταπεινωτικό όσο κι η δουλεία ή η δουλοπαροικία των περασμένων αιώνων.
Οι παρατηρήσεις που μόλις έγιναν πάνω στους νόμους που αφορούν την ιδιοκτησία είναι εξ ίσου εφαρμόσιμες στη δεύτερη κατηγορία νόμων: σ’ εκείνους που αποσκοπούν στη διατήρηση της κυβέρνησης, δηλαδή στο συνταγματικό δίκαιο.
Τούτο πάλι είναι ένα τέλειο οπλοστάσιο νόμων, διαταγμάτων, πράξεων, διαταγών εν συμβουλίω [5] και χίλιων-δυο άλλων, που όλα χρησιμεύουν να προστατεύσουν τις διάφορες μορφές αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, ανατεθειμένες ή υφαρπασμένες, κάτω από τις οποίες σφαδάζει η ανθρωπότητα. Ξέρουμε πολύ καλά – οι αναρχικοί το έχουν πολύ συχνά τονίσει στην διηνεκή κριτική τους των διάφορων μορφών κυβέρνησης, ότι η αποστολή όλων των κυβερνήσεων, μοναρχικών συνταγματικών ή δημοκρατικών, είναι να προστατεύσουν και να διατηρήσουν με τη βία τα συμφέροντα των κατεχουσών τάξεων, της αριστοκρατίας, του κλήρου και των εμπόρων. Ένα τρίτο των νόμων μας – και κάθε χώρα έχει μερικές δεκάδες χιλιάδες από δαύτους – οι θεμελιώδεις νόμοι πάνω στους φόρους, τους εσωτερικούς δασμούς, την οργάνωση των υπουργικών τμημάτων και των γραφείων τους, του στρατού, της αστυνομίας, της εκκλησίας κλπ., δεν έχουν άλλο σκοπό εκτός από το να διατηρούν και ν’ αναπτύσσουν την διοικητική μηχανή. Κι αυτή η μηχανή χρησιμεύει σχεδόν ολοκληρωτικά να προστατεύει τα συμφέροντα των κατεχουσών τάξεων. Αναλύστε όλους αυτούς τους νόμους, παρατηρείστε τους στην πράξη μέρα με τη μέρα και θα ανακαλύψετε ότι κανένας τους δεν αξίζει να διατηρηθεί.
Γύρω από τέτοιους νόμους δεν μπορούν να υπάρχουν δύο γνώμες. Όχι μόνο οι αναρχικοί, αλλ’ επίσης λίγο – πολύ οι επαναστάτες ριζοσπάστες συμφωνούν ότι η μόνη χρήση των νόμων που αφορούν την οργάνωση της κυβέρνησης είναι να τους ρίξουμε στη φωτιά.
Η τρίτη κατηγορία νόμων παραμένει να εξετασθεί· εκείνη που σχετίζεται με την προστασία του προσώπου και την εξιχνίαση και παρεμπόδιση του «εγκλήματος». Αυτή είναι η πιο σπουδαία γιατί συνδέονται μαζί της πολλές προκαταλήψεις· γιατί, αν το δίκαιο βρίσκει ένα ορισμένο ποσό σεβασμού, αιτία είναι η πεποίθηση ότι αυτό το είδος δικαίου είναι απόλυτα αναντικατάστατο για την διατήρηση της ασφάλειας στις κοινωνίες μας. Αυτοί είναι νόμοι που αναπτύχθηκαν από τον πυρήνα των εθίμων που ‘ναι χρήσιμα στις ανθρώπινες κοινότητες και τα οποία έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους κυβερνώντες για να καθαγιάσουν τη δική τους κυριαρχία. Η εξουσία των αρχηγών των φυλών, των πλούσιων οικογενειών στις πόλεις και του βασιλιά, εξαρτιόταν από τις δικαστικές τους λειτουργίες, κι ακόμη ως τις μέρες μας, όποτε γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα της κυβέρνησης, εκείνο που υπονοείται είναι η λειτουργία της σαν ύπατου δικαστή. «Χωρίς κυβέρνηση, οι άνθρωποι θα κομμάτιαζαν ο ένας τον άλλο», υποστηρίζει ο ρήτορας του χωριού. «Ο απώτατος σκοπός κάθε κυβέρνησης είναι να εξασφαλίζει δώδεκα έντιμους ενόρκους σε κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο», είπε ο Burke.
Λοιπόν, παρ’ όλες τις προκαταλήψεις που υπάρχουν στο παρόν θέμα, είναι καιρός οι αναρχικοί να κηρύξουν θαρραλέα αυτή την κατηγορία νόμων άχρηστη κι επιβλαβή όπως και την προηγούμενη.
Πρώτ’ απ’ όλα, ως προς τα λεγόμενα «εγκλήματα»  – προσβολές κατά προσώπων – είναι καλά γνωστό ότι τα δύο τρίτα, και συχνά τα τρία τέταρτα, τέτοιων «εγκλημάτων» υποκινούνται από την επιθυμία να αποκτήσει κανείς την κατοχή του πλούτου κάποιου άλλου. Αυτή η τεράστια κατηγορία των λεγόμενων «εγκλημάτων και παραβάσεων» θα εξαφανιστεί την ημέρα που η ιδιωτική ιδιοκτησία θα πάψει να υπάρχει. «Αλλά», θα λεχθεί, «θα υπάρχουν πάντα κτήνη, τα οποία θα βλάψουν τις ζωές των συμπολιτών τους, τα οποία θα βάλουν τα χέρια τους στο μαχαίρι σε κάθε φιλονικία και θα εκδικηθούν τη μηδαμινότερη προσβολή με φόνο, αν δεν υπάρχουν νόμοι να τους  συγκρατήσουν και ποινές να τους αποτρέψουν». Αυτή η επωδός επαναλαμβάνεται κάθε φορά που το δικαίωμα της κοινωνίας να τιμωρεί αμφισβητείται.
Ωστόσο υπάρχει ένα γεγονός σχετικά μ’ αυτό το θέμα, το οποίο σήμερα είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Η δριμύτητα της ποινής δεν ελαττώνει την ποσότητα των εγκλημάτων. Κρεμάστε, κι αν σάς αρέσει κομματιάστε τους δολοφόνους, κι ο αριθμός των φόνων δεν θα μειωθεί ούτε κατά ένα. Από την άλλη μεριά, καταργείστε την ποινή του θανάτου και δεν θα υπάρξει ούτε ένας φόνος παραπάνω· θα υπάρξουν λιγότεροι. Οι στατιστικές το αποδείχνουν. Αλλ’ αν η σοδειά είναι καλή, το ψωμί φτηνό κι ο καιρός αίθριος, ο αριθμός των φόνων αμέσως μειώνεται. Αυτό πάλι αποδείχνεται από την στατιστική. Η ποσότητα των εγκλημάτων αυξάνει και ελαττώνεται πάντοτε κατ’ αναλογία με την τιμή των αγαθών και την κατάσταση του καιρού. Όχι ότι όλοι οι φονιάδες παρακινούνται από την πείνα. Τούτο δεν συμβαίνει. Αλλ’ όταν η σοδειά είναι καλή και τα αγαθά βρίσκονται σε προσιτή τιμή, κι όταν ο ήλιος λάμπει, οι άνθρωποι, πιο ανάλαφροι στη διάθεση και λιγότερο μίζεροι από συνήθως, δεν δίνουν διέξοδο σε σκοτεινά πάθη και δεν καρφώνουν το μαχαίρι στο στήθος του συνανθρώπου τους για ασήμαντες αφορμές.
Επί πλέον, είναι επίσης ένα πολύ γνωστό γεγονός ότι ο φόβος της τιμωρίας δεν έχει ποτέ σταματήσει έστω κι ένα δολοφόνο. Αυτός που σκοτώνει τον γείτονά του από εκδίκηση ή αθλιότητα δεν σκέφτεται πολύ για τις συνέπειες· κι υπήρξαν ελάχιστοι δολοφόνοι που δεν ήταν ακλόνητα πεπεισμένοι ότι θα διέφευγαν την δίωξη.
Χωρίς να μιλήσουμε για μια κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος θα λαβαίνει καλύτερη εκπαίδευση, στην οποία η ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων του κι η δυνατότητα να τις εξασκήσει, θα του προσφέρει τόσες απολαύσεις, ώστε δεν θα ζητά να τις δηλητηριάσει με τύψεις – ακόμη και στην κοινωνία μας, ακόμη και μ’ εκείνα τα ζοφερά προϊόντα της αθλιότητας που βλέπουμε στα καπηλειά των μεγάλων πόλεων – την ημέρα που δεν θα επιβάλλεται καμιά ποινή στους δολοφόνους, ο αριθμός των φόνων δεν θ’ αυξηθεί ούτε κατά μια περίπτωση. Κι είναι άκρως πιθανό ότι, απεναντίας, θα μειωθεί κατά όλες εκείνες τις περιπτώσεις που οφείλονται σήμερα σε εγκληματίες καθ’ έξιν, οι οποίοι έχουν αποκτηνωθεί στις φυλακές.
Μάς μιλάνε συνεχώς για τα ευεργετήματα που συνεπιφέρει ο νόμος και τα ευεργετικά αποτελέσματα των ποινών, αλλά έχουν ποτέ οι ρήτορες επιχειρήσει να ζυγίσουν τα ευεργετήματα που αποδίδονται στους νόμους και τις ποινές και την εξαχρειωτική επίδραση αυτών των ποινών πάνω στην ανθρωπότητα; Υπολογίστε μόνο τα κακά πάθη που ξύπνησαν στην ανθρωπότητα από τις θηριώδεις ποινές που επιβάλλονταν άλλοτε στους δρόμους! Ο άνθρωπος είναι το σκληρότερο ζώο πάνω στη γη. Αλλά ποιός υποβοήθησε κι ανέπτυξε τα σκληρά ένστικτα που ‘ναι άγνωστα ακόμη κι ανάμεσα στους πιθήκους, αν δεν είναι ο βασιλιάς, ο δικαστής κι οι παπάδες, οπλισμένοι με το νόμο, που ‘καναν την σάρκα κομμάτια, που ‘βραζαν πίσσα για να την χύσουν στις πληγές, που αποσπούσαν μέλη, που συνέτριβαν κόκκαλα, που πριόνιζαν ανθρώπους για να διατηρήσουν την εξουσία τους; Υπολογίστε μονάχα τον χείμαρρο εξαχρείωσης που ξεχύνεται στην ανθρώπινη κοινωνία με το «κάρφωμα», που ενθαρρύνεται από τους δικαστές, που πληρώνεται αδρά από τις κυβερνήσεις, υπό το πρόσχημα ότι βοηθά στην ανακάλυψη του «εγκλήματος». Πηγαίνετε στις φυλακές και μελετείστε τί γίνεται ο άνθρωπος όταν στερείται την ελευθερία του και κλείνεται μ’ άλλα εξαθλιωμένα όντα, βουτηγμένος στην εξαχρείωση και την διαφθορά που αναδύεται κι από τους ίδιους τους τοίχους των υπαρχουσών φυλακών μας. Θυμηθείτε μονάχα ότι όσο περισσότερο αναμορφώνονται οι φυλακές, τόσο πιο αποκρουστικές γίνονται. Τα υποδειγματικά μας σύγχρονα αναμορφωτήρια είναι εκατό φορές πιο φρικτά από τα μπουντρούμια του μεσαίωνα. Τελικά, σκεφτείτε τί διαφθορά, τι εξαχρείωση μυαλού συντηρείται ανάμεσα στους ανθρώπους από την ιδέα της υπακοής, αυτή τούτη την ουσία του νόμου· της τιμωρίας· της εξουσίας που ‘χει το δικαίωμα να τιμωρεί, να κρίνει ανεξάρτητα από την συνείδησή μας και την εκτίμηση των φίλων μας· της αναγκαιότητας για δήμιους, δεσμοφύλακες και πληροφοριοδότες – κοντολογίς, απ’ όλες τις ιδιότητες του νόμου και της εξουσίας. Σκεφτείτε τα όλ’ αυτά και σίγουρα θα συμφωνήσετε μαζί μας, ότι ο νόμος που επιβάλλει ποινές είναι μια βδελυγμία που θα ‘πρεπε να πάψει να υπάρχει.
Λαοί χωρίς πολιτική οργάνωση, κι επομένως λιγότερο εξαχρειωμένοι από εμάς, έχουν καταλάβει τέλεια ότι ο άνθρωπος που αποκαλείται «εγκληματίας» είναι απλώς άτυχος· ότι το φάρμακο δεν είναι να τον μαστιγώσουμε, να τον αλυσοδέσουμε, ή να τον σκοτώσουμε στην αγχόνη ή την φυλακή, αλλά να τον βοηθήσουμε με την πιο αδελφική φροντίδα, με μεταχείριση βασισμένη στην ισότητα, με τα ήθη της ζωής ανάμεσα σ’ έντιμους ανθρώπους. Ελπίζουμε στην επόμενη επανάσταση τούτη η κραυγή θ’ ακουστεί: «Κάψτε τα ικριώματα· γκρεμίστε τις φυλακές· καταργείστε τους δικαστές, τους αστυνόμους και τους πληροφοριοδότες – την πιο βρώμικη ράτσα επί του προσώπου της γης· μεταχειριστείτε σαν αδερφό τον άνθρωπο που ‘χει οδηγηθεί από το πάθος να κάνει κακό στους συνανθρώπους σας· πάνω απ’ όλα, αφαιρέστε από τα χαμερπή προϊόντα της οκνηρίας της μεσαίας τάξης την δυνατότητα να επιδείχνουν τα βίτσια τους με φανταχτερά χρώματα· και να ‘στε βέβαιοι ότι ελάχιστα εγκλήματα θ’ αμαυρώσουν την κοινωνία μας».
Τα κύρια στηρίγματα του εγκλήματος είναι ο παρασιτισμός σε βάρος των άλλων, ο νόμος κι η εξουσία· νόμοι για την ιδιοκτησία, νόμοι για την κυβέρνηση, νόμοι για ποινές και παραβάσεις· και εξουσία, που παίρνει το δικαίωμα να κατασκευάζει αυτούς τους νόμους και να τους εφαρμόζει.
Όχι πια νόμους! Όχι πια δικαστές! Η ελευθερία, η ισότητα και η έμπρακτη ανθρώπινη αλληλεγγύη είναι τα μόνα αποτελεσματικά εμπόδια που μπορούμε ν’ αντιπαραθέσουμε στα αντικοινωνικά ένστικτα μερικών από μάς.
1.Σημ. του Μετ. – Σ’ αυτό το σημείο ο Κροπότκιν προδιαισθάνεται κάτι που θα αποτελέσει βασική σύλληψη του αντιεξουσιαστικού κινήματος στην εποχή μας, δηλ. την σύλληψη της εξουσίας σαν «μεσολάβησης».
2.Σημ. του Μετ. – Υπενθυμίζουμε ότι το δοκίμιο αυτό δημοσιεύτηκε το 1886.
3.Σημ. του Μετ. – Πρέπει να υποθέσει κανείς ότι εδώ ο Κροπότκιν εκφράζει μια υπόθεση μάλλον παρά ένα αναμφισβήτητο ανθρωπολογικό γεγονός. Βλέπε σχετικά το «Σύμπαν της Ιεραρχίας», 1976, κεφ.1, καθώς και το υπό έκδοση «Συμβολές στην κριτική θεωρία», δοκίμιο Ι.
4. Σημ. του Μετ. – «Νόμιμη εργασία» σ’ αντίθεση με την «συμβατική εργασία» είναι η εργασία που οφείλεται απ’ ευθείας βάσει του νόμου κι όχι βάσει της ιδιωτικής βούλησης.
5. Σημ. του Μετ. – «Orders incouncil»· πρόκειται για διαταγές που εκδίδονται κατόπιν της γνώμης μυστικού συμβουλίου.
Σημείωση: Το βιβλίο του Πιοτρ Κροπότκιν «Νόμος και Εξουσία» εκδόθηκε από τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» το Φεβρουάριο του 1977 και εκτός από το ομώνυμο δοκίμιο, το οποίο μεταφράστηκε από τον Γιώργο Νταλιάνη, περιέχει και άλλα 6 δοκίμια του Κροπότκιν. Η μετατροπή της πρωτότυπης μετάφρασης στο μονοτονικό σύστημα καθώς και η προσαρμογή της γλώσσας και της ορθογραφίας στα σημερινά πρότυπα έγινα από εμάς, χωρίς αλλαγές στη σύνταξη και χωρίς να υπεισέλθουμε σε έλεγχο της νοηματικής απόδοσης.
Το δοκίμιο στα αγγλικά
Σύντομο URL: http://eagainst.com/?p=47127

Σπάνιο βίντεο από την κηδεία του Κροπότκιν το 1921.

==========================================================
---------------------------------------------------------------------------------------------------

Μιχαήλ Μπακούνιν:Ο γνωστός-άγνωστος της αναρχικής επανάστασης

Τρεις από τις πιο ξεχωριστές επαναστατικές μορφές του 19ου αιώνα είναι ο Mazzini (1808-1872), ο Proudhon (1809-1865) και ο Bakunin (1814-1876).
Mikhail-Bakunin
Και οι τρεις ήταν ουσιαστικά «άνθρωποι της επανάστασης του 1848».
Οι τρεις τους ήταν όμοιοι ως προς την αεικίνητη τόλμη και την ευγενή φιλοδοξία. Αλλά, ο Ιταλός ήταν ο εκλεπτυσμένος και παθιασμένος ιδεαλιστής, ο Γάλλος ο απτόητος φιλόσοφος και ο Ρώσος το εύρωστο άτομο της συνεχούς δράσης, «το θαλασσοπούλι των καταιγίδων» ή «ο καλόγερος της εκκλησίας της επανάστασης», όπως τον χαρακτήρισε το 1852 ο ρώσος επαναστάτης Alexander Hertzen.Ο Bakunin, λοιπόν, ένας από τους πιο σημαντικούς αναρχικούς του 19ου αιώνα, γεννήθηκε στο Πριαμούκινο κοντά στο Tβερ (σημερινή ονομασία Καλίνιν), το 1814. Προερχόμενος από αριστοκρατική ρωσική οικογένεια, προετοιμάστηκε για τη στρατιωτική θητεία του στην Αγία Πετρούπολη.
Ήδη από τότε χρόνια έχει την άποψη ότι οι στρατιώτες είναι δουλοπάροικοι, που δωροδοκήθηκαν με τις αμοιβές και τα δώρα, για να καταστείλουν τους δουλοπάροικους συντρόφους τους. Η σχολή του πυροβολικού, στην οποία κατατάχτηκε το 1828, κατακλυσμένη από βυσματίες αριστοκράτες, είχε τη μεγαλύτερη ελευθερία στη σκέψη και την έρευνα από οποιοδήποτε άλλο τομέα του στρατού. Έτσι, ο Bakunin στράφηκε προς τη φιλοσοφία. Το 1832 γίνεται αξιωματικός, αλλά, μη αντέχοντας τον τρόπο ζωής στο στρατό, παραιτείται.
Ο Χεγκελιανισμός (Hegelianism) ήταν τότε σε άνοδο και κίνησε το ενδιαφέρον του Bakunin ο οποίος πήρε την άδεια να σπουδάσει στη Γερμανία, στηριγμένος στην οικονομική βοήθεια του Χέρτσεν. Επισκέφτηκε το Βερολίνο, τη Δρέσδη και το Leipsic, εμβαθύνοντας στη φιλοσοφία του Hegel, που την χαρακτήρισε κατόπιν ως την «άλγεβρα της επανάστασης», αλλά ήδη έκλινε προς την ετερόδοξη σχολή, που ανέδειξε άτομα όπως τον Ludwig Feuerbach και τον David Friedrich Strauss.
Το 1842, στη Δρέσδη, επηρεασμένος από τον Άρνολντ Ρούγκε, προσχωρεί το κίνημα της Χεγκελιανής αριστεράς. Η δημοσίευση ενός δοκιμίου του με τίτλο Η αντίδραση στη Γερμανία, είχε μεγάλη απήχηση, γεγονός που τον υποχρεώνει να καταφύγει στην Ελβετία.
Το 1843 επισκέφτηκε το Παρίσι και γνώρισε τον Pierre Joseph Proudhon, ο οποίος εκείνη τη χρονιά δημοσίευσε την εργασία του «Η Δημιουργία της Τάξης στην Ανθρωπότητα» (The Creation of Order in Humanity). Η γνωριμία αυτή τον έκανε να ενστερνιστεί τις αναρχικές απόψεις. Τα επόμενα χρόνια ο Bakunin τα αφιέρωσε στο να κάνει το Σοσιαλδημοκρατικό Κίνημα αναρχικό και διεθνές. Από το 1844 μέχρι το 1848 ζει κυρίως στο Παρίσι. Το γεγονός πως τον βάρυναν οι υποψίες ότι ήταν Ρώσος κατάσκοπος, οδήγησε τη ρωσική κυβέρνηση να ανακαλέσει την άδεια με την οποία του επιτρεπόταν να κατοικήσει στο εξωτερικό.
Αντί να υπακούσει στη διαταγή να επιστρέψει στη Ρωσία, απηύθυνε κάλεσμα σε Πολωνούς και Ρώσους για ένωση σε μια πανσλαβική επαναστατική συνομοσπονδία. Τότε επικηρύχθηκε για δέκα χιλιάδες ρούβλια και η γαλλική κυβέρνηση τον απέλασε. Αλλά η επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848 τον έφερε πίσω στο Παρίσι, από όπου όρμησε ως δαυλός της επανάστασης στην Πράγα, για να ξεσηκώσει το συνέδριο των Σλάβων, όπου γίνεται μέλος τηςΣλαβικής Επαναστατικής Επιτροπής.
Το 1849 ανεβαίνει στα οδοφράγματα της Δρέσδης, στο πλευρό του Ριχάρδου Βάγκνερ. Ο Βάγκνερ επηρεασμένος από το φίλο του θα γράψει την ίδια χρονιά: «Θέλω να καταστρέψω την εξουσία του ενός πάνω στον άλλο, τη βασιλεία των νεκρών πάνω στους ζωντανούς, της ύλης πάνω στο πνεύμα. Θέλω να συντρίψω την εξουσία των ισχυρών, του νόμου και της ιδιοκτησίας.
Η ίδια του η βούληση να είναι κυρία του ανθρώπου, η ίδια του η χαρά ο μοναδικός νόμος, η ίδια του η δύναμη όλη του η ιδιοκτησία. Γιατί το μόνο ιερό πράγμα είναι ο ελεύθερος άνθρωπος και δεν υπάρχει τίποτα άλλο πάνω απ’ αυτόν»1. Ο Bakunin προσπαθώντας να διαφύγει από τη Δρέσδη συνελήφθη, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1850. Η καταδίκη του μετατράπηκε σε ισόβια. Σχεδίασε να δραπετεύσει στην Αυστρία, συνελήφθη ξανά και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά τελικά παραδόθηκε στη Ρωσία.
Κρατήθηκε για αρκετά χρόνια σε ένα μπουντρούμι στο φρούριο Νέβα και για μεγάλο διάστημα στη Σιβηρία (από το 1857).
Στο διάστημα της εξορίας του στη Σιβηρία παντρεύεται την νεαρή Πολωνέζα Antonia Kwiatkowska. Μολονότι πέρασε πολλά χρόνια μέσα στη φρίκη των ποινικών κολαστηρίων, το πνεύμα του παρέμεινε ανυπότακτο. Κατόρθωσε τελικά να δραπετεύσει το 1861 και να περπατήσει ανατολικά πάνω από χίλια μίλια, μέσα από τρομερές κακουχίες φθάνοντας επιτέλους στη θάλασσα απ’ όπου πέρασε απέναντι στην Ιαπωνία. Από εκεί μπήκε σε πλοίο για την Καλιφόρνια και από εκεί βρέθηκε στη Νέα Υόρκη για να καταφύγει στο Λονδίνο όπου φιλοξενείται από τον Alexander Hertzen.
Είχε υποστεί αναρίθμητες δυσκολίες και περιπέτειες, είχε αναμιχθεί με όλους τους τύπους ανθρώπων κάτω από όλες τις συνθήκες και παντού διαπίστωσε ότι κάθε κυβέρνηση ήταν τυραννία. Ρίχτηκε στην επαναστατική δράση με έντονο ενθουσιασμό. Με τον Hertzen δημοσίευσε τον Συναγερμό της Επανάστασης(Tocsin of Revolution).
Το 1868, προσχώρησε στην Διεθνή Ένωση Εργαζομένων, επίσης γνωστή ως η Πρώτη Διεθνής, μια ομοσπονδία ριζοσπαστικών συνδικάτων με τμήματα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Στο συνέδριο του 1872 κυριάρχησε η διαμάχη ανάμεσα στη φράξια γύρω από τον Marx, που υποστήριζε τη συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές και στη φράξια γύρω από τον Bakunin, που αντιτάχθηκε σε μια τέτοια συμμετοχή. Η φράξια αυτή έχασε την ψηφοφορία για το ζήτημα αυτό. Αυτό δεν ήταν αρκετό για τον Marx. Στο τέλος του συνεδρίου ο Bakunin και διάφοροι άλλοι που ανήκαν στη φράξια αποβλήθηκαν για υποτιθέμενη συγκρότηση μυστικής οργάνωσης μέσα στη Διεθνή.
Οι αναρχικοί επέμειναν ότι το συνέδριο ήταν στημένο και έτσι οργάνωσαν δική τους διάσκεψη της Διεθνούς στο Saint-Imer στην Ελβετία το 1872. Ο Bakunin συνέχισε να δραστηριοποιείται σε αυτήν αλλά και στο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα. Στα χρόνια μεταξύ του 1870 και 1876 έγραψε ένα μεγάλο μέρος της εμβρυώδους εργασίας του, όπως το Κρατισμός και Αναρχία και το Θεός και Kράτος. Παρά τη φθίνουσα πορεία της υγείας του προσπάθησε να συμμετάσχει σε μια εξέγερση στη Μπολώνια, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελβετία μεταμφιεσμένος και εγκαταστάθηκε στο Λουγκάνο. Συνεχίζει να δραστηριοποιείται στο ριζοσπαστικό κίνημα της Ευρώπης, έως ότου τον αναγκάζουν τα περαιτέρω προβλήματα υγείας να μεταφερθεί σε ένα νοσοκομείο στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου πέθανε την 1η Ιουλίου του 1876.
Οι Carlo Cafiero και Élisée Reclus, στην εισαγωγή τους στο έργο του Bakunin «Θεός και κράτος», λένε: «Στη Ρωσία μεταξύ των σπουδαστών, στη Γερμανία μεταξύ των στασιαστών της Δρέσδης, στη Σιβηρία μεταξύ των αδελφών του στην εξορία, στην Αμερική, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στην Ιταλία μεταξύ όλων των συνειδητοποιημένων ανθρώπων, η άμεση επιρροή του ήταν ιδιαίτερη.
Η πρωτοτυπία των θέσεών του, η παθιασμένη και φλογερή ευφράδειά του, ο ακούραστος ζήλος του για προπαγάνδιση, που ενισχύθηκε επίσης από τη φυσική μεγαλοπρέπεια του προσώπου του και από μια ισχυρή ζωτικότητα, έδωσε στον Bakunin την πρόσβαση σε όλες τις σοσιαλιστικές επαναστατικές ομάδες και οι προσπάθειές του άφησαν βαθιά ίχνη παντού, ακόμη και επάνω σε εκείνους που, αφ’ ότου τον είχαν καλοδεχτεί, συγκρούστηκαν μαζί του λόγω διαφοράς στις απόψεις ή την μέθοδο».
Ο Bakunin, αυτό είναι εμφανές, ήταν μάλλον περισσότερο παρακινητής παρά διοργανωτής. Έγραψε θαυμάσιες επιστολές, που ξυπνούν το μουδιασμένο και συνεσταλμένο άτομο.
«Η ζωή μου», συνήθιζε να λέει, «είναι κομματιασμένη». Το πιο ξεχωριστό των προαναφερθέντων κομματιών είναι το βιβλίο του Θεός και κράτος, στο οποίο κάνει επίθεση σε αυτά τα δίδυμα όργανα της καταπίεσης, με την ίδια σφοδρότητα. Αναφέρεται στην ίδρυση της ανθρώπινης εξουσίας με την πρόφαση της Θείας εξουσίας και ο Bakunin, ο «απόστολος της καταστροφής», όπως τον αποκαλούσε ο Βέλγος οικονομολόγος Lavaleye, ανέμενε με ενδιαφέρον το χρόνο που «η ανθρώπινη δικαιοσύνη θα αντικαταστήσει τη θεία δικαιοσύνη». Δείχνει ότι οι δεισιδαιμονίες και οι ηλιθιότητες της θρησκευτικής πεποίθησης είναι η φυσική έκβαση της άγνοιας και καταπίεσης, όπου προωθείται μόνο η εκκλησία, η ακολασία του σώματος και η ακολασία του μυαλού, ως ανακούφιση στη ζωή ενός δουλοπάροικου.
Η Πρώτη Διεθνής
Το 1868, ο Bakunin προσχώρησε στο τμήμα της Γενεύης της Πρώτης Διεθνούς, στο οποίο δραστηριοποιήθηκε έντονα έως ότου αποβλήθηκε, από τον Karl Marx και τους οπαδούς του, στο συνέδριο της Χάγης το 1872. Ο Bakunin συνέβαλε στη δημιουργία παραρτημάτων της Διεθνούς στην Ιταλία και την Ισπανία.
Το 1869, η Σοσιαλδημοκρατική Συμμαχία δεν έγινε δεκτή στη Διεθνή με το επιχείρημα ότι ήταν και η ίδια μια διεθνής οργάνωση, και ότι στη Διεθνή επιτρέπονταν ως μέλη μόνο εθνικές οργανώσεις. Έτσι η Συμμαχία αυτοδιαλύθηκε και τα διάφορα τμήματα που την αποτελούσαν προσχώρησαν στη Διεθνή το κάθε ένα ξεχωριστά.
Ανάμεσα στο 1869 και 1870, ο Bakunin μπλέχτηκε με την θλιβερή φιγούρα του Sergey Nechayev, ο οποίος τον εξαπάτησε εκμεταλλευόμενος τον επαναστατικό ενθουσιασμό του. Πρόκειται για μια από τις πλέον αρνητικές περιόδους της δράσης του, που σίγουρα δεν είναι ικανή να επισκιάσει την συνολικότερη συνεισφορά του στην αναρχία. Σύντομα, ο Bakunin έκοψε κάθε σχέση με αυτό το άτομο για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως λόγω της Μακιαβελικής και «Iησουίτικης» μεθόδου του Nechayev –που, εκτός των άλλων, συμπεριλάμβανε και την δολοφονία ενός συντρόφου του, του φοιτητή Ιβανώφ–, σύμφωνα με την οποία όλα τα μέσα δικαιολογούνται προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι 
Το 1870 ο Bakunin πρωτοστάτησε σε μια αποτυχημένη εξέγερση στη Λυών, πάνω σε αρχές που εφαρμόστηκαν στην πράξη αργότερα από την Παρισινή Κομμούνα.
Κάνοντας έκκληση για γενική εξέγερση σε απάντηση της κατάρρευσης της γαλλικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του Γάλλο-Πρωσικού πολέμου και επιδιώκοντας να μετασχηματίσει την αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυνάμεις της κυριαρχίας σε κοινωνική επανάσταση, συνέταξε τη διακήρυξη της αναρχικής επανάστασης που τοιχοκολλήθηκε στη Λυών, στις 26 Σεπτεμβρίου 1870, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται: «καταργούνται η κυβερνητική εξουσία του κράτους και η διοικητική μηχανή, επειδή κατέληξαν να είναι άχρηστες» (άρθρο 1) και «αναστέλλεται η λειτουργία των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων και τις αρμοδιότητες τους τις επωμίζεται η Λαϊκή Δικαιοσύνη» (άρθρο 2).
Στα «Γράμματα σε έναν Γάλλο στην παρούσα κρίση», υποστήριξε μια επαναστατική συμμαχία μεταξύ της εργατικής τάξης και της αγροτιάς και έθεσε αυτό που ήταν αργότερα να γίνει γνωστό ως προπαγάνδα μέσα από τη δράση: «…πρέπει να διαδώσουμε τις αρχές μας, όχι με τις λέξεις αλλά με τις πράξεις, και γι’ αυτό είναι η δημοφιλέστερη, η πιο ισχυρή και πιο ακαταμάχητη μορφή προπαγάνδας».
Ο Bakunin υπήρξε ισχυρός υποστηρικτής της Παρισινής Κομμούνας του 1871, η οποία κατεστάλη άγρια από τη γαλλική κυβέρνηση. Είδε την Κομμούνα κυρίως ως μια «εξέγερση ενάντια στο κράτος» και επαίνεσε τους Κομμουνάρους για την απόρριψη όχι μόνο του κράτους, αλλά και της επαναστατικής δικτατορίας. Σε μία σειρά φυλλαδίων, υπερασπίστηκε την Κομμούνα και την Πρώτη Διεθνή ενάντια στον Ιταλό εθνικιστή Giuseppe Mazzini, κερδίζοντας με τον τρόπο αυτό –πέρα από πολλούς Ιταλούς Δημοκρατικούς στη Διεθνή– και τον στόχο του επαναστατικού σοσιαλισμού.
Οι διαφωνίες του με τον Marx, που οδήγησαν στην αποβολή του, αποτέλεσαν ένδειξη της αυξανόμενης αντίθεσης μεταξύ των «αντί-απολυταρχικών» τμημάτων της Διεθνούς, τα οποία υποστήριζαν την άμεση επαναστατική δράση και την οργάνωση των εργαζομένων προκειμένου να καταργηθούν το κράτος και η κεφαλαιοκρατία, και των σοσιαλδημοκρατικών τμημάτων που ήταν σύμμαχοι του Marx, τα οποία υποστήριζαν την κατάκτηση της πολιτικής δύναμης από την εργατική τάξη.
Τα αντιαπολυταρχικά τμήματα δημιούργησαν την δική τους Διεθνή στο Συνέδριο του Saint-Imer, όπως προαναφέραμε, και υιοθέτησαν ένα επαναστατικό αναρχικό πρόγραμμα. Παρ’ ότι ο Bakunin δέχτηκε την ταξική ανάλυση του Marx και τις οικονομικές θεωρίες σχετικά με την κεφαλαιοκρατία, τον θεώρησε αλαζόνα, και σκέφτηκε ότι οι μέθοδοί του θα υπέτασσαν την κοινωνική επανάσταση. Είναι επίσης σημαντικό ότι άσκησε κριτική στον «αυταρχικό σοσιαλισμό» (τον οποίο συνέδεσε με το μαρξισμό) και την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, την οποία αρνήθηκε με σφοδρότητα. «…Εάν παίρνατε τον πιο ένθερμο επαναστάτη και του παρείχατε την απόλυτη δύναμη, μέσα σε ένα χρόνο θα γινόταν χειρότερος από τον τσάρο τον ίδιο».
Ο Bakunin ήταν ίσως ο πρώτος που περιέγραψε με θεωρητικό τρόπο τη «νέα τάξη», όπου οι διανοούμενοι και οι διαχειριστές διαμορφώνουν τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς του κράτους. Υποστήριξε ότι το «κράτος είναι πάντα η κληρονομιά κάποιας προνομιούχας τάξης: μιας ιερατικής τάξης, μιας αριστοκρατικής τάξης, μιας τάξης αστών. Και τελικά, όταν εξαντληθούν όλες οι άλλες τάξεις, το κράτος γίνεται η κληρονομιά της γραφειοκρατικής τάξης και έπειτα έρχεται η πτώση —ή, εάν θέλετε, η άνοδος— στη θέση μιας μηχανής».
Η τεράστια συνεισφορά του στην αναρχική σκέψη, αλλά και η δράση του, κάνει την οποιαδήποτε αναφορά στον ανυπέρβλητο αυτό αναρχικό, αδύναμη να καλύψει το εύρος των όσων άφησε ως παρακαταθήκη για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση, για την Αναρχία. Θα ήταν λάθος να παραβλέπονται οι πλούσιες εμπειρίες, όπως θα ήταν καταστροφικό να επαναλαμβάνονται δογματικά καταστάσεις του παρελθόντος με σκοπό να εφαρμοστούν σήμερα.
Αδιαμφισβήτητα, πάντως, οι απόψεις του για την καταστροφή και την δημιουργία αποτελούν το ουσιαστικότερο σημείο μιας πολύπλευρης συνεισφοράς που παραμένει μέχρι σήμερα επίκαιρη. Εννοείται πως αυτή η άποψη δεν έχει σχέση με τις μηδενιστικές βλέψεις, ούτε με διάφορες εκδηλώσεις ενός άσκοπου επαναστατισμού, που πρόθυμα και σκόπιμα επιχειρείται να του αποδοθεί. Είναι αλήθεια πως το πάθος για καταστροφή, που αποτελεί ένα από τα κεντρικά στοιχεία των απόψεών του, θεωρεί αυτονόητη την συνειδητή στάση των καταστροφέων που δρουν και που μέσα από την καταστροφή αναδεικνύουν την δημιουργία, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό μέσα από μεμονωμένες, διαχωρισμένες και αμφιλεγόμενες ενέργειες.
Η αφοπλιστική ειλικρίνεια του, που μερικές φορές ξεπερνά την στείρα αυτοκριτική, είναι εμφανής στα γραπτά του: «Πολύ συχνά, είπα στους Γερμανούς και τους Πολωνούς, όταν συζητούσαν παρουσία μου για μελλοντικές μορφές διακυβέρνησης: Η αποστολή μας είναι να καταστρέψουμε κι όχι να κτίσουμε. Άλλοι άνθρωποι θα κτίσουν, καλύτεροι από μας, πιο έξυπνοι και πιο αγνοί»3.
Ο Bakunin απέρριπτε τα κυβερνητικά συστήματα οποιουδήποτε ονόματος και μορφής, από την ιδέα του Θεού και προς τα κάτω και κάθε μορφή εξουσίας είτε αυτή προέρχεται από τη θέληση ενός κυρίαρχου, είτε από την καθολική ψήφο. Έγραψε: «…Η ελευθερία του ατόμου συνίσταται απλώς στο ότι υπακούει τους νόμους της φύσης επειδή ο ίδιος τους έχει αναγνωρίσει υπό αυτήν τη μορφή κι όχι επειδή του έχουν επιβληθεί εξωτερικά από οποιαδήποτε ξένη βούληση, ανθρώπινη ή θεία, συλλογική ή μεμονωμένη» 4.
Ήταν αντίθετος με την έννοια οποιασδήποτε προνομιούχας θέσης ή τάξης, αφού: «…είναι η ιδιαιτερότητα του προνομίου και κάθε προνομιούχας θέσης να σκοτώσει το μυαλό και την καρδιά του ατόμου. Το προνομιούχο, πολιτικά ή οικονομικά, άτομο, είναι ένα άτομο διεφθαρμένο στο μυαλό και την καρδιά».
Οι απόψεις του βασίζονται σε διάφορες αλληλένδετες έννοιες: ελευθερία, σοσιαλισμός, φεντεραλισμός, αντί-θεϊσμός και υλισμός. Ανέπτυξε επίσης μια κριτική του μαρξισμού, που μερικοί θεωρούν διορατική, προβλέποντας ότι εάν οι μαρξιστές πετύχαιναν να πάρουν δια της βίας την εξουσία, θα δημιουργούσαν μια δικτατορία συμβαλλόμενων μερών, «ακόμα πιο επικίνδυνη επειδή εμφανίζεται ως μια προσποιητή έκφραση της θέλησης των ανθρώπων».
Σχετικά με την Ελευθερία:
Με την λέξη «ελευθερία», δεν εννοούσε ένα αφηρημένο ιδανικό αλλά μια συγκεκριμένη πραγματικότητα βασισμένη στην ίση ελευθερία των άλλων. Υπό μια έννοια, η ελευθερία αποτελείται από «την πληρέστερη ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων κάθε ανθρώπου, από την εκπαίδευση, την επιστημονική κατάρτιση και την υλική ευημερία».
Μια τέτοια σύλληψη της ελευθερίας είναι «κατεξοχήν κοινωνική, επειδή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στην κοινωνία», όχι στην απομόνωση. Υπό μια άλλη έννοια, η ελευθερία είναι «η επανάσταση του ατόμου ενάντια σε όλη τη θεία, συλλογική και μεμονωμένη εξουσία». «Η Ελευθερία μου», γράφει, «μεγαλώνει όσο μεγαλώνει και απλώνεται η ελευθερία του πλησίον μου».
Ελευθεριακός σοσιαλισμός: Ο σοσιαλισμός κατά τον Bakunin είναι μια μορφή κολεκτιβιστικής αναρχίας, στην οποία οι εργαζόμενοι θα διαχειρίζονται άμεσα τα μέσα της παραγωγής μέσω των παραγωγικών συλλόγων τους. Θα υπάρχουν «ίδια μέσα επιβίωσης, υποστήριξης, εκπαίδευσης, και ευκαιρίας για κάθε παιδί, αγόρι ή κορίτσι, μέχρι την ωριμότητα και ίσοι πόροι και εγκαταστάσεις στην ενηλικίωση για να δημιουργήσει την ευημερία του ο καθένας μέσα από την εργασία του».
Φεντεραλισμός:
Με τον όρο Φεντεραλισμός εννοούσε την οργάνωση της κοινωνίας «από τη βάση ως την κορυφή, από την περιφέρεια ως το κέντρο, σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης ένωσης και της ομοσπονδίας». Συνεπώς, η κοινωνία θα οργανωνόταν «βάσει της απόλυτης ελευθερίας των ατόμων, των παραγωγικών ενώσεων και των κοινοτήτων», με «κάθε άτομο, κάθε ένωση, κάθε κοινότητα, κάθε περιοχή, κάθε έθνος» να έχει «το απόλυτο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, να συνεργαστεί ή να μην συνεργαστεί και να ενωθεί με οποιοδήποτε επιθυμεί».
Αντι-Θεϊσμός:
Ο Bakunin υποστήριξε ότι «η ιδέα του Θεού υπονοεί την παραίτηση από την ανθρώπινη λογική και δικαιοσύνη: είναι η αποφασιστικότερη άρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας, και απαραιτήτως καταλήγει στην υποδούλωση της ανθρωπότητας, στη θεωρία και την πράξη». Αντέστρεψε τον γνωστό αφορισμό του Βολταίρου ότι εάν ο Θεός δεν υπήρχε, θα ήταν απαραίτητο να εφευρεθεί, και γράφει αντ’ αυτού ότι «εάν ο Θεός υπήρξε πραγματικά, θα ήταν απαραίτητο να καταργηθεί».
Υλισμός:
Ο Bakunin αρνήθηκε τις αφηρημένες θρησκευτικές έννοιες περί «ελεύθερης βούλησης» και υποστήριξε μια υλιστική εξήγηση των φυσικών φαινόμενων: «οι εκδηλώσεις της οργανικής ζωής, των χημικών ιδιοτήτων και των αντιδράσεων, της ηλεκτρικής ενέργειας, του φωτός, της θερμότητας και της φυσικής έλξης των φυσικών οργανισμών, αποτελούν, κατά την άποψή μας από πολλές διαφορετικές αλλά αλληλοεξαρτώμενες μεταβλητές, εκείνο το σύνολο των πραγματικών όντων που καλούμε ύλη»5.
Η «αποστολή της επιστήμης είναι, με την παρατήρηση των γενικών σχέσεων ανάμεσα στα συμπτωματικά και τα πραγματικά γεγονότα, να καθιερωθούν οι γενικοί νόμοι που εμπεριέχονται στην ανάπτυξη των φαινόμενων του φυσικού και κοινωνικού κόσμου». Εν τούτοις, απέρριψε την έννοια του «επιστημονικού σοσιαλισμού», γράφοντας ότι ένα «επιστημονικό σώμα στο οποίο η κοινωνία έχει εμπιστευτεί την κυβέρνηση, σύντομα θα κατέληγε να μην αφιερώνεται άλλο στην επιστήμη, αλλά σε μια άλλη υπόθεση… την διαιώνισή του εκμεταλλευόμενο την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και χειραγωγώντας την ώστε η κοινωνία να πιστεύει ότι έχει περισσότερο ανάγκη την κυβέρνηση και την κατεύθυνσή του»6.
Η αντίληψη του Bakunin για την κοινωνική επανάσταση:
Οι μέθοδοι για την υλοποίηση του επαναστατικού προγράμματός του είναι σύμφωνες με τις αρχές του. Οι εργαζόμενοι και οι αγρότες επρόκειτο να οργανωθούν σε ομοσπονδιακή βάση, «δημιουργώντας όχι μόνο τις ιδέες, αλλά και τα γεγονότα του μέλλοντος». Τα συνδικάτα των εργαζομένων «θα έπαιρναν στην κατοχή τους όλα τα εργαλεία της παραγωγής καθώς επίσης και τα κτήρια και το κεφάλαιο». Οι αγρότες «θα πάρουν τη γη και θα πετάξουν έξω εκείνους τους ιδιοκτήτες που ζουν από την εργασία των άλλων».
Ο Bakunin έβλεπε στον «όχλο», τους μεγάλους πληθυσμούς των φτωχών και εκμεταλλευόμενων, το αποκαλούμενο «lumpenproletariat», που «θα εγκαινιάσει και θα φέρει τον θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης», δεδομένου ότι ήταν «σχεδόν αμόλυντοι από τον πολιτισμό των αστών». Αυτές, βέβαια, ήταν εκτιμήσεις που ενδεχομένως να είχαν κάποια σχέση με την πραγματικότητα πριν από ενάμιση και πλέον αιώνα. Στις σημερινές όμως συνθήκες, οι αντιανθρώπινες αξίες έχουν διεισδύσει και διαβρώσει σε ανυπέρβλητο βαθμό, ιδιαίτερα αυτά τα κοινωνικά κομμάτια. Είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος μια αντιστοιχία του πάλαι ποτέ «lumpenproletariat» με ό,τι έχει καταλάβει τη θέση του στον κοινωνικό χώρο σήμερα. Αυτή η λαθεμένη τοποθέτηση του Bakunin, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ειδικά μάλιστα όταν εκθειάζοντας αυτό το κομμάτι τού αποδίδει δυνατότητες συμβολής στις κοινωνικές απελευθερωτικές διεργασίες που δεν του ανήκουν.
Κριτική στον Μαρξισμό:
Η διαφωνία μεταξύ του Mikhail Bakunin και του Karl Marx έδωσε έμφαση στις διαφορές μεταξύ της αναρχίας και του μαρξισμού. Ο Bakunin αντιτάχθηκε με αδιαλλαξία σ’ εκείνες τις πτυχές του μαρξισμού που επιδίωξαν τον έλεγχο του κράτους. Έγραψε: «Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι μόνο μια δικτατορία —η δική τους δικτατορία, φυσικά— μπορεί να δημιουργήσει τη θέληση των ανθρώπων, ενώ η απάντησή μας σε αυτό είναι: Καμία δικτατορία δεν μπορεί να έχει οποιονδήποτε άλλο στόχο από αυτόν της αυτοδιαιώνισης και μπορεί να γεννήσει μόνο τη σκλαβιά στους ανθρώπους που την ανέχονται… η ελευθερία μπορεί να δημιουργηθεί μόνο από την ελευθερία, δηλαδή από μια καθολική εξέγερση εκ μέρους των ανθρώπων και της ελεύθερης οργάνωσης των μαζών από το κατώτατο σημείο μέχρι επάνω»7.
Στο Σύνδεσμο για την Ειρήνη και την Ελευθερία, άλλωστε, θα δηλώσει (1868) με σαφήνεια: «Απεχθάνομαι τον κομμουνισμό, γιατί είναι η άρνηση της ελευθερίας και γιατί δεν μπορώ να αντιληφθώ τίποτε το ανθρώπινο χωρίς ελευθερία. Δεν είμαι κομμουνιστής γιατί ο κομμουνισμός συγκεντρώνει και απορροφά όλες τις δυνάμεις της κοινωνίας μέσα στο κράτος· γιατί καταλήγει απαραίτητα στη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας στα χέρια του κράτους, ενώ εγώ θέλω την κατάργηση του κράτους —τη ριζική εξάλειψη της εξουσίας και της κηδεμονίας του κράτους— που, με την πρόφαση ότι κάνει τους ανθρώπους ηθικούς και πολιτισμένους, τους έχει μέχρι σήμερα υποδουλώσει, καταπιέσει εκμεταλλευτεί και εξαθλιώσει».

Μετάφραση-Απόδοση Ε.-Λ.-Γ.

1.R. Wagner, Η τέχνη και η Επανάσταση
2.ΝΕΤΣΑΓΙΕΦ: Η κατήχηση του επαναστάτη, έκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1978.
3.Εξομολόγηση, σ. 174, Γαλλική έκδοση.
4.Θεός και Κράτος.
5.Selected Writings, σ. 219.
6.Θεός και Κράτος.
7.Κρατισμός και Αναρχία.

A las barricadas de la libertad


 ________________________________________

__________________________________

 

Μιχαήλ Μπακούνιν:

 ο Θεός είναι το απόλυτο Μηδέν

Posted by:
copernicus2

Το παρακάτω κείμενο είναι μια περικοπή από τον τόμο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος «Φεντεραλισμός Σοσιαλισμός Αντιθεολογισμός» του Μ. Μπακούνιν. Είναι, όπως φαίνεται και από τον τίτλο που επιλέχθηκε από μια φράση στο κείμενο, κομμάτι του κεφαλαίου για τον Αντιθεολογισμό. Ίσως είναι πράγματα που, θα πει κάποιος, πως έχουν ειπωθεί ή πως η επίκληση της επιστήμης έναντι της θρησκείας είναι χιλιοχρησιμοποιημένη στην τελευταία φάση εξέλιξης του καπιταλισμού.
Παρ’ όλα αυτά, η φιλοσοφική αξία του κειμένου είναι αδιαμφισβήτητη και θα έλεγα πως σε καιρούς που ο σκοταδισμός επιστρέφει με ταχύτητα και μάλιστα, σε καιρούς που η αλματώδης τεχνολογική εξέλιξη του καπιταλισμού τον ντύνει με έναν μανδύα -ψευδο- προοδευτικότητας, η πολεμική, και κυρίως, η λογική της πολεμικής ενάντια στους παλιούς συμμάχους της εξουσίας, είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία.  Θα έλεγα πως η λογική της πολεμικής του Μπακούνιν απέναντι στη θεολογία, που ξεδιπλώνεται στο παρακάτω κείμενο -αν και αναγκαστικά κουτσουρεμένο-, είναι ο πυρήνας του διαλεκτικού υλισμού.
Τη στιγμή που αρθρώνει την δημιουργία της ύπαρξης του Θεού σε αμιγώς υλικούς όρους, σε πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπου να ερμηνεύσει τον κόσμο γύρω του, ακριβώς την επόμενη, αποδεικνύει την τρομερή στρέβλωση που προκαλεί η θεολογία στην αντίληψη αυτού του κόσμου. Και ίσως κάποιος να πει πως, η -καπιταλιστική- επιστήμη έχει πλέον κυριαρχήσει σε όλα τα επίπεδα και λίγη σημασία έχει σήμερα η πίστη σε κάποιον Θεό. Θα έλεγα πως η τεχνική επικράτηση του καπιταλισμού επάνω στη φύση και τον άνθρωπο, πάει χέρι-χέρι με την επικράτηση της θεολογίας, ως γενεαλογία σκέψης, επάνω στο ανθρώπινο πνεύμα, επάνω στην ανθρώπινη κοινωνία. Μπορεί ο Θεός ως θρησκευτική κατηγορία, να εκθρονίστηκε από την απόλυτη θέση εξουσίας -αν και υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις για το αντίθετο-, στη θέση του όμως μπήκε η Οικονομία, η καπιταλιστική οικονομία, οι ανάγκες του Κεφαλαίου.  
Ακριβώς για αυτό η πολεμική ενάντια στην θεολογία είναι πολεμική ενάντια στον καπιταλισμό.
(οι σημειώσεις με πλάγια δικές μου)
Μιχαήλ Μπακούνιν, «Αντιθεολογισμός»
Όλο το ζήτημα ανάγεται σ’ αυτό εδώ: πως γεννιούνται στον άνθρωπο η παράσταση του σύμπαντος κι η ιδέα της ενότητάς του; Πρώτα- πρώτα, αρχίζουμε, λέγοντας ότι η παράσταση του σύμπαντος δεν μπορεί να υπάρχει για το ζώο, γιατί δεν είναι ένα αντικείμενο που δίνεται αμέσως απ’ τις αισθήσεις, όπως όλα τα πραγματικά αντικείμενα, μεγάλα ή μικρά, που από κοντά ή από μακριά, το περιβάλλουν• είναι κάτι αφηρημένο και που, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο για την αφαιρετική ικανότητα, δηλαδή μόνο για τον άνθρωπο. Ας εξετάσουμε λοιπόν τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζεται στον άνθρωπο. Ό άνθρωπος βλέπει πως περιβάλλεται από εξωτερικά αντικείμενα: ο ίδιος, ως ζωντανό σώμα, είναι ένα (απ’ αυτά) για την δική του σκέψη. Όλ’ αυτά τα αντικείμενα, που μαθαίνει διαδοχικά και αργά να γνωρίζει, που αναγνωρίζει λίγο-πολύ• και μολαταύτα, παρά την ύπαρξη αυτών των σχέσεων, που τα συγγενεύουν χωρίς να τα ενώνουν ή να τα συγχέουν σε ένα μόνο, αυτά τα αντικείμενα παραμένουν το ένα ξέχωρα από το άλλο. Ο εξωτερικός κόσμος δεν παρουσιάζει λοιπόν στον άνθρωπο τίποτε άλλο από μια αναρίθμητη ποικιλία αντικειμένων, δράσεων και σχέσεων, χωριστών και διακριτών, χωρίς την παραμικρή εμφάνιση ενότητας είναι μια άπειρη αντιπαράθεση, όχι ένα σύνολο. Από πού προέρχεται το σύνολο; Βρίσκεται στην σκέψη του ανθρώπου. Η νοημοσύνη του ανθρώπου είναι προικισμένη με αυτή την αφαιρετική ικανότητα που του επιτρέπει, αφού διέτρεξε αργά και εξέτασε χωριστά το ένα μετά το άλλο, μια ποσότητα αντικειμένων, να τα’ αγκαλιάσει σε μια ριπή οφθαλμού με μια μόνη παράσταση, να τα ενώσει σε μια μόνη σκέψη. Είναι λοιπόν η σκέψη του ανθρώπου που δημιουργεί την ενότητα και που την μεταφέρει μετά στην ποικιλία του εξωτερικού κόσμου.
Συνακόλουθα, αυτή η ενότητα είναι ένα όν, όχι συγκεκριμένο και πραγματικό, μα αφηρημένο, που έχει δημιουργηθεί αποκλειστικά από την αφαιρετική ικανότητα του ανθρώπου. Λέμε: αφαιρετική ικανότητα, γιατί για να ενωθούν τόσα διαφορετικά αντικείμενα σε μια μόνο παράσταση στη σκέψη μας, η τελευταία πρέπει να κάνει αφαίρεση όλων αυτών που συνιστούν την διαφορά τους, δηλαδή την χωριστή και πραγματική τους ύπαρξη και να μην κρατήσει παρά αυτό που έχουν κοινό, απ’ όπου προκύπτει, ότι όσο πιο πολύ μια ενότητα, που σκεφτόμαστε, αγκαλιάζει τα αντικείμενα, όσο πιο πολύ υψώνεται κι όσο πιο πολύ κρατάει το κοινό αυτό που συνιστά τον θετικό της προσδιορισμό, το περιεχόμενο της, τόσο πιο πολύ γίνεται αφηρημένη και γυμνή από πραγματικότητα. Η ζωή, μ όλες τις παροδικές της υπερβολές και μεγεθύνσεις βρίσκεται κάτω, μέσα στην ποικιλία• ο θάνατος, με την αιώνια και εξαίσια μονοτονία του βρίσκεται πάνω, μέσα στην ενότητα. Ανεβείτε πάντα όλο και πιο ψηλά, μ αυτή την δύναμη της αφαίρεσης, ξεπεράστε τον γήινο κόσμο, αγκαλιάστε με την ίδια σκέψη τον ηλιακό κόσμο, φανταστείτε αυτή την εξαίσια ενότητα: Τι θα σας μείνει για να την γεμίσετε; Ο άγριος θα ήταν πολύ αμήχανος στο να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Αλλά θα απαντήσουμε εμείς για αυτόν• θα μείνει η ύλη με αυτό που αποκαλούμε δύναμη αφαίρεσης, η κινούμενη ύλη με όλα τα ποικίλα της φαινόμενα, όπως το φως, η θερμότητα, ο ηλεκτρισμός κι ο μαγνητισμός, που ναι, όπως αποδεικνύεται σήμερα, οι διάφορες εκδηλώσεις ενός και του ίδιου πράγματος. Αλλά αν με την δύναμη αυτή της ικανότητας αφαίρεσης, που δεν σταματά μπροστά σε κανένα όριο, ανεβείτε ακόμα πιο ψηλά, πάνω από το ηλιακό σας σύστημα, και ξαναενώσετε μέσα στην σκέψη σας όχι μόνο αυτά τα εκατομμύρια ήλιων που βλέπετε να λάμπουν στο στερέωμα, αλλά ακόμη και μια απειρία άλλων ηλιακών συστημάτων, που δεν βλέπουμε και δεν θα δούμε ποτέ, αλλά των οποίων την ύπαρξη υποθέτουμε, γιατί η σκέψη μας, από αυτόν ακριβώς τον λόγο, ότι δεν γνωρίζει κανένα όριο στην αφαιρετική της δράση, αρνείται να πιστέψει ότι το σύμπαν, δηλαδή η ολότητα όλων των υπαρχόντων κόσμων μπορεί να ‘χει ένα όριο ή ένα τέλος• κατόπιν κάνοντας αφαίρεση, πάντα με την σκέψη μας, της ιδιαίτερης ύπαρξης καθενός από αυτούς τους υπάρχοντες κόσμους, αν προσπαθήσετε να παραστήσετε την ενότητα αυτού του άπειρου σύμπαντος, τι θα μείνει για να την καθορίσει και να την γεμίσει; Μια μόνη λέξη, μια μόνη αφαίρεση: το απροσδιόριστο Όν, δηλαδή η ακινησία, το κενό, το απόλυτο μηδέν: ο Θεός.
Ο Θεός είναι επομένως η απόλυτη αφαίρεση, είναι το ιδιαίτερο προϊόν της ανθρώπινης σκέψης, που, ως αφαιρετική δύναμη, έχοντας ξεπεράσει όλα τα γνωστά όντα, όλους τους υπάρχοντες κόσμους και όντας απαλλαγμένη μ’ αυτό ακριβώς από κάθε πραγματικό περιεχόμενο, φτάνοντας να μην είναι τίποτε άλλο από τον απόλυτο κόσμο, στέκεται μπροστά στον εαυτό της, χωρίς να τον γνωρίζει ωστόσο μέσα σ’ αυτήν την αιθέρια γυμνότητα ως το μοναδικό κι υπέρτατο Όν.
Θα μπορούσε να μας πει κανείς, ότι αφού έχουμε επικυρώσει εμείς οι ίδιοι, στις προηγούμενες σελίδες μας, την πραγματική ενότητα του σύμπαντος κι αφού την έχουμε ορίσει σαν την συμπαντική αλληλεγγύη και σαν την παντοδύναμη ενότητα που κυβερνά όλα τα πράγματα και γίνεται αισθητή λίγο-πολύ απ’ όλα τα ζωντανά όντα, πως έχουμε τώρα το θάρρος να θέλουμε να την αρνηθούμε; Αλλά δεν την αρνούμαστε καθόλου, ισχυριζόμαστε μονάχα ότι μεταξύ αυτής της πραγματικής συμπαντικής ενότητας και της ιδεατής ενότητας που αναζητείται μέσου της μεταφυσικής, τόσο της θρησκευτικής όσο και της φιλοσοφικής, δεν υπάρχει τίποτα το κοινό.
Έχουμε ορίσει την πρώτη ως το απροσδιόριστο άθροισμα των όντων , ή μάλλον των πραγματικών όντων, ή εκείνο των αέναων δράσεων και αντιδράσεων τους, που, συνδυαζόμενες σε μια μόνο κίνηση, συνιστούν, έχουμε πει, αυτό που αποκαλεί κανείς συμπαντική αλληλεγγύη και αιτιότητα, κι έχουμε προσθέσει ότι εννοούμε αυτή την αλληλεγγύη, όχι ως απόλυτη και πρωταρχική αιτία, αλλά ολότελα αντίθετα σαν μια απόρροια, παραγόμενη και αναπαραγόμενη πάντα από την ταυτόχρονη δράση όλων των ιδιαίτερων αιτιών, δράση που συνιστά ακριβώς συμπαντική ενότητα, πάντοτε δημιουργό και πάντοτε δημιουργούμενη. Αφού το έχουμε προσδιορίσει έτσι, πιστεύουμε ότι μπορούμε να πούμε, χωρίς να φοβόμαστε, από εδώ και πέρα, καμιά παρεξήγηση, ότι αυτή η συμπαντική αιτιότητα δημιουργεί τους κόσμους και μολονότι είχαμε φροντίσει να προσθέσουμε ότι το κάνει χωρίς να πρέπει να υπάρχει από μέρους της καμιά προηγούμενη σκέψη ή θέληση, κανένα σχέδιο, καμιά δυνατή πρόβλεψη ή προκαθορισμός (γιατί η ίδια δεν έχει πέρα από την ακατάπαυστη πραγματοποίησή της καμιά ύπαρξη, ούτε προηγούμενη ούτε χωριστή και δεν είναι τίποτα άλλο από μια απόλυτη απόρροια), αναγνωρίζουμε τώρα ότι αυτή η έκφραση δεν είναι ούτε ευτυχής, ούτε ακριβής και ότι παρ’ όλες αυτές τις πρόσθετες εξηγήσεις μπορεί ακόμη να δώσει έδαφος σε παρεξηγήσεις, όσο συνηθίζουμε να προσδίδουμε σ’ αυτή τη λέξη, δημιουργία, την ιδέα ενός δημιουργού συνειδητού του εαυτού του και χωρισμένου από το έργο του.
Θα οφείλαμε να πούμε ότι κάθε κόσμος, κάθε όν, ασυνείδητα κι αθέλητα, παράγεται, γεννιέται , αναπτύσσεται, ζει και πεθαίνει μετασχηματιζόμενο σ ένα νέο όν μέσα και κάτω από την παντοδύναμη, απόλυτη επίδραση της συμπαντικής αλληλεγγύης και θα προσθέσουμε τώρα, για να εξατομικεύσουμε ακόμη καλύτερα τη σκέψη μας, ότι η πραγματική ενότητα του σύμπαντος δεν είναι τίποτα άλλο από την απόλυτη αλληλεγγύη και απειρότητα των πραγματικών του μετασχηματισμών, γιατί ο ακατάπαυστος μετασχηματισμός του κάθε ιδιαίτερου όντος συνιστά την αληθινή, την μοναδική πραγματικότητα του καθενός, γιατί το σύμπαν δεν είναι παρά μια ιστορία χωρίς όρια, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος.
Και για να γνωρίσουμε αυτόν τον κόσμο, τον δικό μας άπειρο κόσμο, μόνη η αφαίρεση δεν αρκεί. Θα μας οδηγούσε ξανά στο Θεό, το υπέρτατο Όν, στο μηδέν. Πρέπει, ενώ εφαρμόζουμε αυτή την ικανότητα αφαίρεσης, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε ποτέ να υψωθούμε από μια κατώτερη τάξη πραγμάτων σε μια τάξη ανώτερη, ούτε κατά συνέπεια να καταλάβουμε την φυσική ιεραρχία των όντων, πρέπει, λέμε, το πνεύμα μας να βυθιστεί με σεβασμό και αγάπη στην μικροσκοπική εξέταση των λεπτομερειών και των άπειρα μικρών, χωρίς τα οποία δεν θα καταλάβουμε ποτέ την ζωντανή πραγματικότητα των όντων. Είναι λοιπόν μόνο με την ένωση αυτών των δύο ικανοτήτων, αυτών των δυο φαινομενικά τόσο αντίθετων τάσεων: της αφαίρεσης και της προσεκτικής, ευσυνείδητης και υπομονετικής ανάλυσης των λεπτομερειών, που μπορούμε να υψωθούμε στην πραγματική σύλληψη του κόσμου μας, άπειρου όχι εξωτερικά αλλά εσωτερικά και να σχηματίσουμε μια κάποια ικανοποιητική ιδέα του σύμπαντός μας για μας, της γήινης μας σφαίρας, ή, αν θέλετε επίσης, του ηλιακού μας συστήματος. Είναι λοιπόν κατάφωρο ότι αν το αίσθημά μας και η φαντασία μας μπορούν να μας δώσουν μια εικόνα, μια παράσταση αναγκαστικά λίγο ή πολύ ψευδή αυτού του κόσμου, αν μπορούν ακόμα μ’ ένα είδος διαισθητικής αποκάλυψης να μας παραστήσουν μια σκιά, ένα φαινόμενο που απέχει από την πραγματικότητα, μόνο η επιστήμη είναι κείνη που θα μπορέσει να μας δώσει την αλήθεια καθαρή και ολόκληρη.
Αυτό είναι το καθήκον του ανθρώπου• είναι ανεξάντλητο, είναι άπειρο και πολύ επαρκές για να ικανοποιήσει τα πιο φιλόδοξα πνεύματα και καρδιές. Όντας προσωρινός και ανεπαίσθητος στη μέση του χωρίς ακτές ωκεανού του συμπαντικού μετασχηματισμού, με μια ανόθευτη αιωνιότητα πίσω του και μιαν άγνωστη αιωνιότητα μπροστά του, ο σκεπτόμενος άνθρωπος, ο δραστήριος άνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει συνείδηση της ανθρώπινης αποστολής του, παραμένει υπερήφανος και ήρεμος στο συναίσθημα της ελευθερίας του που καταχτά ο ίδιος, διαφωτίζοντας, βοηθώντας, χειραφετώντας, επαναστατικοποιώντας, στην ανάγκη, τον κόσμο γύρω του. Να ποια είναι η παρηγοριά του, η αμοιβή του κι ο μοναδικός του παράδεισος. Αν ύστερα απ’ αυτό του ζητήσουμε την βαθύτερη σκέψη του και την τελευταία του λέξη πάνω στην πραγματική ενότητα του σύμπαντος, θα μας πει ότι είναι ο αιώνιος και καθολικός μετασχηματισμός, μια κίνηση χωρίς αρχή, χωρίς όρια και χωρίς τέλος. Είναι επομένως το απόλυτα αντίθετο κάθε Πρόνοιας, η άρνηση του Θεού.
Σ’ όλες τις θρησκείες που μοιράζονται τον κόσμο και που κατέχουν μια κάπως ανεπτυγμένη θεολογία – εκτός ωστόσο από τον Βουδισμό, του οποίου η διδασκαλία ξενίζει και που κατά τ’ άλλα ακατάληπτη σε μερικές εκατοντάδες εκατομμυρίων οπαδών, εγκαθιδρύει μια θρησκεία χωρίς Θεό – σε όλα τα συστήματα της μεταφυσικής, ο Θεός μας εμφανίζεται πριν απ’ όλα σαν ένα υπέρτατο όν, που αιώνια προϋπάρχει και προκαθορίζει, που περιέχει τον εαυτό του, που είναι το ίδιο η γενεσιουργός σκέψη και θέληση κάθε ύπαρξης και προγενέστερο από κάθε ύπαρξη• πηγή και αιώνια αιτία κάθε δημιουργίας, ακίνητο και συνεχώς ίσο με τον εαυτό του, μέσα στην καθολική κίνηση των δημιουργημένων κόσμων. Αυτός ο Θεός, το έχουμε πει, δεν βρίσκεται μέσα στο πραγματικό σύμπαν, τουλάχιστον σε αυτό το μέρος του σύμπαντος που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Άρα μη μπορώντας να τον συναντήσει πέρ’ από τον εαυτό του, ο άνθρωπος πρέπει να τον βρει στον εαυτό του. Πως τον αναζητά; Κάνοντας αφαίρεση όλων των ζωντανών και αληθινών πραγμάτων, όλων των ορατών, γνωστών κόσμων. Αλλά έχουμε δει ότι στο τέλος αυτού του στείρου ταξιδιού, η αφαιρετική ικανότητα και δράση του ανθρώπου δεν συναντά παρά ένα μόνο αντικείμενο: τον εαυτό της, αλλά απαλλαγμένο από κάθε περιεχόμενο και στερημένο από κάθε κίνηση, μπροστά στην έλλειψη για υπέρβαση οποιουδήποτε πράγματος, αυτή την ίδια ως αφαίρεση, ως όν απόλυτα ακίνητο και απόλυτα κενό. Θα λέγαμε το απόλυτο Μηδέν, αλλά η θρησκευτική φαντασία λέει: το υπέρτατο Όν, ο Θεός.


===========================================
=====================================================================================================

 

Κορνήλιος Καστοριάδης: Μια κοινωνία που παραπαίει

Η συνέντευξη αυτή του Κορνηλίου Καστοριάδη στον Marc Weitzmann δημοσιεύθηκε στο περιοδικό L’ autre journal αρ. 2, Μάρτιος του 1993 (σελ. 10-17). Απόδοση στα ελληνικά: Κωνσταντίνα Καρακάλου
M.W.: Καταγγέλλετε από το 1979, με την ευκαιρία των «Νέων Φιλοσόφων», την άνοδο της χυδαιότητας, την απουσία του κριτικού πνεύματος, της αληθινής πολιτικής σκέψης. Λοιπόν, αυτές οι τάσεις είναι σήμερα πανταχού παρούσες…
Κ.Κ..: Αυτό που συμβαίνει στη σφαίρα της διανόησης είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένο με το συνολικό μετασχηματισμό των δυτικών κοινωνιών. Αυτό που εκπλήσσει περισσότερο, όταν συγκρίνει κανείς την παρούσα φάση με τις προηγούμενες φάσεις της ιστορίας αυτών των κοινωνιών, είναι η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση της σύγκρουσης, είτε πρόκειται για οικονομικο-κοινωνική, είτε για πολιτική ή «ιδεολογική». Παρακολουθούμε τον θρίαμβο ενός φαντασιακού, του καπιταλιστικού φαντασιακού – «φιλελεύθερου» – και τη σχεδόν εξαφάνιση της άλλης μεγάλης φαντασιακής σημασίας της σύγχρονης εποχής, του προτάγματος της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Επιφανειακά αυτό μεταφράζεται, από την αρχή της δεκαετίας του ’80, στη νίκη της λεγόμενης «νεο-φιλελεύθερης» αντεπίθεσης – υλοποιημένης από τις πολιτικές Θάτσερ-Ρέηγκαν – αντεπίθεση η οποία επέβαλλε πράγματα που προηγουμένως φαίνονταν αδιανόητα. Καθαρή και απλή περικοπή των πραγματικών μισθών και καμιά φορά ακόμη και των ονομαστικών, για παράδειγμα· ή ακόμη τα επίπεδα ανεργίας, για τα οποία εγώ ο ίδιος είχα σκεφθεί και γράψει το 1960, ότι είχαν γίνει αδύνατα διότι θα προκαλούσαν μια κοινωνική έκρηξη. Όμως, τίποτα δεν συνέβη. Υπάρχουν γι ‘ αυτό κάποιοι λόγοι, αφενός μεν συγκυριακοί – η απειλή, σε μεγάλο βαθμό μπλόφα, της «κρίσης» η οποία συνδέεται με το «πετρελαϊκό σοκ», κ.λπ. – αφετέρου δε, άλλοι πολύ βαθύτεροι για τους οποίους θα ξαναμιλήσουμε. Εν συντομία, παρακολουθούμε την ολοκληρωτική κυριαρχία του καπιταλιστικού φαντασιακού: κυριαρχία του οικονομικού, απεριόριστη και δήθεν ορθολογική επέκταση της παραγωγής, της κατανάλωσης και της «σχόλης» («loisirs»), περισσότερο ή λιγότερο σχεδιασμένων και χειραγωγούμενων.
Αυτή η εξέλιξη δεν εκφράζει μόνο τη νίκη των κυρίαρχων στρωμάτων που θα ήθελαν να αυξήσουν την εξουσία τους. Ο πληθυσμός σχεδόν στο σύνολο του συμμετέχει σ ‘ αυτό. Κρυουλιάρικα αναδιπλωμένος μέσα στην ιδιωτική του σφαίρα ικανοποιείται με άρτο και θεάματα. Τα θεάματα είναι κυρίως εξασφαλισμένα με την τηλεόραση (και τα «σπορ»), ο δε άρτος με όλες τις μικροσυσκευές (gadgets) που είναι διαθέσιμες για ποικίλα επίπεδα εισοδήματος. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το σύνολο των κοινωνικών στρωμάτων έχει πρόσβαση σ ‘ αυτή την ελάχιστη άνεση· δεν αποκλείονται παρά κάποιες μειονότητες χωρίς βάρος. Όλα γίνονται σαν να είχαμε βρει το μέσο να περιορίσουμε την ποσότητα γενικής μιζέριας που παράγει η κοινωνία στο 15% ή 20% του «κατώτερου» πληθυσμού (Μαύροι και Ισπανόφωνοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, άνεργοι και μετανάστες στις ευρωπαϊκές χώρες). Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού φαίνεται να ικανοποιείται με τις ανέσεις και τις μικροσυσκευές, έξω από κάποιες μεμονωμένες και συντεχνιακές αντιδράσεις οι οποίες δεν έχουν συνέπειες. Δεν τρέφει καμιά συλλογική επιθυμία, κανένα πρόταγμα εκτός της προστασίας του status quo.
Μέσα σ ‘ αυτή την ατμόσφαιρα, οι παραδοσιακοί φραγμοί της καπιταλιστικής δημοκρατίας πέφτουν ο ένας μετά τον άλλο. Δεν υπάρχει πλέον έλεγχος της πολιτικής ζωής, κυρώσεις πέραν του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος, όπως έδειξαν τα διάφορα σκάνδαλα, λειτουργεί όλο και λιγότερο. Με κάθε τρόπο, σε μια τέτοια κατάσταση τίθεται, όπως πάντα, το ερώτημα: «Και γιατί, διάβολε, οι ίδιοι οι δικαστές ή οι “ελεγκτές” τους ξεφεύγουν από τη γενική διαφθορά και για πόσο χρόνο; Ποιος θα φυλάξει τους φύλακες;»
Η απουσία φραγμών συντελεί ώστε η ενδογενής ανορθολογικότητα του συστήματος να γίνεται εντονότερη. Οι κυβερνώντες νομίζουν ότι όλα, ή σχεδόν όλα, τους είναι επιτρεπτά, με την προϋπόθεση να μην αντιδράσουν πολύ άσχημα οι πολιτικές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Άλλωστε, δεν κυβερνούν πλέον πραγματικά, αλλά η μοναδική τους φροντίδα είναι να παραμείνουν στην εξουσία ή να την αποκτήσουν. Οι παραδοσιακές ιδεολογίες, της «δεξιάς» ή της «αριστεράς» έχουν καταστεί τελείως κενές· τίποτε το ουσιαστικό δεν χωρίζει τα προγράμματα των αντίστοιχων κομμάτων. Από αυτή την άποψη, το να κάνουμε τον απολογισμό της «αριστεράς» δεν είναι ούτε καν απαραίτητο (πού είναι οι περίφημες διαδοχικές «προτάσεις» του κ. Μιττεράν;). Αλλά το ίδιο ισχύει και για τη «δεξιά»: όταν εκείνη διακηρύττει την καταστροφή, κανείς δεν βλέπει, ούτε με μικροσκόπιο, τι προτείνουν αυτοί οι άνθρωποι που θα μπορούσε να είναι στο ύψος της καταστροφής αυτής. Δεν υπάρχει ούτε καν ένα πρόγραμμα «αντιδραστικό» ή συντηρητικό, δεν υπάρχει τίποτε. Δεν είναι παρά τα ονόματα τους και τα αρχικά τους που διαφοροποιούν τα μεν από τα δε.
M.W.: Δεν μπορεί κανείς να αντιτείνει σ ‘ αυτή τη διαπίστωση της χρεωκοπίας την ανάδυση της ηθικής, του «φιλανθρωπισμό», των δικαιωμάτων του ανθρώπου;
Κ.Κ: Τα φαινόμενα αυτά δεν συνιστούν αντίφαση στη διαπίστωση αλλά επιβεβαίωση της. Αυτές οι ιδέες χρησιμοποιούνται για να αποκρύψουν την ένδεια του πολιτικού κενού. Δεν πρέπει να συγχέεται η ουσία των ίδιων των ιδεών με τη μορφή υπό την οποία αυτές έχουν τεθεί σε κυκλοφορία. Ποιος θα ήταν «εναντίον» των δικαιωμάτων του ανθρώπου; Πολύ λίγοι. Αλλά πότε άρχισαν να μιλούν γι ‘ αυτά; Τα επικαλέσθηκαν κυρίως εναντίον των ολοκληρωτικών τυραννιών της Ανατολής. Πολύ ωραία. Αλλά θέλησαν να τα ταυτίσουν με την ουσία κάθε πολιτικής, πράγμα παράλογο. Εάν υποθέσουμε ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου έχουν κατοχυρωθεί, μένει να ξέρουμε τί κάνουμε μέσα στην κοινωνία και με την κοινωνία; Υπάρχει, βεβαίως, μια απάντηση υπερφιλελεύθερη, η οποία συνίσταται στο εξής: δεν πρόκειται για μια ερώτηση που τίθεται ευλόγως, ή που έχει νόημα, καθένας δεν έχει παρά να κάνει ό,τι θέλει. Όμως, η απάντηση αυτή αγνοεί τελείως αυτό το οποίο αποτελεί τη βαθύτερη φύση κάθε κοινωνίας.
Μια κοινωνία δεν μπορεί να ζήσει εάν ο καθένας κάνει ό,τι θέλει εντός κάποιων ελαχίστων ορίων τα οποία έχουν επιβληθεί από τον Ποινικό Κώδικα – ακόμη και ο Ποινικός Κώδικας δεν μπορεί να έχει συνταχθεί αγνοώντας τελείως κάποιες ουσιαστικές αξίες οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τα «δικαιώματα του ατόμου». Ή ας πάρουμε την ηθική: εδώ ακόμη, η απαρχή υπήρξε κυρίως (γιατί υπήρξαν και άλλες) η δράση των διαφωνούντων στις χώρες της Ανατολής: του Σολτζενίτσιν, του Ζαχάρωφ, των Πολωνών, του Χάβελ κ.λπ. Γι’ αυτούς αποτελούσε ένα μίνιμουμ οδηγού συμπεριφοράς: «Στην κατάσταση που είμαστε (εκείνη της Σοβ. Ένωσης και των χωρών της Ανατολής κατά τη διάρκεια των τριάντα τελευταίων ετών), δεν γνωρίζουμε τι να κάνουμε στο πολιτικό επίπεδο αλλά υπάρχουν ηθικοί φραγμοί που πρέπει να επιτρέπουν στους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ευπρεπώς και συγχρόνως να υπονομεύουν το καθεστώς. “Να μη ψεύδεσαι”, έλεγε, για παράδειγμα, ο Σολτζενίτσιν».
Αυτό είναι κατανοητό όχι μόνον στην κατάσταση τους αλλά γενικώς: καμιά πολιτική αξία του ονόματος δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο ψέμα. Είναι προφανές ωστόσο ότι δεν μπορεί κανείς να αντιδιαστέλλει, όπως το κάνουν όλο και περισσότερο, την ηθική στην πολιτική. Ακόμη περισσότερο και τόσο το χειρότερο εάν αυτό κάνει μερικούς να ουρλιάζουν: τελικώς η μεγάλη πολιτική προηγείται της ηθικής, είναι η περισσότερο αρχιτεκτονική, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης. Το «να μη ψεύδεσαι ποτέ», για παράδειγμα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση: ο Σολτζενίτσιν δεν μπορούσε και σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να πει την αλήθεια στην KGB, όταν ανακρινόταν για τον κρυψώνα του βιβλίου του «Η βαλανιδιά και το μοσχάρι» ή για εκείνους που τον είχαν βοηθήσει να φυγαδεύσει στη Δύση το «.Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ». Η σύνταξη και η δημοσίευση αυτών των κειμένων ήσαν πολιτικές πράξεις και ο,τιδήποτε οδηγούσε στην πραγματοποίηση τους δεν μπορούσε να μετρηθεί αποκλειστικώς με το μέτρο του «Ου ψευδομαρτυρήσεις». Ομοίως: «Ου φονεύσεις». Μπορεί κανείς αυτό να το ανυψώσει σε απόλυτη νόρμα συμπεριφοράς; Είναι προφανές πως όχι. Εάν κάποιος τρομοκράτης απειλεί να σκοτώσει μερικές δεκάδες ομήρους, οφείλετε κατηγορηματικά να απαγορεύσετε να τον σκοτώσουν, εάν το μπορείτε; Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν υποστηρίζουν σήμερα μια ένοπλη επέμβαση στη Βοσνία για να σταματήσουν οι σφαγές, θα μπορέσει αυτή να πραγματοποιηθεί χωρίς, δοθείσης ευκαιρίας, να σκοτωθούν άνθρωποι; Όλες αυτές οι αποφάσεις είναι πολιτικές αποφάσεις, στις οποίες η ηθική δεν αποτελεί παρά μια συνιστώσα, ασφαλώς πολύ βαρύνουσα.
Η ηθική των Ευαγγελίων είναι μια ηθική α-κοσμική. Εάν δεν εφαρμόσθηκε ποτέ αληθινά στην κοινωνική ζωή, ανεξαρτήτως από την υποκρισία των εκκλησιών, είναι και γιατί δεν θα μπορούσε να έχει εφαρμοσθεί.
M.W.: Σχετικά με τη Βοσνία, οι οπαδοί μιας επέμβασης θέλουν να χάνουν έναν πόλεμο ηθικό και όχι πολιτικό.
Κ.Κ.: Αυτό αποτελεί έναν ακόμη παραλογισμό. Δεν θα συζητήσω το πρόβλημα του εάν πρέπει ή όχι να γίνει στρατιωτική επέμβαση στη Βοσνία. Αλλά εάν γίνει, πώς θα μπορέσει κανείς να αποφύγει το πρόβλημα των πολιτικών επιδιώξεων μιας τέτοιας επέμβασης; Πρέπει να σταματήσει η σφαγή, σύμφωνοι· και μετά; Θα στρατοπεδεύσουν εκεί επ’ άπειρον; Θα θέσουν τη χώρα υπό κηδεμονία; Το πρόβλημα είναι ακόμη εντονότερο όσον αφορά τη Σομαλία. Γιατί στη Γιουγκοσλαβία, δεν είναι απολύτως αδύνατο να φαντασθούμε, εάν κάποτε σταματήσει η σφαγή (και, δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος της εθνικής εκκαθάρισης σχεδόν έχει ήδη συντελεστεί) τρεις ή τέσσερις πολιτικές οντότητες, που θα μπορούσαν να εγκαθιδρυθούν, που να σέβονται τουλάχιστον την ελάχιστη αρχή κάθε κοινωνίας, την απαγόρευση του φόνου κατά το δοκούν. Αλλά στη Σομαλία; Κανείς δεν γνωρίζει απολύτως τι πρέπει να γίνει. Η ανθρωπιστική βοήθεια· – πολύ καλά – πρέπει όσο είναι στο χέρι μας να εμποδίσουμε τις ανθρώπινες υπάρξεις να πεθαίνουν από την πείνα. Αλλά τι γίνεται εάν η ανθρωπιστική βοήθεια συστηματικώς λεηλατείται και διοχετεύεται αλλού από ένοπλες συμμορίες; Θα έπρεπε να ιδρυθεί – να επιβληθεί – μια πολιτική κοινωνία αλλά ποια και με ποια μέσα; Ποια ηθική κατέχει την απάντηση σ ‘ αυτές τις ερωτήσεις; Χωρίς μια πολιτική σύλληψη, χωρίς μια απάντηση στην ερώτηση: «Γιατί και πώς ζούμε στην κοινωνία, γιατί το κάνουμε, τι έχει σημασία για μας στη ζωή;» δεν υπάρχουν ούτε καν πραγματικές απαντήσεις στις ηθικές ερωτήσεις, εκτός ίσως για έναν άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης.
M.W.: Παραδόξως, αυτά τα ζητήματα τίθενται δώδεκα χρόνια μετά την άνοδο στην εξουσία μιας αριστεράς η οποία, διαμέσου του προγράμματος της, ενσάρκωνε τον πολιτικό λόγο.
Κ.Κ.: Ποτέ δεν σκέφθηκα ότι οι Γάλλοι «σοσιαλιστές» είναι σοσιαλιστές. Το πρόγραμμα τους το 1981 αποτελούσε ήδη ένα αρχαιολογικό μνημείο. Για παράδειγμα, οι «εθνικοποιήσεις». Αυτό συνέβαινε τις δεκαετίες που άνθρωποι, όπως εγώ, περνούσαν τον καιρό τους για να δείξουν ότι οι «εθνικοποιήσεις» δεν είχαν καμιά σχέση με το σοσιαλισμό. Εν πάση περιπτώσει, το Γαλλικό Κράτος είχε ανέκαθεν επηρεάσει και ακόμη, στην πράξη, διευθύνει την οικονομία και πάντοτε διέθετε τα μέσα για να το κάνει, έστω κι αν αυτό συνέβαινε μόνον με την κυριαρχία επί του πιστωτικού και του τραπεζικού συστήματος. Αυτό το σημείο του προγράμματος τους, όπως σχεδόν όλα τα μέτρα που πήραν, πέραν της τρέχουσας διαχείρισης των υποθέσεων, ήσαν αποκλειστικώς δημαγωγικά – η μόνη εξαίρεση προς το παρόν, είναι η εγκαθίδρυση του RMI [1]: σε μια κοινωνία που παραμένει καπιταλιστική πρέπει να υπάρχει ένα δίκτυο κοινωνικής ασφάλειας. Δεν πρόκειται για φιλανθρωπία, και σ’ αυτή την περίπτωση, κάποιος που πεθαίνει από την πείνα – και αυτό το βλέπουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες – δεν μπορεί να είναι ένας πολίτης, έστω και με το τρέχον νόημα του όρου.
Οι σοσιαλιστές είχαν δοκιμάσει το 1981-1982 μια «αναθέρμανση» της οικονομίας και είχαν αποτύχει οικτρά. Γιατί; Διότι – και αυτό είναι γενικότερο – αγνοούσαν τους κανόνες του παιχνιδιού της κοινωνίας που ήθελαν να μεταρρυθμίσουν. Δεν μπορεί κανείς ούτε να μεταρρυθμίσει ούτε να διατηρήσει ένα κοινωνικό σύστημα εάν δεν έχει μια συνολική έποψη. Δεν μπορεί να μετατοπίσει ένα κομμάτι αυτού του απείρως πολύπλοκου μηχανισμού χωρίς να λάβει υπόψη τις συνέπειες στα άλλα μέρη του συστήματος.
Οι σοσιαλιστές έμαθαν, θέλοντας και μη, τους κανόνες του παιχνιδιού της καπιταλιστικής οικονομίας και τους εφάρμοσαν μ’ έναν υπερεκχειλίζοντα ενθουσιασμό. Κατά τέτοιον τρόπο ώστε η μόνη τους δόξα είναι ότι εισήγαν και εφάρμοσαν το πρόγραμμα του νεοφιλελευθερισμού στη Γαλλία. Αυτό που ο πληθυσμός θα είχε ίσως δεχθεί με δυσκολία από τη δεξιά, το δέχθηκε γκρινιάζοντας από τους σοσιαλιστές. Αποτελεί το λόγο που θα μείνουν στην ιστορία και είναι εξαιρετικά φαιδρό.
M.W.: Η ίδια η ιδέα ενός πολιτικού προγράμματος έχει ακόμη κάποιο νόημα;
Κ.Κ.: Οποιοσδήποτε μπορεί – εγώ μπορώ – να διατυπώσει ένα πολιτικό πρόγραμμα. Αλλά ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν θα άξιζε τίποτε εάν η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είναι έτοιμη όχι να το ψηφίσει αλλά να συμμετάσχει ενεργά, όχι μόνον στην πραγματοποίηση του αλλά στην εκδίπλωσή του, στην ανάπτυξη του και, δοθείσης ευκαιρίας, στην αλλοίωση του. Ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν θα μπορούσε να είναι σήμερα παρά το πρόταγμα μιας αυτοκυβερνώμενης κοινωνίας σε όλες τις βαθμίδες – και είναι, ταυτολογικά, προφανές ότι ένα τέτοιο πρόταγμα δεν έχει κανένα νόημα εάν οι άνθρωποι δεν έχουν την επιθυμία και τη θέληση να αυτοκυβερνηθούν και δεν κάνουν γι’ αυτό ό,τι πρέπει. Όμως, δεν είναι αυτό που διαπιστώνουμε σήμερα.
Σημαίνει αυτό ότι πρέπει να κλείσουμε το κεφάλαιο της πολιτικής; Δεν το πιστεύω. Στην πολιτική και στην ιστορία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σοβαρή πρόβλεψη. Τις παραμονές του Μάη του ’68, ο Βιανσόν-Ποντέ έγραφε το περίφημο άρθρο του «Η Γαλλία πλήττει». Πράγματι, έπληττε σε τέτοιο σημείο ώστε μερικές εβδομάδες αργότερα είχε εκραγεί. Δεν θέλω βέβαια να πω ότι βρισκόμαστε στις παραμονές ενός καινούργιου Μάη του ’68. Αλλά απλώς, ότι καμιά σφυγμομέτρηση και κανένα εμπειρικό συμπέρασμα δεν μπορεί να προβλέψει τη συμπεριφορά ενός πληθυσμού βραχυπρόθεσμα, και ακόμη λιγότερο, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.
M.W.: Αλλά η επιθυμία της συμμετοχής προϋποθέτει ότι πιστεύουμε στη δυνατότητα της συμμετοχής.
Κ.Κ.: Αναμφίβολα. Αυτό αποτελεί ένα ζήτημα πίστης, είναι επίσης ένα ζήτημα θέλησης, και τα δυο είναι αδιαχώριστα στο πολιτικό πεδίο. Η ανθρώπινη ιστορία είναι δημιουργία. Η εμφάνιση νέων κοινωνικο-ιστορικών μορφών δεν δύναται να προβλεφθεί γιατί δεν είναι ούτε παραγώγιμη ούτε απαγώγιμη εξ αυτού που προϋπήρχε.
Ένας κοινωνιολόγος/εθνολόγος/ψυχαναλυτής από τον Άρη, που θα είχε προσγειωθεί στην Ελλάδα του 850 π.Χ., δεν θα μπορούσε ασφαλώς να προβλέψει την αθηναϊκή δημοκρατία. Ούτε, στα 1730, τη γαλλική επανάσταση. Λοιπόν, το να ισχυρισθεί κανείς ότι αυτές οι μορφές προκύπτουν από μια δημιουργία ανθρώπινων όντων μη καθορισμένη, σημαίνει ότι η δημιουργία τους παρουσιάζεται, από την οπτική γωνία της συνήθους λογικής, σαν φαύλος κύκλος. Ο χωρικός που συμμετείχε στα κινήματα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν τη νύχτα της 4ης Αυγούστου [2] δεν ήταν ο χωρικός που έσκυβε το κεφάλι μπρος στον αφέντη του. Την ίδια στιγμή που υπάρχει ένα συλλογικό κίνημα τα άτομα μεταμορφώνονται και την ίδια στιγμή που τα άτομα αλλάζουν, αναδύεται ένα συλλογικό κίνημα. Δεν έχει νόημα να διερωτηθούμε ποιο προηγείται του άλλου: οι δυο προϋποθέσεις εξαρτώνται η μια από την άλλη και δημιουργούνται ταυτοχρόνως. Αυτό είναι όπως το πρόβλημα της κότας και του αυγού, ή καλύτερα, όπως η ανάδυση του πρώτου ζωντανού κυττάρου: η λειτουργία του κυτταρικού DNA προϋποθέτει την ύπαρξη των προϊόντων αυτής της λειτουργίας. Είναι όπως ένας δακτύλιος του οποίου τα μέρη αλληλοσυνδέονται και η νέα δημιουργία δεν μπορεί να τεθεί παρά μόνο στην ολότητα της πολυπλοκότητας της.
Είναι αληθές ότι οι άνθρωποι σήμερα δεν πιστεύουν στη δυνατότητα μιας αυτοκυβερνώμενης κοινωνίας και αυτό κάνει ώστε μια τέτοια κοινωνία να είναι σήμερα αδύνατη. Δεν πιστεύουν επειδή δεν θέλουν να το πιστεύουν και δεν θέλουν να το πιστεύουν επειδή δεν πιστεύουν. Αλλά εάν κάποτε αρχίσουν να το θέλουν, θα πιστέψουν και θα μπορέσουν.
M.W.: Η εξαφάνιση των πολιτικών Γαιών της Επαγγελίας έπρεπε να είχε επιτρέψει μια μεγαλύτερη αυτονομία και μια μεγαλύτερη ικανότητα πολιτικής δημιουργίας. Όμως συμβαίνει σχεδόν το αντίθετο. Θεωρητικά, η εποχή έπρεπε να είναι καταπληκτική.

Κ.Κ.: Και στην πραγματικότητα, είναι ασήμαντη. Μάλιστα. Και δεν υπάρχει πραγματική «εξήγηση». Μπορεί κάποιος να παρουσιάσει πολλούς συντελεστές οι οποίοι καθιστούν το γεγονός μέχρι κάποιου σημείου κατανοητό ή διαυγάσιμο, αλλά αυτό δεν θα αποτελέσει μια πραγματική εξήγηση. Όπως οι φάσεις της δημιουργίας, έτσι και οι φάσεις της αποσύνθεσης μιας κοινωνίας είναι ανεξήγητες. Στην Αθήνα, τον 6ο-5ο π.Χ. αιώνα, έχουμε τη δημιουργία της δημοκρατίας, τους μεγάλους τραγικούς ποιητές, ένα πλήθος από άλλες μοναδικές δημιουργίες. Τον 4ο π.Χ. αιώνα αυτό έχει ήδη τελειώσει και, για παράδειγμα, δεν υπάρχει πλέον ουδείς μεγάλος Αθηναίος ποιητής. Γιατί; Ασφαλώς ο πελοποννησιακός πόλεμος και η αθηναϊκή ήττα παίζουν κάποιο ρόλο. Ο Θουκυδίδης έγραψε αθάνατες σελίδες για τη γενική διαφθορά που είχε προκληθεί από τον πόλεμο (αλλά γιατί όχι από τους προηγούμενους πολέμους;), συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς της γλώσσας, της οποίας οι λέξεις είχαν αρχίσει να σημαίνουν το αντίθετο από αυτό που σήμαιναν στην αρχή και να χρησιμοποιούνται με αντιφατικό νόημα από τα διαφορετικά κόμματα (αυτό δεν σας θυμίζει τίποτε από την παρούσα περίοδο; «Δημοκρατία», για παράδειγμα…). Αλλά η ήττα δεν επαρκεί ως «εξήγηση». Γιατί ο «δήμος», ο λαός, δεν είναι πλέον ο ίδιος λαός; Γιατί τα άτομα, όπως οι κοινωνίες, χάνουν τη δύναμη της δημιουργίας; Μπορεί κάποιος να διαυγάσει εν μέρει το γεγονός, όχι όμως να το εξηγήσει.
Το ίδιο πράγμα ισχύει για τη σύγχρονη περίοδο. Υπήρξαν όλα αυτά τα τεράστια κινήματα χειραφέτησης εδώ και αιώνες: Υπήρξε το εργατικό κίνημα το οποίο το ιδιοποιήθηκε, κατά το μάλλον ή ήττον, ο μαρξισμός: ο μαρξισμός ο ίδιος εξελίχθηκε «γεννώντας» δυο αντίθετα ρεύματα, τη σοσιαλδημοκρατία και τον μπολσεβικισμό —η πρώτη έδωσε ό,τι γνωρίζουμε, ο δεύτερος το Γκουλάγκ. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, ότι το πάθος, η ενεργητικότητα της εργατικής τάξης και αυτών οι οποίοι ήθελαν να βαδίσουν μαζί της, κατασπαταλήθηκαν.
Επί πλέον, οι ιδεολογίες αυτές ήσαν όχι μόνο ιδεολογίες εξαθλίωσης – το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υποστήριζε τη θέση της «απόλυτης εξαθλίωσης» της εργατικής τάξης μέχρι αρκετά πρόσφατα – αλλά και επικεντρωμένες στη θέση ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε «να λύσει το πρόβλημα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων», έπρεπε δηλαδή να εγκαθιδρυθεί ο σοσιαλισμός για να μπορέσουν οι μάζες να καταναλώνουν. Όμως, προφανώς, ο καπιταλισμός δεν κάνει παρά αυτό: να αναπτύσσει την παραγωγή και την κατανάλωση· δεν υπάρχει στις πλούσιες χώρες καμιά σχέση μεταξύ του «βιοτικού επιπέδου», δηλαδή της κατανάλωσης, σύμφωνα με το καπιταλιστικό νόημα του όρου, ενός εργάτη του 1840 και ενός εργάτη του 1990. Εάν πραγματικά αυτό θέλουμε και τίποτα άλλο, δεν αξίζει τον κόπο ν ‘ αλλάξουμε κυβέρνηση, όπως έλεγε το τραγούδι.
Ταυτόχρονα, αυτή η ανάπτυξη έχει ως αποτέλεσμα να εκτιμώνται όλο και περισσότερο από τον πληθυσμό, το χρήμα και τα εμπορεύματα, η δύναμη, οι άνθρωποι όπως ο Ταπί κ.λπ. Για να το πούμε αλλιώς, υπήρξε ένας τρόπος αποπόλωσης (depolarisation) των αξιών και ο αρνητικός πόλος, ο ανατρεπτικός πόλος, έχει καταβροχθισθεί από το καπιταλιστικό φαντασιακό. Αυτό όλο το γεγονός δεν «εξηγεί» αλλά επιτρέπει να διαυγάσουμε κάποιες πλευρές της παρακμής, της εξασθένισης της σύγκρουσης και της κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας και να δείξουμε κάποια ερείσματα τους.
M.W.: Σε ποιο σημείο λοιπόν βρισκόμαστε σχετικά με την ανάγκη για πίστη; Το να σκέφτεται κανείς ότι οι νόμοι μας, οι πεποιθήσεις μας, το γεγονός ότι βρισκόμαστε μέσα σε μια κοινωνία δεν στηρίζονται σε τίποτε, ότι δεν υπάρχει απόλυτο θεμέλιο για καμιά πραγματικότητα, αυτό δεν είναι ανυπόφορο;
Κ.Κ.: Δεν το νομίζω, διαφορετικά δεν θα ήμουν εδώ. Αλλά αυτό συνιστά πραγματικά το ζήτημα. Αντίθετα σε αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης, αυτό το οποίο επιθυμούν προ πάντων οι άνθρωποι δεν είναι το «ειδέναι» αλλά η πίστη.
Στις πλούσιες κοινωνίες – οι οποίες άλλωστε αντιπροσωπεύουν μόλις και μετά βίας, το ένα έβδομο του παγκόσμιου πληθυσμού – με το τέλος των πολιτικών πεποιθήσεων και την εξασθένιση της ικανότητας της κοινωνίας να δημιουργήσει νέες αξίες, οι οποίες θα μπορούσαν να σημαίνουν κάτι, κυριαρχεί αυτό το οποίο ο Pascal θα αποκαλούσε διασκέδαση ή περισπασμό, λήθη. Δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι είναι θνητοί, ότι θα πεθάνουν, ότι «επέκεινα» δεν υπάρχει ούτε πληρωμή ούτε αμοιβή. Ξεχνιούνται, βλέποντας στην τηλεόραση τον Ταπί ή τη Μαντόνα, έπειτα από το μετρό, τη δουλειά κ.λπ. Και αυτό δεν σημαίνει μια «κοινωνία του θεάματος» αλλά μια κοινωνία της λήθης, της λήθης του θανάτου, της διαπίστωσης ότι η ζωή δεν έχει νόημα παρά μόνο εκείνο το οποίο εμείς είμαστε ικανοί να της δώσουμε. Το θέαμα λειτουργεί για να διευκολύνει και να επικαλύπτει αυτή τη λήθη. Δεν έχουμε το θάρρος ούτε την ικανότητα να παραδεχθούμε ότι το νόημα της ζωής μας, ατομικής και συλλογικής, δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί από μια θρησκεία ή από μια ιδεολογία, δεν μπορεί πλέον να μας δοθεί όπως ένα δώρο, ότι οφείλουμε, κατά συνέπεια, να το δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι.
M.W.: Αυτή η απουσία θάρρους δεν καθιερώνει την αποτυχία του δικού σας προτάγματος της αυτονομίας;
Κ.Κ.: Δεν το πιστεύω. Το πρόταγμα της αυτονομίας είχε παρουσιασθεί σε κάποιες κοινωνίες – την αθηναϊκή κοινωνία, τις δυτικές κοινωνίες κατά τη μεγάλη περίοδο της νεοτερικότητας. Άρα, είχε κάθε φορά σαν φορείς κινήματα τα οποία, με μερικές δευτερεύουσες επιφυλάξεις, είχαν βαθιά συνείδηση, ότι το νόημα της ζωής μας βρίσκεται εδώ-κάτω, ότι καμιά υπερβατικότητα δεν μπορεί να προικίσει με νόημα μια ζωή, την οποία εμείς οι ίδιοι έχουμε απ’ την άλλη μεριά απογυμνώσει από νόημα. Κάθε υπερβατικότητα με το θρησκευτικό νόημα αποτελεί μια φαντασιακή δημιουργία των ανθρώπων. Τα κινήματα χειραφέτησης, αρχαία και νεοτερικά, είχαν όλα σαν αφετηρία μια αποστασιοποίηση, αν όχι από την υπερβατικότητα την ίδια, τουλάχιστον από την ιδέα ότι αυτή η υπερβατικότητα (transcendance) θα μπορούσε να δράσει μέσα στην εμμένεια (immanence), και, για παράδειγμα, να λύσει το ζήτημα της κοινωνίας και της δίκαιης θέσμισης της. Και αυτό στο οποίο πίστευαν κυρίως είναι ότι, εάν υπάρχει ένα νόημα στη ζωή μας το οποίο να μην είναι φενακισμένο, αυτό είναι το νόημα το οποίο μπορούμε να δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι.
M.W.: Εσείς ο ίδιος έχετε γράψει ότι μια από τις αιτίες της περιβάλλουσας δυσθυμίας ήταν το συναίσθημα ότι όλες οι αξίες, όλες οι νόρμες ήσαν καθαρώς ενδεχομενικές. Μέσα στο γεγονός της δημιουργίας του νοήματος από εμάς τους ίδιους φαίνεται ότι αντιμετωπίζει κανείς έναν ριζικό παραλογισμό. Εάν δεν υπάρχει απόλυτο νόημα, πώς να μην σκεφθεί κανείς ότι τίποτε δεν έχει νόημα; .
Κ.Κ.: Πρώτα-πρώτα, υπάρχει ένα γεγονός που θα πρέπει κάποτε να το χωνέψουμε καλά: είμαστε θνητοί. Όχι μόνον εμείς, όχι μόνον οι πολιτισμοί, αλλά η ανθρωπότητα σαν τέτοια και όλες οι δημιουργίες της, όλη η μνήμη της, είναι θνητές. Η διάρκεια της ζωής ενός ζωικού είδους είναι κατά μέσον όρο δύο εκατομμύρια χρόνια. Ακόμη κι αν, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο ξεπερνούσαμε απροσδιόριστα αυτό το όριο, την ημέρα που ο Ήλιος θα φθάσει στην καταληκτική του φάση και θα γίνει ένας κόκκινος γίγας, τα σύνορα του θα είναι κάπου μεταξύ Γης και Άρη – ο Παρθενών, η Παναγία των Παρισίων, οι πίνακες του Ρέμπραντ ή του Πικάσο, τα βιβλία τα οποία περιέχουν «Το Συμπόσιο» ή τις «Ελεγείες του Duino», θα έχουν περιέλθει στην κατάσταση πρωτονίων που παρέχουν ενέργεια σ’ αυτό το άστρο.
Μπρος σ’ αυτή την κατάσταση υπάρχουν δυο δυνατές απαντήσεις: η μια ανήκει στον Pascal και τον Kierkegaard: δεν μπορώ να δεχθώ αυτό το γεγονός, δεν μπορώ ή δεν θέλω να το δω – κάπου πρέπει να υπάρχει ένα νόημα το οποίο είμαι ανίκανος να διατυπώσω, αλλά το πιστεύω. Το «περιεχόμενο» μπορεί να είναι διαφορετικό, να έχει δοθεί από την Παλαιά Διαθήκη, τα Ευαγγέλια, το Κοράνι, τις Βέδες, λίγο ενδιαφέρει.
Η άλλη απάντηση είναι ν’ αρνηθούμε να κλείσουμε τα μάτια μας και ταυτόχρονα να καταλάβουμε ότι αν κάποιος θέλει να ζήσει δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νόημα, χωρίς σημασία. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, οι σημασίες, κοινωνικώς και ιστορικώς δημιουργημένες, δεν είναι ούτε ενδεχομενικές (contingentes) ούτε αναγκαίες (nécessaires) – είναι, όπως έγραψα, μετα-ενδεχομενικές (metacontingentes): χωρίς αυτές δεν υπάρχει ανθρώπινη ζωή, ούτε ατομική ούτε κοινωνική. Είναι αυτή η ίδια η ζωή που μας επιτρέπει, σε κάποια δεδομένη στιγμή, να κατανοήσουμε ότι αυτές οι σημασίες δεν έχουν «απόλυτη» πηγή, ότι πηγή τους είναι η δική μας δραστηριότητα η οποία δημιουργεί το νόημα. Το καθήκον ενός ελεύθερου ανθρώπου είναι να γνωρίζει ο ίδιος ότι είναι θνητός και να στέκεται όρθιος στην άκρη αυτής της αβύσσου, μέσα σ’ αυτό το χάος που στερείται νοήματος και μέσα στο οποίο κάνουμε να αναδυθεί η σημασία. Γνωρίζουμε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος και μια τέτοια κοινότητα μπορούν να υπάρξουν. Δεν μιλώ ούτε καν για μεγάλους καλλιτέχνες, στοχαστές, επιστήμονες κ.λπ. Ακόμη και ο άξιος αυτού του ονόματος τεχνίτης, που κατασκεύαζε όχι τα αγάλματα των θεών, αλλά τα τραπέζια, τα βάζα, κ.λπ., επένδυε στη δουλειά του απολύτως. Το γεγονός ότι το βάζο ήταν ωραίο, ότι το σπίτι στεκόταν όρθιο, ήταν ένα επίτευγμα. Αυτή η επένδυση της δραστηριότητας η οποία εχάριζε τη μορφή, δηλαδή το νόημα, υπήρξε σε όλους τους πολιτισμούς χωρίς εξαίρεση. Υπάρχει όλο και λιγότερο σήμερα διότι η εξέλιξη του καπιταλισμού έχει καταστρέψει κάθε νόημα μέσα στην εργασία.
Όλοι οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι Μπετόβεν ή Καντ, αλλά όλοι πρέπει να έχουν μια εργασία που να μπορούν να επενδύουν και όπου να μπορούν να εμπλέκονται. Αυτό προϋποθέτει μια ριζική τροποποίηση της έννοιας της εργασίας, της σύγχρονης τεχνολογίας, της οργάνωσης αυτής της εργασίας κ.λπ. – τροποποίηση ασυμβίβαστη με τη διατήρηση της σύγχρονης θέσμισης της κοινωνίας και του φαντασιακού το οποίο αυτή ενσαρκώνει.
Αυτήν την τεράστια πλευρά του ζητήματος ούτε οι οικολόγοι δεν τη βλέπουν – δεν βλέπουν παρά την πλευρά της κατανάλωσης και της μόλυνσης. Αλλά η ανθρώπινη ζωή διαδραματίζεται επίσης μέσα στην εργασία. Λοιπόν, οφείλουμε να αποδώσουμε το νόημα του στο γεγονός της εργασίας, της παραγωγής, της δημιουργίας καθώς επίσης της συμμετοχής στα συλλογικά προτάγματα μαζί με τους άλλους, της ίδιας της αυτοδιεύθυνσης ατομικώς και συλλογικώς, της απόφασης των κοινωνικών προσανατολισμών.
Είναι βέβαιο ότι αυτό είναι δύσκολο. Αλλά, κατά το μάλλον ή ήττον, έχει υπάρξει. Οι Έλληνες, μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., το έπρατταν. Δεν πίστευαν στην αθανασία, εν πάση περιπτώσει όχι σε μια αθανασία «θετική» (η ζωή μετά το θάνατο ήταν απείρως χειρότερη από την επίγεια ζωή, όπως το διδάσκει η σκιά του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, στην Οδύσσεια).
Για τους σύγχρονους αυτό είναι περισσότερο πολύπλοκο. Διότι σ’ αυτούς υπήρξαν πάντοτε, κατά το μάλλον ή ήττον καλυμμένα, υπολείμματα μιας πίστης σε μια υπερβατικότητα θρησκευτικού τύπου. Αυτό δεν τους εμπόδισε να προχωρήσουν πολύ μακριά. Αλλά αυτό έγινε επίσης σε συνάρτηση με μια άλλη μετάθεση: έθεσαν έναν επίγειο παράδεισο στο «τέλος της ιστορίας» (μαρξισμός) ή σαν κατεύθυνση ασυμπτωτική αυτής της ιστορίας (φιλελευθερισμός). Σήμερα γνωρίζουμε καλά ότι επρόκειτο για δυο μορφές της ίδιας αυταπάτης, ότι ακριβώς, δεν υπάρχει «εμμενές νόημα» «(sens immanent») στην ιστορία και ότι δεν θα υπάρξει παρά το νόημα (ή το μη-νόημα), το οποίο θα είμαστε ικανοί να δημιουργούμε. Και αυτό, οι άνθρωποι που σκοτώνονταν στα οδοφράγματα, το γνώριζαν: είναι το γεγονός ότι αγωνίζομαι, που έχει νόημα, όχι το γεγονός ότι σε δυο αιώνες θα υπάρξει μια τέτοια κοινωνία.
Και η σύγχρονη δυσθυμία αναπαριστά αναμφίβολα επίσης εν μέρει, τη διεργασία του πένθους που έγινε για την απώλεια αυτής της αυταπάτης ενός παραδεισιακού μέλλοντος.
M.W.: Η σύγχρονη θεοποίηση της ηθικής παίρνει τη μορφή σκηνοθεσίας της ακουσίας νοήματος. Μεταφέρουμε σάκους ρυζιού, καταγγέλλουμε τις σφαγές και τους βιασμούς – και τελικά, εάν αρκεστούμε σ’ αυτό, γνωρίζουμε ότι αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ. Ταυτόχρονα, η έκρηξη του συστήματος των MME και της διαφήμισης δεν καθιερώνει αυτή την απουσία νοήματος, ιδρύοντας ένα χρόνο που δεν κυλά πλέον, ένα είδος ενός τεράστιου παρόντος;
Κ.Κ.: Ναι. Ακριβέστερα σήμερα υπάρχει ένας φαντασιακός χρόνος που συνίσταται στην άρνηση του πραγματικού παρελθόντος και του πραγματικού μέλλοντος· ένας χρόνος χωρίς πραγματική μνήμη και χωρίς πραγματικό πρόταγμα. Αυτού του πράγματος, τω όντι, η τηλεόραση συγκροτεί μια εικόνα πολύ ισχυρή και πολύ συμβολική: η Σομαλία ήταν εχθές μια δημοσιογραφική αποκλειστικότητα (scoop), σήμερα δεν είναι. Και εάν η Ρωσία εκραγεί, όπως φαίνεται ότι προς τα εκεί πηγαίνει, θα μιλήσουν δυο ημέρες γι’ αυτήν, μετά θα την ξεχάσουν. Δεν υπάρχει πλέον πραγματικός χρονικός ρυθμός αλλά αυτό το οποίο εσείς αποκαλείτε ένα συνεχές παρόν, το οποίο είναι μάλλον μια μελάσα, ένας πραγματικά ομοιογενής ζωμός, όπου όλα έχουν συνθλιβεί και τοποθετηθεί στο ίδιο επίπεδο σημασίας και σπουδαιότητας. Τα πάντα είναι παρμένα μέσα σ’ αυτήν την ομοιόμορφη ροή εικόνων και αυτό είναι αλληλένδετο με την απώλεια του ιστορικού μέλλοντος, την απώλεια του προτάγματος και την απώλεια της παράδοσης· το γεγονός ότι το παρελθόν αποτελεί είτε ένα αντικείμενο πολυμάθειας για τους έξοχους ιστορικούς που έχουμε είτε ένα τουριστικό παρελθόν: επισκέπτεται κανείς την Ακρόπολη όπως τους καταρράκτες του Νιαγάρα, την Ιταλία όπως τις Σεϊχέλες. Το παρελθόν αποτελεί πραγματικό μέρος του τουριστικού γύρου: μια ημέρα στην Αθήνα, μια ημέρα στη Μύκονο, μια ημέρα στους Δελφούς κ.λπ. Εδώ, το πλέον τετριμμένο συναντά το πλέον βαθύ. Μ’ αυτή την έννοια επίσης, το πνεύμα της εποχής είναι το τετριμμένο.
[1] RMI: Revenu Minimum d’ Insertion = Ελάχιστο Εισόδημα Ενσωμάτωσης. Πρόκειται για ένα κοινωνικό επίδομα που χορηγείται σε άτομα ορισμένων κατηγοριών που στερούνται εισοδημάτων (άτομα με ειδικές ανάγκες, άνεργοι, αποφυλακιζόμενοι, πρώην χρήστες ναρκωτικών) και συνοδεύεται από μέτρα κοινωνικής ενσωμάτωσης, [σ.τ.μ.]
[2] Νύχτα της 4ης Αυγούστου του 1789: Ιστορική ημερομηνία της Γαλλικής Επανάστασης, κατά την οποία η Συντακτική Συνέλευση (Assemblée Constituante) κατάργησε τα φεουδαρχικά προνόμια, [σ.τ.μ.]

Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-9Qx



 =======================================================================================================================

Καστοριάδης

Αν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει εκπαίδευση

love-reading
Θα έλεγα πρώτα πρώτα ότι δεν μπορούμε να χωρίσουμε την εκπαίδευση από τη συνολική κοινωνική κατάσταση. Ο μακαρίτης, ο  καημένος ο Πλάτων έλεγε ήδη ότι ακόμα και οι τοίχοι της πόλης εκπαιδεύουν τους ανθρώπους και νομίζω ότι αυτό είναι μια τρομερά σημαντική και βαριά αλήθεια. Η εκπαίδευση ενός ανθρώπου, η παιδεία ενός ανθρώπου αρχίζει από την ηλικία μηδέν και φτάνει ως την ηλικία ωμέγα, δηλ. τη στιγμή που θα πεθάνει, συνεχώς διαμορφώνεται αυτός ο άνθρωπος.
Διαμορφώνεται από τι; Διαμορφώνεται από όλα όσα προσλαμβάνει. Διαμορφώνεται από όλα όσα είναι γύρω του. Λοιπόν, τί διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος περπατώντας, βλέποντας την Ακρόπολη, την Αγορά, τη Στοά και τα λοιπά και τα λοιπά και τί διαμόρφωση υφίσταται ένας σημερινός Αθηναίος ζώντας μέσα σε αυτό το φρικτό τερατούργημα που λέγεται Αθήνα και που έγινε τερατούργημα μέσα σε σαράντα χρόνια, δυνάμει όλων των μεγαλοφυών πολιτικών μας;
Δεν είναι έτσι!...Ή τι διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος βλέποντας τραγωδίες στο θέατρο του Διονύσου και τί διαμόρφωση υφίσταται σήμερα ένας άνθρωπος βλέποντας τις διαφημίσεις της τηλεόρασης, δεν ξέρω τι!…
Για να υπάρξει πραγματική εκπαίδευση με την αυστηρή έννοια του όρου υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: είναι ότι αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται αντικείμενο επένδυσης και πάθους και από τους εκπαιδευτές και από τους εκπαιδευόμενους και, για να το πω καθαρά, ότι αν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει εκπαίδευση! Εάν κάποιος κάτι μαθαίνει μέσα στο σχολείο είναι διότι, διαδοχικά, έναν καθηγητή σε κάποια τάξη –και στο πανεπιστήμιο ακόμη- τον ερωτεύεται και τον ερωτεύεται διότι βλέπει ότι αυτός ο ίδιος ο καθηγητής είναι ερωτευμένος με αυτό που διδάσκει.
το άγγιγμα της δασκάλας - Henri Jules Jean Geoffroy
το άγγιγμα της δασκάλας – Henri Jules Jean Geoffroy
Λοιπόν, για να τα πω επίσης καθαρά και για να γίνω πλήρως απεχθής σ’ αυτούς που με ακούνε, σήμερα οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τις επαγγελματικές τους διεκδικήσεις, οι οικογένειες ασχολούνται με το να πάρει το παιδί ένα ‘χαρτί’ και τα παιδιά ασχολούνται με ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την επένδυση των πραγμάτων που μαθαίνουν. Λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εκπαίδευση.
Στη Γαλλία αλλάζουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα κάθε ένα χρόνο και το σύστημα και τα λοιπά και τα λοιπά… Κάθε υπουργός παιδείας αλλάζει και κάθε χρόνο πάει και χειρότερα το πράγμα, γιατί; Γιατι δεν μπορούν να αλλάξουν, ούτε είναι ικανοί να σκεφτούν πού είναι το πραγματικό πρόβλημα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι αυτός ο έρωτας των παιδιών για αυτόν που τους διδάσκει και γι’ αυτά τα οποία διδάσκει, του διδάσκοντος για τα παιδιά και γι’ αυτά που διδάσκει ο ίδιος και της οικογένειας, η οποία επενδύει όλα αυτά τα πράγματα.
 









Για να υπάρξουν όλα αυτά πρέπει να υπάρξει μια άλλη στάση απέναντι στη ζωή και στη γνώση και όχι απλώς η στάση ότι πηγαίνουμε στο σχολείο για να πάρουμε το καλύτερο δυνατό ‘χαρτί’ που θα μας κάνει μετά να έχουμε το καλύτερο δυνατό επάγγελμα ή να μας κάνει να βγάλουμε τα περισσότερα δυνατά λεφτά. Όσο υπάρχει αυτή η νοοτροπία, θα υπάρχει μια συνεχής χειροτέρευση, όπως τη βλέπουμε και σε χώρες όχι σαν την Ελλάδα, αλλά σε μια χώρα όπως η Γαλλία, που έχει τεράστιες ισχυρές παραδοσιακές δομές από δέκα αιώνες και ιδίως στο θέμα της εκπαίδευσης, όπου βλέπει κανείς τη συνεχή φθορά των Λυκείων, των Γυμνασίων, εκεί πέρα και των εκπαιδευτικών και των μαθημάτων που διδάσκονται και των παιδιών και των οικογενειών. Και αυτό είναι όλο το κοινωνικοϊστορικό ρεύμα.


Σχόλια